Μου συνέβη κάτι συγκλονιστικό προχθές. Έλαβα ένα ηλεκτρονικό μήνυμα, χωρίς τίτλο, και εξαιρετικά σύντομο σε περιεχόμενο. Έλεγε απλώς «με συγκίνησες». Το υπέγραφε μία θεά, no less: η Πάολα. Και όπως ανακάλυψα στη συνέχεια, αναφερόταν μάλλον σε παλιότερο κείμενό μου, στο οποίο ελάχιστα, δυστυχώς, αναφερόμουν στην Πάολα και όλα όσα αντιπροσωπεύει.Το να πω ότι συγκινήθηκα που κατάφερα με τις δυο τρεις φράσεις μου εκείνου του κειμένου να συγκινήσω την Πάολα θα ήταν πολύ λίγο. Στην πραγματικότητα, νιώθω όχι απλώς συγκίνηση, αλλά την αγαλλίαση του νεοφώτιστου όταν εμφανίζεται μπροστά του ο ζωντανός θεός. Γιατί η Πάολα, που δεν την γνωρίζουν και δεν την αναγνωρίζουν στις μέρες μας όσοι θα έπρεπε (ο ευειδής Τ μόλις με ρώτησε ποια είναι!!!), δεν είναι απλώς μία θεά. Είναι επίσης ένας θεός.
Θεές είναι, με τον ένα ή με το άλλο τρόπο, οι περισσότερες τραβεστί και τρανσέξουαλ. Θεές με την έννοια ενός πλάσματος που έπλασε τον εαυτό του, δημιούργησε την εικόνα του, προκάλεσε την επιθυμία στην οποία υπόκειται. Θεές, επίσης, με την κοινή έννοια της πρωτοκαθεδρίας του glamour, του αιχματωλισμού του βλέμματος των ανδρών, της προσέλκυσης του φθόνου των γυναικών. Και φυσικά, όπως δηλώνει ευθαρσώς η Πάολα στη σελίδα της στο Pathfinder, δεν είναι εύκολο να είσαι θεά.
Δεν είναι εύκολο να πλάθεις τον εαυτό σου την κάθε στιγμή, δεν είναι εύκολο να προσφέρεις εις το διηνεκές την ψευδαίσθηση της ηδονής σε άνδρες που ποτέ δεν την τόλμησαν, δεν είναι εύκολο να εκτίθεσαι στο φθόνο και στο φόβο, δεν είναι εύκολο να ενσαρκώνεις αυτό που σε όλους τους άλλους είναι άγνωστο.
Και εμένα μου είναι άγνωστο. Αισθάνομαι ότι σχεδόν δεν έχω δικαίωμα να μιλάω. Μου πήρε χρόνια να μάθω να συναναστρέφομαι αυτές τις θεές χωρίς ρατσισμό. Στην αρχή, μπορώ να πω ότι τις φοβόμουν. Θυμάμαι στα εφηβικά μου χρόνια, καθώς περίμενα ένα βράδι το λεωφορείο, σταμάτησε μία με το αυτοκίνητό της και με προσκάλεσε μέσα. «Να σε πάω εγώ, αγόρι μου, να μην κουραστείς». Έφυγα τρέχοντας, αλλά τη σκεφτόμουν για μέρες. Δεν ήμουνα δα και κανένας παρθένος. Κολακεύτηκα, αλλά συγχρόνως με τρόμαξε το άγνωστο.
Μετά είδα κάποια στιγμή τη Χρονιά με τα Δεκατρία Φεγγάρια. Με άλλαξε αυτή η ταινία.
Μετά πήγα στη Σεχραζάτ, στη Θεσσαλονίκη, σε μια εκδρομή λίγων ημερών. Εκεί γνώρισα τις πιο κατατρεγμένες τραβεστί. Αγόρια που τα είχαν πετάξει από τα σπίτια τους με τις κλωτσιές επειδή ήσαν πούστηδες και βρήκαν διέξοδο στο αστραφτερό glamour της αμφίεσης της σταρ. Μετά ξέπεσαν, βρέθηκαν σε αυτό το ταβερνομπάρ του Βαρδάρη να τραγουδάνε και να χορεύουν και να συντροφεύουν τους νταλικέρηδες (μικρόψωλους, κατά την αλάνθαστη ανθρωπογεωγραφία της Πάολας) που έπιναν ρετσίνα στα τραπέζια τα βαμμένα με λαδομπογιά.
Δεν έκανα ακόμα παρέα με τις τραβεστί, αλλά άρχισα να τις καταλαβαίνω. Τα βασικά δηλαδή. Ότι είχαν δικαίωμα στη ζωή. Ούτε αυτό δεν ήταν αυτονόητο. Άρχισα επίσης να τις θαυμάζω. να θαυμάζω πώς, κόντρα σε όλα, έβγαιναν στην πίστα της Σεχραζάτ και γίνονταν θεές. Να θαυμάζω πώς ακόμα και οι ξεπεσμένες τραβεστί-πόρνες της Σεχραζάτ, οι ιερές πόρνες, έλαμπαν πραγματικά ενώ τις αποθέωναν οι πιστοί τους πελάτες.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, γνώρισα μία άλλη τραβεστί, τυχαία, στο σπίτι ενός μεγαλύτερου φίλου. Αυτή μου άνοιξε τα μάτια για τα καλά. Δεν ήσαν όλες οι τραβεστί ξεπεσμένες, λοιπόν, δεν ήσαν όλες κατατρεγμένα, πεταμένα αγόρια από την επαρχία. Αυτή είχε διαλέξει το μοναχικό δρόμο της τραβεστί. Αυτή είχε επιλέξει να αντιμετωπίζει την κατινιά, το ρατσισμό και την αποστροφή των ανθρώπων με αντάλλαγμα τη λατρεία, την κρυμμένη αλλά απεριόριστη, μέχρι τρέλας, επιθυμία, τον ανέκφραστο πόθο των ανδρών. Ήξερε τί έκανε. Και της άρεσε πραγματικά. Και έλαμπε ακόμα περισσότερο από αυτές που είχα γνωρίσει στη Θεσσαλονίκη. Αν και ήταν πιο τρομακτική, πιο απειλητική, πιο αληθινή.
Έζησα, σαν ξενέρωτος παρατηρητής ομολογουμένως, όλο αυτό το υπέροχο θέατρο, γνωρίζοντας κι άλλες με την πάροδο των ετών. Όλες ήσαν θεές. Ακόμη και μία άσχημη, μεσόκοπη, που είδα ένα πρωί σε ένα ψιλικατζίδικο του Νέου Κόσμου, με μπικουτί στα μαλλιά, ντυμένη με μια ρόμπα καπιτονέ, άβαφη, να ψωνίζει φουρκέτες, μου φάνηκε σαν την Άννα Μανιάνι, λίγο γερασμένη, αλλά πάντα Μάμα Ρόμα. Της υποκλίθηκα.
Είδα και κατινιές, και μαλλιοτραβήγματα, και προδοσίες, και μικροκακίες, και τσιγκουνιές, και μωροφιλοδοξίες. Όλο το φάσμα από τη Μάμα Ρόμα ώς τη Μπλανς, αλλά πάντα περίτεχνο, πάντα στολισμένο, πάντα να φέρει τη συναίσθηση του μαγνητισμού των βλεμμάτων.
Η Πάολα, είπαμε, δεν μπορεί σε καμιά κατηγορία να ενταχθεί. A league of her own. Ένας θεός.
Έτυχε να της μιλήσω σε ένα καφέ στην πλατεία Εξαρχείων. Έμενε εκεί κοντά και έβγαζε συχνά βόλτα στην πλατεία ένα υπέροχο μαύρο σκυλάκι. Την Πάολα δεν τη φοβήθηκα. Ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από τις άλλες. Είχε πράγματα να σου πει, πράγματα να σε διδάξει. Και η μορφή της δεν πρόδιδε ούτε την εμμονή του glamour που πιθανώς με είχε τρομάξει κάποτε, ούτε το θεατρινισμό που κάποιους απωθεί.
Η Πάολα δεν έβλεπε διαχωριστικές γραμμές μεταξύ gay, τραβεστί, τρανσέξουαλ, λεσβιών… Δεν υπήρχε τότε gay κίνημα όπως το μάθαμε αργότερα. Υπήρχε το υπόγειο της Ζαλόγγου, το πρώτο ΑΚΟΕ, οι εξ Αμερικής σωτήρες που μόνο η Πάολα είδε τί ντενεκέδες ξεγάνωτοι ήσαν, όλοι οι άλλοι είχαμε θαμπωθεί από την πλαστική ομορφιά του γυμναστηρίου, τόσο σπάνια τότε…
Ούτε ήξεραν της Πάολας οι αγώνες περιορισμούς φύλου. ταυτότητας, γένους, κατεύθυνσης. Δεν υπήρξε ποτέ τζάμπα μάγκας. Αυθεντική αντιεξουσιάστρια, σε μια κατάληψη του Χημείου, όπου συζητούσαμε τί να κάνουμε ενώ οι μπάτσοι εκτόξευαν δακρυγόνα, βγήκε ένα από αυτά τα αγόρια που εγώ αποκαλούσα αναρχίδια, γιατί το παίζανε από μόδα αναρχικοί, με πλατινένια σκουλαρίκια, και χωρίς αρχίδια, βγήκε λοιπόν ένα από αυτά να … καταθέσει τις προτάσεις του στη συνέλευση. Πρόεδρος της συνελεύσεως, ένας βασιλιάς, που λέει και η Πλάτωνος.
Η Πάολα δεν τον άφησε. «Δεν ανέχομαι εσύ που με βλέπεις στα Εξάρχεια και με βρίζεις αγριοπουστάρα να είσαι εδώ και να μας λες τί να κάνουμε» του είπε. Και καταλάβαμε. Κάποιοι πέσαμε πάνω του. Τον κατεβάσαμε από το βήμα. Άλλοι έκραξαν την Πάολα. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Δεν πίστευα ότι είχα διαδηλώσει παρέα με κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν πίστευα ότι είχα πιστέψει πως είχαμε κάτι κοινό, ενώ ήταν καταφανές πως δεν είχαμε τίποτα.
Η αλήθεια είναι ότι η θεά δεν μάσησε. Και η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι την υποστήριξαν. Αλλά όχι όλοι. Όχι όλοι. Ακόμα και σε αυτόν τον χώρο, τον λεγόμενο αντιεξουσιαστικό, η εξουσία της δεδομένης αποδοχής είχε κερδίσει κάποιο έδαφος. Τα παιδιά αυτά μπορεί να έπαιζαν ξύλο με τους μπάτσους για το χαβαλέ, αλλά ήταν προφανές ότι δεν θα έβγαιναν στο πεζοδρόμιο για να στηρίξουν το δεδομένο δικαίωμα της τραβεστί στη ζωή.
Αντίθετα, η Πάολα υποστήριζε και τα δικά τους ακόμα δικαιώματα, των διωκτών της. Σε κάθε ευκαιρία.
Περήφανη έβγαζε το περιοδικό της, Το Κράξιμο, και το πουλούσε η ίδια στους μικροαστούς του σταθμού του ηλεκτρικού της Ομόνοιας, διαλαλώντας «το κράξιμο, περιοδικό για τη σεξουαλική σας απελευθέρωση» στον ίδιο ακριβώς τόνο που τα τρομαγμένα κνιτάκια παραδίπλα φώναζαν «ο οδηγητής, όργανο της κομμουνιστικής νεολαίας ελλάδας». Πιστεύω πως τη διασκέδαζαν κι εκείνη οι αντιδράσεις των κυριούληδων και των κνιτών όσο διασκέδαζαν και εμένα.
Η σεξουαλική απελευθέρωση της Πάολας είναι παροιμιώδης. Θυμάμαι μία σημείωση – αγγελία στο περιοδικό της που προσκαλούσε όσα αγοράκια διέθεταν μπάρες να την επισκεφτούν, κάθε Πέμπτη, αν θυμάμαι καλά, στο διαμέρισμά της, για έρωτα. Τούτες ας μην ενοχλήσουν. Έδωσε καινούριο νόημα στο open house των μεγαλοαστών κυριών!
Κάποια στιγμή ήρθαν τα ποιήματα. Οι φωτογραφίες, συγκλονιστικές, είχαν προϋπάρξει. Γυμνών νέων που καμιά σχέση δεν είχαν με τα πλαστικά μοντέλα, βγαίνανε στο Κράξιμο, μετά και σε κάτι αυτόνομα λευκώματα, και μας υποψίαζαν, όλους τους αντιοχείς, για την υποφώσκουσα ευαισθησία.
Τα ποιήματα, όμως, είναι σπαρακτικά. Θυμάμαι αυτό που δανείστηκα στον τίτλο ετούτου εδώ του κειμένου. Η ποιήτρια απευθυνόταν σε ένα αγόρι, που σαφώς είχες την αίσθηση ότι δεν είχε για εκείνην ερωτικό ενδιαφέρον, αλλά εκείνη δεν την ένοιαζε. Ήθελε να του δείξει τη νύχτα, που την ήξερε καλά, να τον διασκεδάσει, να πληρώσει ακόμα και τις γυναίκες με τις οποίες το αγόρι θα συνευρισκόταν. «Θα πληρώσω εγώ για σένα» – είμαι βέβαιος για αυτόν το στίχο, αν και, επίτηδες, είπα να γράψω για την Πάολα χωρίς να ανατρέξω σε κανένα βιβλίο, σε καμία οδό Πανός, σε κανένα Κράξιμο. Να δω και πόσα είναι τα σημαντικά που θυμάμαι από το παρελθόν που με καθόρισε.
Τώρα λοιπόν η Πάολα είχα την τιμή να διαβάσει τις δυο γραμμές που έγραψα για αυτήν. Και με έκανε να θυμηθώ και τόσα ακόμη. Να την ψάξω στο διαδίκτυο και να βρω ότι ακόμη και σήμερα, μετά από τόσους αγώνες, τόση ομορφιά, τόσο δόσιμο, την κατατρέχουν. Όχι οι απέξω ρατσιστές. Οι απομέσα. Όταν πρωτοάκουσα για το Σύνδεσμο Αλληλεγγύης Τραβεστί και Τρανσέξουαλ, δεν χρειαζόταν να ψάξω – ήξερα ότι σαφώς θα είναι έργο της Πάολας. Τώρα βλέπω ότι και από κει πάνε να την εξοστρακίσουν.
Τί έχει λοιπόν η Πάολα που κάνει τους ανθρώπους να την καταδιώκουν;
Μα, είναι ο θεός. Και οι πολλές μικρές θεές δεν μπορεί αυτό να το αντέξουν.
Να είσαι καλά, Πάολα!
Credits φωτογραφιών: (c) Paola, http://www.geocities.com/kraximo/index.htm