Συμβαίνει συχνά: διαβάζοντας ἕνα ποίημα διακρίνει κανεὶς ἀμασκάρευτες φράσεις, ἢ καὶ ἐκτενέστερα ἀποσπάσματα, ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἄλλα λογοτεχνικὰ ἔργα (συνήθως, ἀλλὰ ὄχι ἀπαραιτήτως, ἔργα ἄλλων ποιητῶν ποὺ ἐκτιμᾶ ὁ ποιητής). Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ διακειμενικὲς σχέσεις δὲν εἶναι καινούριες: ὑπῆρχαν καὶ λειτουργοῦσαν πολὺ πρὶν ἐπινοηθεῖ ὁ ὅρος “διακειμενικότητα” καὶ πολὺ πρὶν ὁ Μπλοὺμ ἐπιχειρήσει νὰ ἐξηγήσει κάποιες ἐκφάνσεις τοῦ φαινομένου μιλώντας γιὰ τὴν ἀγωνία τῆς ἐπίδρασης: οἱ ἀρχαῖοι λυρικοὶ παραπέμπουν, γιὰ παράδειγμα, διακειμενικὰ στὸν Ὅμηρο, ὁ Παῦλος Σιλεντάριος στὴ Σαπφώ, ὁ Καβάφης στὸν Πλούταρχο, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἡ Κάρσον ἀναφέρεται στὸν Κάτουλλο καὶ ἡ Λώρη Ἄντερσον ἀπηχεῖ τὸν Μέλβιλλ.
Στὶς μέρες μας, οἱ διακειμενικὲς ἀναφορὲς εἶναι ἴσως συχνότερες παρὰ ποτέ. Καμμιὰ φορὰ φτάνουν νὰ θεωρηθοῦν λογοκλοπές, ἐνῶ ἀπὸ κάποιους ἀπορρίπτονται συλλήβδην ὡς ἐξυπνακίστικα καμώματα. Κατὰ τὴ γνώμη μου, δὲν εἶναι πάντα ἄδικος οὔτε ὁ ψόγος τῆς λογοκλοπῆς οὔτε ὁ ἀκόμη βαρύτερος, τῆς εὔκολης ἐξυπνάδας. Τὸ πρόβλημα μὲ τὶς διακειμενικὲς ἀναφορὲς εἶναι ὅτι λειτουργοῦν ποιητικὰ τότε μόνο, ὅταν δὲν εἶναι ἀπαραίτητες – ὅταν, δηλαδή, τὸ ποίημα στέκει ἀκόμη καὶ χωρὶς τὶς διακειμενικὲς ἀναφορές, τὸ ποίημα λειτουργεῖ ἀκόμη καὶ ἂν ὁ ἀναγνώστης δὲν ἀναγνωρίζει τὶς πηγές, τὸ ποίημα ἀξίζει, μὲ λίγα λόγια, ἀπὸ μόνο του˙ ἀλλὰ ἂν κανεὶς τύχει νὰ ἀναγνωρίσει τὶς διακειμενικὲς ἀναφορὲς καὶ ἀνατρέξει στὶς πηγὲς τοῦ ποιήματος τότε προστίθεται ἔνα ἀκόμη ἐπίπεδο νοήματος καὶ ὁ διάλογος τοῦ ποιήματος μὲ ἄλλα λογοτεχνικὰ ἔργα στὰ ὁποῖα ἀναφέρεται ἢ τὰ ὁποῖα ἀπηχεῖ ἀποκαλύπτει μιὰν ἀκόμη ἑρμηνευτικὴ ἐκδοχή, μιὰν ἀκόμη ποιητικὴ δυνατότητα. Ὁ ἀδαής, ἂς ποῦμε, ἀναγνώστης δὲν ζημιώνεται οὐσιωδῶς ἀπὸ τὴν ἄγνοια τῶν διακειμενικῶν σχέσεων, ὁ ἀναγνώστης ὅμως ποὺ ἀναγνωρίζει καὶ μελετᾶ αὐτὲς τὶς σχέσεις κερδίζει κάτι ἐπιπλέον. Ὁ ποιητὴς μπορεῖ μόνο νὰ ἐλπίζει ὅτι θὰ βρεθοῦν ἀναγνῶστες ποὺ θὰ ἀναγνωρίσουν καὶ θὰ ἀξιοποιήσουν αὐτὴ τὴ διακειμενικότητα, ἀλλὰ δὲν ἀξιώνει, οὔτε ἐπιβάλλει, προτοῦ διαβάσουν τὸ ἔργο του, οἱ ἀναγνῶστες νὰ ἔχουν μελετήσει τὴν παγκόσμια γραμματεία. Ἡ διακειμενικότητα μετατρέπεται σὲ ἕνα πρόσθετο ὅπλο τοῦ ποιητῆ, δὲν χρησιμεύει ἁπλῶς ὼς δεκανίκι ἀτάλαντου ποὺ ἀγωνιᾶ νὰ τὸν ἀποδεχθοῦν καὶ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν οἱ (μᾶλλον ἐξίσου ἀτάλαντοι) ὁμότεχνοι.
Τὰ ποιήματα ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ διακειμενικότητά τους καὶ προϋποθέτουν τὴν εὐρυμάθεια τοῦ ἀναγνώστη (ἢ ἐνίοτε καὶ τηλεπαθητικὲς ἱκανότητες, διότι καμμιὰ φορὰ ὁ μόνος τρόπος νὰ ἀνακαλυφθεῖ ἡ διακειμενικὴ ἀναφορὰ εἶναι νὰ διαβάσει κανεὶς τὸν νοῦ τοῦ ποιητῆ) ἀποκαλύπτουν ἀσφαλῶς πολλὰ γιὰ τὶς ἀναγνωστικὲς συνήθειες τοῦ ποιητῆ ἢ γιὰ τὴν ἀνάγκη του νὰ τὸν θαυμάζουν ὡς ἄνθρωπο τῶν γραμμάτων, δυστυχῶς ὅμως ἀποκαλύπτουν ἐπίσης καὶ τὴν ποιητική του ἀποτυχία. Ἐξάλλου, τὴν ἐποχὴ τοῦ google (συμπεριλαμβανομένων τῶν google books) καὶ τῆς wikipedia, εἶναι προφανέστερο παρὰ ποτὲ ὅτι ἡ ἐπίδειξη μιᾶς φαινομενικῆς εὐρυμάθειας δὲν δηλώνει οὔτε κἂν γνώση, πόσο μᾶλλον εὐαισθησία, ἔφεση γιὰ γράμματα ἢ ποιητικὸ ταλέντο.
[πρωτοδημοσιεύτηκε στὴ bibliothèque]