δυὸ λόγια γιὰ τὴ banalité τῆς σύγχρονης ποίησής μας

Ξαναδιαβάζοντας ἕνα βιβλίο τῆς ἀγαπημένης Σούζαν Σόνταγκ, ἔπεσα σὲ ἕνα σύντομο ἄρθρο της γιὰ τὸν κινηματογράφο, τὸ ὁποῖο μοῦ φάνηκε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ μιλάει γιὰ τὴν κατάσταση τῆς ποίησης στὴ χώρα μας σήμερα. Τὸ ἄρθρο τῆς Σόνταγκ πρωτοδημοσιεύθηκε τὸ 1995, μὲ τίτλο «Ἕνας Αἰώνας Κινηματογράφος» καὶ περιλήφθηκε στὸ βιβλίο της Where the Stress Falls τὸ 2001. Παραθέτω, σὲ δική μου πρόχειρη μετάφραση, τὸ ἐπίμαχο ἀπόσπασμα τῆς Σόνταγκ:

Ἐπὶ περίπου δεκαπέντε χρόνια παρακολουθήσαμε ἄφθονα κινηματογραφικὰ ἀριστουργήματα καὶ ἐπιτρέψαμε στοὺς ἑαυτούς μας νὰ πιστέψουν ὅτι ἔτσι θὰ συνεχίζονταν τὰ πράγματα  γιὰ πάντα. Ὁμολογουμένως, πάντα ὑπῆρχε σύγκρουση ἀνάμεσα στὸν κινηματογράφο ὡς βιομηχανία καὶ  τὸν κινηματογράφο ὡς τέχνη, ἀνάμεσα στὸν κινηματογράφο ὡς ρουτίνα καὶ τὸν κινηματογράφο ὡς πείραμα. Ἀλλὰ ἡ σύγκρουση δὲν ἦταν τέτοια ὥστε νὰ καθιστᾶ ἀδύνατη τὴ δημιουργία ἐξαίσιων ταινιῶν, σύμφωνων ἢ μὴ μὲ τὶς κρατοῦσες τάσεις. Πλέον ἡ ἰσορροπία ἔχει ἀνατραπεῖ, πρὸς ὄφελος τοῦ κινηματογράφου ὡς βιομηχανίας. Ὁ σπουδαῖος κινηματογράφος τῶν δεκαετιῶν τοῦ ἑξήντα καὶ τοῦ ἑβδομήντα ἔχει ὁλοσχερῶς ἐξοστρακισθεῖ. Ἤδη ἀπὸ τὸ 1970 τὸ Χόλλυγουντ ἔκλεβε καὶ μετέτρεπε σὲ κοινὸ τόπο τὶς καινοτομίες στὴν ἀφηγηματικὴ τεχνικὴ καὶ στὸ μοντὰζ γιὰ τὶς ὁποῖες ἦσαν ὑπεύθυνες οἱ ἐπιτυχημένες νέες  εὐρωπαϊκὲς καὶ οἱ πάντα περιθωριακὲς ἀνεξάρτητες ἀμερικάνικες ταινίες.

 

Προσωπικά, δὲν γνωρίζω σχεδὸν τίποτα γιὰ τὸν κινηματογράφο, ἑπομένως δὲν μπορῶ νὰ ἀξιολογήσω τὴν ἄποψη τῆς Σόνταγκ γιὰ τὴν ἐξέλιξή του στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα. Μπορῶ, ὅμως, νὰ διακρίνω προφανέστατες ἀναλογίες μεταξὺ τῆς μοίρας τοῦ κινηματογράφου ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τὴν σπουδαία διανοούμενη καὶ τῆς μοίρας τῆς νεοελληνικῆς ποίησης ὅπως τὴν παρακολουθῶ καὶ τὴν βιώνω ὁ ἴδιος.

 

Διότι πράγματι, κοιτώντας πίσω, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ βρεῖ κανεὶς παραδείγματα σπουδαίων νεοελληνικῶν ποιητικῶν ἔργων ποὺ δημοσιεύθηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα. Ὅπως ἐπίσης μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ ποιητικὰ ἔργα δημοσιευμένα τὸν εἰκοστὸ αἰώνα, τὰ ὁποῖα προφανῶς πειραματίστηκαν σὲ πολλὰ ἐπίπεδα καὶ ἐπιχείρησαν νὰ ἐπαναδιατυπώσουν τὰ ποιητικὰ αἰτήματα μὲ τρόπους ποὺ δὲν ἦσαν ἤδη γνώριμοι καὶ ἀποδεκτοί (καὶ κάποιοι ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν ἔγιναν, βέβαια, ποτὲ ἀποδεκτοί). Ἐντελῶς ἐνδεικτικά, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἀναξιολογικά, θὰ μποροῦσα νὰ ἀναφέρω σὲ αὐτὴ τὴν τελευταία κατηγορία τῶν, ἂς ποῦμε, ἀνανεωτῶν ἢ ἀνατροπέων, τὸν Παπατσώνη, τὸν Ἐγγονόπουλο, τὸν Φωκᾶ, τὸν Κατσαρό, τὸν Κακναβάτο, τὴ Βακαλό, τὸν Χειμωνᾶ, τὸν Ὀσύρο. Παρατηρῶ, ὅμως, ὅτι ἤδη ἀπὸ τὴν τελευταία εἰκοσαετία τοῦ προηγούμενου αἰώνα, ἐλάχιστοι πειραματισμοὶ καὶ ἀκόμη λιγότερες ἀνατροπὲς φαίνεται νὰ ὑπάρχουν: ἀντ᾽ αὐτῶν, διαβάζει κανεὶς κυρίως ποίηση ποὺ θὰ τὴν ὀνόμαζα διεκπεραιωτική, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ ἡ Σόνταγκ μιλοῦσε γιὰ κινηματογράφο ρουτίνας: ἡ τεχνικὴ μπορεῖ νὰ εἶναι καλὴ ἢ ἀκόμη καὶ ἄψογη, ἡ θεματολογία προσεκτικὰ ἐπιλεγμένη, τὸ τελικὸ προϊὸν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα καλὸ ἣ πολὺ καλὸ ποίημα, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα τέτοια καλὰ ποιήματα, μὲ τὴν ἴδια τεχνική, μὲ τὴν ἴδια χρήση τῆς γλώσσας, μὲ τὴν ἴδια θεματολογία καὶ μὲ τὴν ἴδια προσέγγιση ἔχουμε ξαναδεῖ καὶ μάλιστα πολλές, πάρα πολλὲς φορές, τόσες ὥστε προσωπικὰ συχνὰ ἀναρωτιέμαι γιὰ ποιό λόγο χρειαζόταν νὰ (ξανα)γραφεῖ ἕνα κατὰ τὰ ἄλλα καλὸ ποίημα ποὺ μπορεῖ νὰ διαβάζω.

 

Δὲν ἰσχυρίζομαι ὅτι θὰ ἔπρεπε ἀπαραιτήτως ἕνας ποιητὴς νὰ ἐπιδιώκει νὰ «make it new», οὔτε ὅτι ἡ ρήξη, ἡ ἀνατροπὴ, ἢ ἔστω ἡ ἀνανέωση εἶναι ἐπαρκής, ἢ ἀκόμη καὶ ἀναγκαία, συνθήκη γιὰ τὴν ποίηση. Φρονῶ, ἐντούτοις, ὅτι ἡ ἀπουσία κάθε ἀπόπειρας ἀνανέωσης στὴν νεοελληνικὴ ποίηση ἐπὶ δεκαετίες ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα πρόβλημα, εἰδικὰ ἐφόσον οἱ νεότεροι ποιητὲς τῆς ἐγχώριας γραμματείας μας φαίνεται ὅτι συνειδητὰ σχεδιάζουν καὶ συνθέτουν ποίηση διεκπεραιωτική, δηλαδὴ ποίηση προγραμματικὰ συμμορφωμένη μὲ τοὺς κανόνες ποὺ φαίνεται ὅτι διέπουν τὴν ποιητικὴ πρακτικὴ τῶν τελευταίων δεκαετιῶν σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Οἱ καινοτομίες στὴν ποίηση τοῦ περασμένου αἰώνα, οἱ ρήξεις μὲ τὴν προηγούμενη παράδοση, ἐνσωματωμένες πλέον στὴν σύγχρονη ποιητικὴ παράδοση, μοιραῖα συναπαρτίζουν καὶ προσμετρῶνται στὴ νέα ποιητικὴ «ὀρθοδοξία», στὸν κοινὸ τόπο, ἡ συμμόρφωση πρὸς τὸν ὁποῖο ἀποτελεῖ εἰσιτήριο γιὰ τὴν πρόσβαση στὴν «λέσχη» τῶν ποιητῶν.

 

Δὲν μπορεῖ, βεβαίως, νὰ θεωρεῖται πρόοδος ἢ ἐξέλιξη στὴν τέχνη τῆς ποίησης αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔχει ἐκφυλισθεῖ σὲ κοινὸ τόπο τῆς ἐγχώριας ποιητικῆς παραγωγῆς ἐδῶ καὶ τριάντα, σαράντα ἢ ἑξήντα χρόνια˙ οὔτε βεβαίως οἱ τάσεις πού, γιὰ παράδειγμα, ἀποτέλεσαν πρωτοπορία στὴν ἀμερικάνικη ποιητικὴ παραγωγὴ τῆς δεκαετίας τοῦ ἑβδομήντα ἢ τοῦ ὀγδόντα μπορεῖ νὰ θεωροῦνται (ἢ νὰ σερβίρονται ὡς) σύγχρονες στοὺς ἰθαγενεῖς καταναλωτὲς τῆς ποίησης. Ἀλλὰ τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι κἂν αὐτό˙  τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι πραγματικὰ δὲν ἐνδιαφέρει τὴν συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν σύγχρονων ποιητῶν νὰ πειραματισθοῦν μὲ τὶς συμβάσεις τῆς τέχνης «τους», νὰ τὶς ἀνανεώσουν ἢ νὰ τὶς ἀνατρέψουν. Αὐτὸ ποὺ τοὺς ἐνδιαφέρει εἶναι ἀπλῶς ἡ ἐπιτυχὴς ἔνταξή τους στὸν κανόνα, σκοπός τους εἶναι ἀκριβῶς ὅλη αὐτὴ ἡ banalité τῆς ἀναπαραγωγικῆς, διεκπεραιωτικῆς, τραγικὰ συντηρητικῆς συμμόρφωσης πρὸς τὶς κρατοῦσες συμβάσεις.

 

Καὶ δυστυχῶς, ἂν καὶ πρόκειται ὁμολογουμένως γιὰ ἀπίστευτα φιλόδοξα πλάσματα, ἡ φιλοδοξία τους περιορίζεται, κατὰ τρόπο ὀξύμωρο, στὸ ἐλάχιστο: τὴ συμβατικὴ ἀποδοχή. Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, ἀναπόφευκτα ἡ ποίηση δὲν προχωρεῖ καὶ δὲν ἐξελίσσεται, ἁπλῶς συντηρεῖται μέσα στὴ φορμόλη ποὺ παρασκευάζουν οἱ κλειδοκράτορες τῆς «λέσχης» γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ἐπιβίωσή τους.

 

[πρωτοδημοσιεύθηκε στὴ bibliothèque]

Σχόλια

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Εἰκόνα Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Twitter. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...

Αὐτὸς ὁ ἱστότοπος χρησιμοποιεῖ τὸ Akismet γιὰ νὰ μειώσει τὰ ἀνεπιθύμητα μηνύματα. Μάθετε τί συμβαίνει μὲ τὰ δεδομένα τῶν σχολίων σας.