Πολλά, πάρα πολλὰ ποιήματα γράφονται καὶ ἐκδίδονται. Σὲ ἱστολόγια καὶ προσωπικὲς ἱστοσελίδες, σὲ συλλογικὲς (ἢ ἔστω συλλογικότερες) ἱστοσελίδες, σὲ λογοτεχνικὰ καὶ παραλογοτεχνικὰ περιοδικά, καὶ φυσικὰ σὲ βιβλία: τυπώνονται περισσότερα ποιητικὰ βιβλία παρὰ ποτέ, διπλάσια σχεδὸν ἀπὸ ὅσα ἐκδίδονταν πρὶν ἀπὸ δέκα χρόνια, καὶ ὑπερδεκαπλάσια ὅσων ἐκδίδονταν πρὶν ἀπὸ τριάντα χρόνια, σύμφωνα μὲ τὰ στοιχεῖα τοῦ biblionet.
Τὶς αἰτίες αὐτῆς τῆς ἐντυπωσιακῆς ἄνθισης τῆς ποίησης στὴ νεοελληνικὴ γραμματεία δὲν ἔχω πρόθεση νὰ τὶς συζητήσω – ὁ καθένας μπορεῖ νὰ κάνει τὶς δικές του ὑποθέσεις. Αὐτὸ ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει καὶ ποὺ θέλω νὰ σχολιάσω ἐδῶ εἶναι μᾶλλον οἱ συνέπειες τῆς ἀνθοφορίας.
Ἔκανα τὸ ἑξῆς πείραμα: ἐξέτασα τὸν κατάλογο τῶν ποιητικῶν βιβλίων ποὺ ἐκδόθηκαν πρὶν ἀπὸ τριάντα χρόνια, ὅταν δηλαδὴ ἤμουν εἰκοσαετὴς καὶ σχετικῶς ἀθῶος, καὶ σημείωσα τί ποσοστὸ ἀπὸ αὐτὰ εἶχα διαβάσει τότε καὶ μπορῶ ἀκόμη νὰ θυμηθῶ, ἔστω μέσες ἄκρες, τὸ περιεχόμενό τους. Τὸ ἀποτέλεσμα μὲ ξάφνιασε: 48%, ποὺ εἶναι, πάντως, λιγότερα ἀπὸ σαράντα βιβλία. Στὴ συνέχεια ἐπανέλαβα τὸ πείραμα μὲ ποιητικὰ βιβλία ποὺ ἐκδόθηκαν πρὶν δέκα χρόνια˙ τὸ ἀποτέλεσμα γιὰ τὸ ἔτος 2007 ἦταν ἕνα μίζερο 5%, καὶ σὲ ἀπόλυτο ἀριθμὸ 21 μόλις βιβλία.
Φυσικά, αὐτὰ εἶναι στοιχεῖα μιᾶς προσωπικῆς στατιστικῆς, ἐπηρεασμένα σαφῶς καὶ ἀπὸ τὶς δυνατότητες τῆς ἐπιλεκτικῆς μου μνήμης καὶ ἀπὸ τὶς διακυμάνσεις στὴν ἀναγνωστικὴ ἐνασχόλησή μου μὲ τὴν ποίηση καὶ ἀπὸ τὸ προσωπικό μου ποιητικὸ γοῦστο καὶ ἀπὸ ἀστάθμητους παράγοντες τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς. Ἐντούτοις, μοῦ φαίνεται ὅτι ὅσο καλὴ θέληση κι ἂν ἔχει κανείς, ὅσο ἐπιεικὲς καὶ ἀσύδοτο κι ἂν εἶναι τὸ ποιητικὸ γοῦστο του, ὅσο πολὺ χρόνο καὶ χρῆμα κι ἂν ἔχει στὴ διάθεσή του, παραμένει ἐξαιρετικὰ δύσκολο νὰ μπορέσει νὰ παρακολουθήσει μὲ συνέπεια καὶ μὲ ἀξιώσεις ἀφομοίωσης τὴ σύγχρονη ποιητικὴ παραγωγή, καθὼς μιλᾶμε γιὰ σχεδὸν δύο βιβλία τὴν ἡμέρα!
Ἑπομένως, εὔκολα ἐξηγεῖται τὸ γεγονὸς τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ βιβλία ἐκδίδονται χωρὶς νὰ διαβάζονται, ἢ χωρὶς νὰ διαβάζονται ὅσο θὰ μποροῦσαν καὶ ἀπὸ ὅσους θὰ μποροῦσαν. Ἐξηγεῖται ἐπίσης τὸ ὅτι οἱ παρουσιάσεις καὶ οἰ κριτικὲς ποιητικῶν βιβλίων εἶναι κατὰ κανόνα σύντομες, γενικόλογες καὶ ἀσαφεῖς: προφανῶς, οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὶς γράφουν κατ᾽ ἐπάγγελμα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχουν τὸ χρόνο νὰ διαβάσουν οὔτε κἂν τὰ (λίγα, συγκριτικῶς) βιβλία ποίησης περὶ τῶν ὁποίων γράφουν. Ἐξηγεῖται, τέλος, καὶ ἡ φρενίτιδα μὲ τὴν ὁποία κάποιοι ποιητὲς ἐπιδίδονται σὲ δημόσιες σχέσεις κολακείας καὶ ὑποταγῆς: ἀπὸ μόνο του δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ξεχωρίσει τὸ βιβλίο τους ἀνάμεσα σὲ τόσες ἑκατοντάδες, χρειάζεται, προφανῶς, νὰ τὸ “τρέξουν”.
Αὐτὸ ποὺ προσωπικὰ δυσκολεύομαι νὰ ἐξηγήσω, ἴσως ἐπειδὴ ἀποτελεῖ καὶ δική μου ἰδιοτροπία, εἶναι ἡ στάση τῶν ὑπολοίπων, τῆς πλειονότητας δηλαδὴ τῶν ἐκδιδόμενων ποιητῶν, τῶν ἑξακοσίων περίπου ποιητῶν ἐτησίως ποὺ δὲν φαίνεται νὰ θέλουν ἢ νὰ μποροῦν νὰ “τρέξουν” τὰ βιβλία τους, βιβλία ποὺ μὲ πολὺ κόπο (καὶ συχνότατα μὲ ἔξοδα ποὺ εἶναι, ὁπωσδήποτε, σημαντικὰ ἐν μέσῳ τῆς κρίσης) καταφέρνουν νὰ ἐκδώσουν καὶ ἐπιμένουν νὰ ἐκδίδουν, ἂν καὶ γνωρίζουν ὅτι δὲν πρόκειται νὰ διαβασθοῦν παρὰ ἀπὸ ἐλάχιστους φίλους τους, οἱ ὁποῖοι θὰ μποροῦσαν προφανῶς νὰ τὰ διαβάσουν καὶ ἀπὸ τὸ χειρόγραφο.
Μοῦ θυμίζουν τοὺς εὔζωνες αὐτοὶ οἱ ποιητές, εἰδικὰ ἂν εἶναι νέοι, ὡραῖοι, εὐσταλεῖς καὶ παραχαϊδεμένοι. Τοὺς φαντάρους δηλαδὴ τῆς Προεδρικῆς Φρουρᾶς, πού, πρωὶ καὶ βράδυ, κάθε Κυριακή, κάθε ἑορτή, κάθε ἐπίσημην ἡμέρα, σκαρφαλώνουν στὸν ἱερὸ βράχο τῆς Ἁκρόπολης καὶ μὲ συνοδεία ζωντανῆς μουσικῆς ἀνεβάζουν, χωρὶς θεατές, τὴν παράσταση τῆς ἔπαρσης καὶ τῆς ὑποστολῆς τῆς σημαίας˙ καθὼς τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ Ἀκρόπολη εἶναι κλειστὴ γιὰ τὸ κοινό, μόνον οἱ ἴδιοι οἱ εὔζωνες μποροῦν νὰ θαυμάσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον˙ μόνο ποὺ γι᾽ αὐτούς, πρόκειται ἁπλῶς γιὰ μιὰ ἀγγαρεία˙ αὐτοὶ ποὺ ἴσως θὰ ἀπολάμβαναν τὴν τελετὴ δὲν ἔχουν, καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀποκτήσουν, πρόσβαση στὴν (ἀμφίβολης, οὕτως ἢ ἄλλως, αἰσθητικῆς) ἰδιωτικὴ αὐτὴ φαντασμαγορία.
[πρωτοδημοσιεύθηκε στὴ bibliothèque]