Θυμᾶμαι πρὸ δεκαετιῶν, ὅταν πήγαινα ἀκόμα σχολεῖο, στὸ μάθημα τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας μᾶς ἀνέθεταν πολλὲς φορὲς νὰ ἐντοπίσουμε καὶ νὰ ἀναλύσουμε τὰ “καλολογικὰ στοιχεῖα” ἤ, ἂν ἡ καθηγήτρια ἦταν κάπως πιὸ μοντέρνα, τὰ “σχήματα λόγου” στὰ ποιήματα ποὺ συμπεριλαμβάνονταν στὴ διδακτέα ὕλη. Χρήσιμη ἄσκηση, ἂν καὶ συχνὰ στείρα, καθὼς σχεδὸν ποτὲ δὲν προχωροῦσε ἡ ἀναζήτηση, σχεδὸν ποτὲ δὲν ἀναρωτιόμασταν ἂν λειτουργεῖ, καὶ πῶς λειτουργεῖ, μέσα στὸ ποίημα τὸ κάθε σχῆμα λόγου ποὺ μὲ εὐσυνειδησία οἰ λεγόμενοι καλοὶ μαθητὲς ἐντοπίζαμε.
Ἡ ποίηση πάντα χρησιμοποιοῦσε καὶ συνεχίζει νὰ χρησιμοποιεῖ σχήματα λόγου – μεταφορὲς κυρίως, καὶ μετωνυμίες. Ἑνίοτε μὲ μεγάλη ἐπιτυχία, ὅπως σὲ κάποια ποιήματα τοῦ John Donne, ὅπου ὁλόκληρο τὸ ποίημα δομεῖται πάνω σὲ μιὰ μεταφορὰ ποὺ ἀναπτύσσεται κλιμακωτά, καὶ μὲ ἔκπληξη ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι κάθε νέα πτυχή της προστίθεται ἁρμονικὰ στὸ ὅλον ἀποκαλύπτοντας ἀπὸ στίχο σὲ στίχο νέες ὁμοιότητες, πρωτοφανεῖς ἀλλὰ ἀπολύτως ἀναγνωρίσιμες, ἀνάμεσα στοὺς δύο ὅρους τῆς μεταφορᾶς.
Φαίνεται, ὅμως, πὼς τῶν περισσότερων ποιητῶν οἱ ἀπαιτήσεις σταματοῦν ἐκεῖ ὅπου σταματοῦσαν καὶ οἱ ἀπαιτήσεις κάποιων ἄμουσων φιλολόγων μας στὸ λύκειο: τοὺς ἀρκεῖ ἡ ἁπλὴ παρουσία τοῦ καλολογικοῦ στοιχείου, τοὺς ἐνθουσιάζει ἡ στιγμιαία ἔμπνευση˙ ἡ μεταφορά, ὅσο ἐντυπωσιακὴ κι ἂν εἶναι, ἀφήνεται ἐπὶ ξύλου κρεμάμενη, ὡραία ἀλλὰ ἀδιέξοδη, δηλαδὴ τελικὰ ἀνάρμοστη. Ὑπάρχουν μάλιστα καὶ περιπτώσεις ὅπου ἀμέσως ἀκολουθεῖ ἄλλο, ἀνεξάρτητο τοῦ προηγούμενου, σχῆμα λόγου, καὶ ἀκόμη ἕνα στὸν ἑπόμενο στίχο, κι ἕνα στὸν μεθεπόμενο, ὥστε τὸ ποίημα μετατρέπεται σὲ αὐτάρεσκη ἐπίδειξη καλολογικῆς δεξιοτεχνίας – καὶ πέραν αὐτοῦ, τίποτα.
Ἀρέσουν, ἐντούτοις, αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ ποιήματα. Θαυμάζονται. Βραβεύονται. Καί, μοιραῖα, ἀναπαράγονται ἀπὸ δεκάδες μωροφιλόδοξους ποιητές. Διότι, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Forbidding Mourning τοῦ Donne, ἂς ποῦμε, δὲν ἀπαιτοῦν πολλὰ ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἀπαιτοῦν (καὶ ἐκβιάζουν) μόνο τὸν ἄφωνο θαυμασμό μας γιὰ τὶς ἀλλεπάλληλες καλολογίες τους, τὴν κατάφασή μας ἀπέναντι στὴν προφανὴ δεξιοτεχνία τοῦ δημιουργοῦ τους˙ καὶ τὴν παραίτηση ἀπὸ κάθε ἄλλο αἴτημα. Εὔκολα πράγματα, δηλαδή, ποὺ ἁρμόζουν ἐν τέλει στὴν ἐποχή μας, μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἤδη ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Pound ἀποστρέφεται τὸν σκοτεινὸ ρεμβασμὸ τοῦ ἐσωστρεφοῦς βλέμματος, προκρίνοντας τὴν ταχύτητα καὶ τὴν εὐκολία ἀντὶ τῆς “γλυπτικῆς” τῆς ποίησης.
[πρώτη δημοσίευση στὴ bibliothèque]