Μόνον διὰ τῆς λύπης: τίτλος συνθετικοῦ ποιήματος, δημοσιευμένου τὸ 1976, τοῦ σπουδαίου Βύρωνα Λεοντάρη. Τὸν τίτλο, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ καταληκτικὸ δίστιχο τοῦ ποιήματος ποὺ τὸν περιέχει, δανείσθηκε ὁ Λεοντάρης ἀπὸ μιὰ ἐπιστολὴ ἑνὸς ἐλάσσονος ποιητῆ τῆς δεκαετίας τοῦ 1880, τοῦ Νίκου Καμπᾶ. Ὁ Καμπὰς ἐξέδωσε μιὰ μόνο ποιητικὴ συλλογὴ σὲ ἡλικία 23 ἐτῶν. Δημοσίευσε ἐπίσης κάποια ποιήματα σὲ περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς καὶ ἐν συνεχείᾳ σταμάτησε˙ σώπασε. Ἀφήνοντας, ἐν εἴδει σημειώματος ποιητικῆς αὐτοκτονίας, τὴν ἑξῆς αἰτιολογία σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Παλαμά:
“Μὴν ἐλπίσεις παρ’ ἐμοῦ οὔτε στίχους οὔτε ἄλλο τι. Μόνον διὰ τῆς λύπης εἶμαι εἰσέτι ποιητής. Ὅλοι οἱ ἄλλοι παράγοντες ἐξέλιπον”.
Δὲν γνωρίζουμε ποιοί μπορεῖ νὰ ἦσαν οἱ ἄλλοι παράγοντες διὰ τῶν ὁποίων ὁ Καμπὰς θὰ μποροῦσε νὰ συνεχίσει νὰ εἶναι ποιητής. Στὴν περίπτωση του, ἡ λύπη προφανῶς δὲν ἦταν ἐπαρκής. Στὸ ποίημα τοῦ Λεοντάρη, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, οἱ ἄλλοι παράγοντες παραλείπονται, καὶ στὴ λύπη ἐπιφυλάσσεται πρωτεύων ρόλος, καθὼς τῆς παραχωρεῖται τὸ ἰδιαίτερο βάρος τῆς κατάληξης ἑνὸς μεγάλου ποιήματος. Ἔτσι, στὰ μαγικὰ χέρια τοῦ Λεοντάρη, φαίνεται ἡ λύπη νὰ μὴν εἶναι πιὰ μιὰ ἀνεπαρκὴς συνθήκη γιὰ τὴν δημιουργία τῆς ποίησης, ἀλλὰ νὰ ἀποκτᾶ τὴ σημασία τῆς ἀναγκαίας προϋπόθεσης τῆς ποιητικῆς πράξης. Ἐνῶ ὁ Καμπὰς σταματάει διότι τὸ μόνο ποὺ τοῦ ἔχει μείνει εἶναι ἡ λύπη, ὁ Λεοντάρης μοιάζει, ἀντιθέτως, νὰ ἐπιστρατεύει τὴ λύπη ὥστε νὰ συνεχίσει.
Ἴσως αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῆς ποίησης καὶ τῶν προσπαθειῶν τῶν περισσότερων ἀπὸ ἐμᾶς νὰ γράψουμε κάτι ποὺ νὰ τὴν θυμίζει: ἡ πραγματικὴ ποίηση καταφέρνει νὰ ἀξιοποιήσει τὸ συναίσθημα ποὺ τὴν κινεῖ, τὴ λύπη ἐν προκειμένῳ, ἀπομακρυνόμενη ἀπὸ αὐτὸ τόσο ὥστε νὰ μπορέσει ποιητικὰ νὰ τὸ τιθασεύσει˙ ἡ ersatz ποίηση, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἔχοντας ἄγνοια τῶν ἀπαιτήσεων ἀλλὰ καὶ τῶν περιορισμῶν της, ὑποκύπτει καὶ καταντᾶ συναισθηματολογία. Ὁ Καμπὰς ἐνδεχομένως ἀναγνώρισε τὸν κίνδυνο, διεῖδε τὴν ἀποτυχία, καὶ σώπασε ἐγκαίρως. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ σιωπή του ἦταν τόσο ἄμεμπτα ἠθικὴ ὅσο αἰσθητικὰ καὶ ἠθικὰ ἀπαράδεκτη εἶναι ἡ διάρροια συναισθηματολογίας τῶν ersatz στιχουργημάτων μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς κατακλύζουν οἱ πολλοί.
[πρωτοδημοσιεύτηκε στὴ bibliotheque]