Στὰ χέρια μου ἔχουν πέσει ἑκατοντάδες ποιητικὰ βιβλία τὰ τελευταῖα χρόνια. Δύο ἀπὸ τὰ καλύτερα παραμένουν ἀνέκδοτα, ἀλλὰ γιὰ καλή μου τύχη οἱ συγγραφεῖς τους εἶναι φίλοι μου καὶ ἔτσι μοῦ δόθηκε τὸ προνόμιο νὰ τὰ διαβάσω. Ὑποθέτω, λοιπόν, πὼς ὑπάρχουν καὶ ἄλλα καλὰ ποιητικὰ βιβλία ποὺ δὲν ἔχουν ἐκδοθεῖ καὶ ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ διαψεύσουν τὴν προσωπική μου ἐντύπωσή ὅτι τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς σύγχρονης ἐγχώριας ποιητικῆς παραγωγῆς εἶναι γιὰ τὰ σκουπίδια.
Τὰ δύο αὐτὰ βιβλία παραμένουν ἀνέκδοτα παρὰ τὴν ἐπιθυμία τῶν συγγραφέων τους. Οἱ συγγραφεῖς τους τὰ ὑπέβαλαν σὲ ἐκδοτικοὺς οἴκους ποὺ ἐκτιμοῦσαν καὶ περίμεναν καιρό, πολὺ καιρό, νὰ μάθουν ἂν κατὰ τὴ γνώμη τῶν ἐν λόγῳ ἐκδοτικῶν οἴκων ἄξιζαν νὰ ἐκδοθοῦν. Ἔλαβαν ἀπάντηση ἀπὸ ἕναν ἐκδοτικὸ οἶκο ὁ καθένας – οἱ λοιποὶ δὲν ἀπάντησαν ποτὲ τίποτε, οὔτε κἂν ὅτι ἔχουν λάβει τὰ δακτυλόγραφα, ὑπάρχουν ὅμως ἐνδείξεις ὅτι τὰ ἔλαβαν, καθὼς προσέθεσαν τὶς ἠλεκτρονικὲς διευθύνσεις τῶν συγγραφέων στὶς λίστες τους ὥστε νὰ τοὺς ἀποστέλλουν μαζικὰ ἠλεκτρονικὰ μηνύματα στὰ ὁποῖα διαφημίζουν τὶς νέες τους ἐκδόσεις.
Οἱ δύο ἐκδότες ποὺ καταδέχθηκαν νὰ ἀπαντήσουν φαίνεται πὼς ἀξιολόγησαν θετικὰ τὰ δακτυλόγραφα καὶ συμφώνησαν νὰ τὰ ἐκδώσουν. Ζήτησαν, ὅμως, ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς μιὰ «μικρὴ συμμετοχὴ» στὰ ἔξοδα τῆς ἔκδοσης: τετρακόσια εὐρὼ ὁ ἕνας, πεντακόσια ὁ ἄλλος. Ἂς σημειωθεῖ ὄτι πρόκειται γιὰ μικροῦ ὄγκου βιβλία, δύο ἢ τριῶν δεκαεξασέλιδων, ποὺ θὰ τυπώνονταν σὲ τριακόσια, τὸ πολύ, ἀντίτυπα. Ἂς σημειωθεῖ ἐπίσης ὅτι πρόκειται γιὰ μικροὺς ἐκδοτικοὺς οἴκους ποὺ ἐκδίδουν κυρίως ποίηση καὶ ποὺ θεωροῦνται περιφερειακοί, ἐκτὸς τῶν mainstream κυκλωμάτων, ἀλλὰ σοβαροὶ καὶ ἐπιλεκτικοί.
Οἰ φίλοι συγγραφεῖς δὲν ἐξεπλάγησαν. Γνώριζαν ὅτι τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ τοὺς ζητηθεῖ κάποια οἰκονομικὴ συμμετοχὴ στὰ ἔξοδα τῆς ἔκδοσης, τὸ περίμεναν, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι λογικό, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὸ ἐπιβάλλουν τὰ σύγχρονα ἐκδοτικὰ ἤθη στὴν Ἑλλάδα. Συμφώνησαν, λοιπόν, νὰ πληρώσουν τὸ ποσὸν ποὺ τοὺς ζητήθηκε, δώσανε τὰ χέρια, κλείσανε ἡμερομηνίες καὶ τιρὰζ καὶ ἔμειναν ἥσυχοι.
Λίγους μῆνες μετά, καὶ ἀφοῦ εἶχε ἤδη παρέλθει ἡ συμφωνημένη ἡμερομηνία ἔκδοσης ἀλλὰ οἱ ἐκδότες τηροῦσαν σιγὴ ἰχθύος, οἱ φίλοι συγγραφεῖς ἐπικοινώνησαν ἐκ νέου μὲ τοὺς ἐκδότες καὶ τοὺς ρώτησαν τί συμβαίνει. Χρειάστηκε, μάλιστα, νὰ ὲπικοινωνήσουν πολλὲς φορὲς ὥσπου νὰ πάρουν κάποια ἀπάντηση. Ἡ ἀπάντηση, ὅταν ἦρθε, πῆρε τὴ μορφὴ ἐρώτησης χονδρεμπόρου: «γιὰ πόσα ἀντίτυπα εἴχαμε πεῖ ὅτι ἐνδιαφέρεσαι; καὶ εἶσαι σίγουρος ὅτι εἴχαμε συμφωνήσει τόσα λίγα λεφτά; διότι αὐτὰ δὲν φτάνουν οὔτε γιὰ τὰ τυπογραφικά…»
Οἱ φίλοι συγγραφεῖς δικαίως ἐξοργίσθηκαν καὶ ἀποφάσισαν νὰ μὴν συνεχίσουν. Οἱ ἐκδότες, βεβαίως, ἀδιαφοροῦν, καθὼς ὑπάρχουν δεκάδες ἄλλοι ἐπίδοξοι ποιητὲς ποὺ εἶναι πρόθυμοι νὰ πληρώσουν διπλά, καὶ τρίδιπλα καὶ τετράδιπλα. Οἱ φίλοι μου, ὅμως, οἱ ὁποῖοι ὑπενθυμίζω ὅτι ἔχουν γράψει δύο ἀπὸ τὰ καλύτερα ποιητικὰ βιβλία ποὺ ἔχω διαβάσει τὰ τελευταῖα χρόνια, δὲν ξέρω ἂν θὰ βροῦν τὸ κουράγιο νὰ ἀρχίσουν πάλι νὰ στέλνουν τὰ ποιήματά τους στοὺς ἐκδότες, εἰσπράττοντας εἴτε σιωπὴ καὶ ἀδιαφορία εἴτε ἀπαιτήσεις γιὰ χρήματα τὰ ὁποῖα καὶ ἂν ἀκόμη ἦσαν πρόθυμοι, κατὰ πᾶσα πιθανότητα δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ δώσουν. Διότι πράγματι τὰ τέσσερα ἢ πέντε κατοστάρικα ποὺ ζήτησαν καταρχὰς οἱ δῆθεν περιθωριακοὶ καὶ δῆθεν ἐκλεκτικοὶ ἐκδότες εἶναι λίγα σὲ σχέση μὲ ὅσα ζητοῦν οἱ λιγότερο περιθωριακοί: γύρω στὰ δύο χιλιάρικα, μαθαίνω, εἶναι ἡ μέση τιμὴ γιὰ τρία δεκαεξασέλιδα σὲ τριακόσια ἀντίτυπα, ἐνῶ ἂν ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος τυχαίνει νὰ ἔχει παράδοση στὶς ποιητικὲς ἐκδόσεις ἢ διασυνδέσεις μὲ τὶς διάφορες ἐπιτροπὲς βραβείων, τὸ κόστος ἀνεβαίνει σημαντικά, καὶ μπορεῖ νὰ φτάσει καὶ τὶς πέντε χιλιάδες εὐρώ, ἰδιαίτερα ἂν ὁ ἐκδότης ἔχει ἀπὸ πάνω νὰ πληρώσει καὶ προμήθειες σὲ λογοτεχνικοὺς μαστρωπούς, σὲ ἀνθρώπους δηλαδὴ μὲ κάποιο ὄνομα στὴν πιάτσα ποὺ πληρώνονται ἀπὸ τὸν ἐκδότη μὲ τὸ κομμάτι γιὰ νὰ τοῦ προμηθεύουν «ψώνια» (ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται κατὰ κόρον ἀπὸ ἕναν τέτοιο ἐκδότη) πρόθυμα νὰ πληρώσουν ὥστε νὰ ἐκδοθοῦν.
Τὸ πιθανότερο εἶναι, ἑπομένως, ὅτι δὲν θὰ ἐκδοθοῦν τὰ ποιήματα τῶν φίλων μου. Διότι οἱ φίλοι μου δὲν ἔχουν τὸ κουράγιο νὰ ξαναμποῦν σὲ αὐτὴ τὴ διαδικασία. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν εἶχαν τὸ κουράγιο, δὲν ἔχουν, ἢ δὲν διαθέτουν, τὰ ἀπαιτούμενα λεφτά.
Τὸ πιὸ ἀνησυχητικό, ὅμως, εἶναι τὸ ἑξῆς: ἀπὸ τὰ ποιητικὰ βιβλία ποὺ ἐκδίδονται καὶ ποὺ διαβάζουμε ὅλοι ὅσοι ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴν ποίηση, τὰ συντριπτικὰ περισσότερα, τὸ 95% πιστεύω, ἔχουν ἐκδοθεῖ ὄχι ἁπλῶς μὲ ἔξοδα τοῦ συγγραφέα, ἀλλὰ καὶ μὲ μιὰ σημαντικὴ οἰκονομικὴ δωρεὰ τοῦ συγγραφέα πρὸς τὴν ἐπιχείρηση τοῦ ἐκδότη. Διότι βέβαια ἡ οἰκονομικὴ συνεισφορὰ τοῦ συγγραφέα εἶναι ὑπερπολλαπλάσια τοῦ κόστους τῆς ἔκδοσης. Καὶ τὸ ὕψος τῆς δωρεᾶς καθορίζει συχνὰ καὶ τὴν «καριέρα» τοῦ βιβλίου: οἱ πιὸ ἀκριβοπληρωμένοι ἐκδότες ἔχουν τὶς κατάλληλες διασυνδέσεις μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ θὰ ἀναλάβουν τὴν προώθηση, μέσῳ πολλαπλῶν παρουσιάσεων καὶ ἐπαινετικῶν κριτικῶν, ἀλλὰ καὶ μέσῳ προτάσεων βιβλιοπωλείων καὶ ἐρασιτεχνῶν δῆθεν ἀλλὰ ἀμειβόμενων βιβλιοπωλῶν.
Παρ᾽ ὅλα αὐτά, πολλοὶ ἐξ αὐτῶν τῶν χρηματιζόμενων ἐκδοτῶν καὶ συνεργατῶν τους ἐξακολουθοῦν ἀνερυθρίαστα νὰ καμώνονται πὼς εἶναι ἐπιλεκτικοί, πὼς τοὺς ἀφορᾶ ἡ ποιότητα, πὼς ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ὑπόθεση τῆς λογοτεχνίας. Ἐνῶ εἶναι κατ᾽ ἐξοχὴν ὑπεύθυνοι γιὰ τὸ μιμητικὸ ἀνακυκλωνόμενο σκουπιδιαριὸ ποὺ κυριαρχεῖ στὴν σύγχρονη ποιητικὴ παραγωγή. Διότι τελικὰ τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀξιόλογη ποιητικὴ παραγωγή, τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι αὐτὴ δὲν φτάνει συνήθως στὴν κατανάλωση: σπανίως οἱ καλοὶ ποιητὲς εἶναι εὔποροι καὶ ἀκόμη σπανιότερα εἶναι τόσο ψώνια ὥστε τὰ ἐλάχιστα χρήματα ποὺ βγάζουν νὰ τὰ διαθέτουν γιὰ τὴν διάδοση τοῦ ἔργου τους.
[πρωτοδημοσιεύθηκε στὴ bibliothèque]