Πρὶν λίγα μόλις χρόνια, ὄχι πάνω ἀπὸ εἴκοσι, ὁμολογοῦσε κανεὶς μόνο σὲ στενοὺς φίλους, καὶ μόνο χαμηλόφωνα καὶ ἐμπιστευτικά, ὅτι γράφει ποιήματα. Ἀκόμη κι ἔτσι, ὅμως, αἰσθανόταν καὶ κάπως ἄβολα μὲ αὐτὴν τὴν ἐκμυστήρευση, καθὼς συχνότατα (καὶ δικαίως, τὶς περισσότερες φορές) μιὰ τέτοια δήλωση, ἀκόμη καὶ ἂν γινόταν σὲ συνθῆκες ἐχεμύθειας, ἀντιμετωπιζόταν μὲ χλευασμό. Πλέον, φαίνεται ὅτι ἔχουν ξεπεραστεῖ αὐτὰ τὰ συμπλέγματα: τὸ νὰ λέει κανεὶς ὄχι ἁπλῶς ὅτι γράφει ποιήματα ἀλλὰ καὶ ὅτι εἶναι ποιητὴς ἔχει φτάσει νὰ θεωρεῖται, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἐξίσου θεμιτό, καὶ ἐπιθυμητὸ σὲ κάποιους κύκλους, μὲ τὸ νὰ λέει ὅτι εἶναι διευθυντὴς πολιτικοῦ γραφείου γνωστοῦ βουλευτῆ ἢ ἠθοποιὸς μὲ καριέρα σὲ δημοφιλῆ σήριαλ τῆς τηλεόρασης.
Τὶς αἰτίες αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς στὴν κοινὴ πρόσληψη δὲν μπορῶ νὰ τὶς προσδιορίσω μὲ βεβαιότητα, ὑποθέτω, ὅμως, πὼς ἔχουν παίξει κάποιο ρόλο:
- τὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης μὲ τὴν ὑπερπροσφορὰ ποιήσεως, ἀκέραιας ἢ ἐξ ἀποσπασμάτων, μὲ ἢ χωρὶς φλορὰλ εἰκόνες,
- ἡ πληθώρα χώρων, εἰκονικῶν καὶ ἔντυπων, ὅπου μπορεῖ κανεὶς ἀνέξοδα νὰ δημοσιεύσει τὶς ποιητικές του ἀπόπειρες,
- ἡ σωρεία βραβείων καὶ διακρίσεων ποὺ ἀφειδῶς καὶ ἐνίοτε ἀκατανοήτως ἐπιδαψιλεύονται σὲ νέους ποιητές,
- οἱ ἀλλεπάλληλες ἀποθεωτικὲς παρουσιάσεις βιβλίων, δίκην μπουλουκιοῦ, ἀπὸ χωρίου εἰς χωρίον
- ἡ γενναιόδωρη προβολὴ τῶν νέων (καὶ ὡραίων) ποιητῶν ἀπὸ τὰ ἀγοραῖα, ἔστω καὶ ἂν διανέμονται δωρεάν, ἔντυπα, μὲ φωτογραφικὰ ἀφιερώματα τύπου «ὁ George Le Nonce καὶ οἱ γάτοι του μαγειρεύουν sushi».
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὅποιες κι ἂν εἶναι οἱ αἰτίες, τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι δεδομένο: ἡ ἰδιότητα «ποιητὴς» δὲν ἐπιφέρει πλέον χλεύη, οὔτε ὁδηγεῖ τοὺς φέροντες στὴν ἀνυποληψία˙ ἀντιθέτως, μπορεῖ ὄχι μόνον δόξα ἀλλὰ ἀκόμη καὶ γκόμενο/γκόμενα νὰ σοῦ ἐξασφαλίσει, ἂν παίξεις τὰ χαρτιά σου σωστά, ἄν, δηλαδή, φροντίσεις ὄχι ἁπλῶς νὰ γράφεις ποιήματα, ἀλλὰ νὰ γράφεις μὲ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ προσπορισθεῖς τὴν μέγιστη δυνατὴ ἀποδοχή, τὴν τιμητικότερη δυνατὴ ὑποδοχή, τὸν πιὸ ἀπύθμενο δυνατὸ θαυμασμό. Χρειάζεται μόνον νὰ ἀκολουθήσεις καὶ στὴν ποίησή σου καὶ στὴν ἐν γένει (δημόσια τοὐλάχιστον) συμπεριφορά σου μερικοὺς ἁπλοὺς κανόνες.
Ὁ πρῶτος κανόνας εἶναι θεματολογικός: τὸ ποιητικό σου πόνημα, εἴτε χαϊκοὺ εἶναι εἴτε ἔπος, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχει ξεκάθαρο θέμα. Μπορεῖς, ἀσφαλῶς, νὰ ἀναφέρεσαι, ἤ, ἀκόμη καλύτερα, ὑπογείως νὰ ἐγγίζεις θέματα ὅπως ἡ ἀγωνία τῆς ὕπαρξης, ὁ χρόνος καὶ ἡ μνήμη, ἡ ποίηση καὶ ἡ τέχνη γενικότερα, ἡ ἀγωνία τῆς ἐπίδρασης, καὶ ἡ οὐρανία Ἀφροδίτη. Ὁ ἀναγνώστης, ἐντούτοις, δὲν θὰ πρέπει σὲ καμμιὰ περίπτωση νὰ μπορεῖ μὲ βεβαιότητα νὰ διακρίνει συγκροτημένο θέμα στὸ πόνημά σου, μόνον νύξεις θεμάτων, διότι ἡ ποίηση, ὅπως ξέρουμε ἀπὸ τὶς σχολικὲς ἤδη ἀναλύσεις, εἶναι λόγος ὑπαινικτικός. Παρ᾽ ὅλ᾽ αὐτά, νὰ θυμᾶσαι ὅτι ὑπάρχουν θέματα τὰ ὁποῖα δὲν συμφέρει οὔτε ἀκροθιγῶς νὰ ὑπαινιχθεῖς, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, οἱ μὴ ἐξιδανικευμένες σαρκικὲς ἀπολαύσεις. Φρόντισε, λοιπόν, κατὰ τὴ διόρθωση τῶν πονημάτων σου, νὰ προσθέσεις ὀλίγα νεφελώματα, κατὰ προτίμηση ἀρχαιοπρεπῆ, σὲ ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ στὰ σώματα καὶ στὶς ἡδονές τους. Ἔτσι, ὄχι ἁπλῶς δὲν θὰ κατηγορηθεῖς γιὰ «χυδαιότητα», ἀλλὰ θὰ ἐπαινεθεῖς γιὰ τὴν ὑπόρρητη αἴσθηση τοῦ ἐρωτισμοῦ ποὺ διαπνέει τὶς γραμμές σου.
Ὁ δεύτερος κανόνας εἶναι λεξιλογικός: τὸ σῶμα τοῦ ποιητικοῦ σου ἔργου θὰ πρέπει νὰ περιλαμβάνει λέξεις σπάνιες, οἱ ὁποῖες θὰ ἀναγκάσουν τὴν συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν ἀναγνωστῶν νὰ ἀνατρέξει στὰ λεξικά. Δὲν χρειάζεται οἱ λέξεις αὐτὲς νὰ εἶναι πολλές, τρεῖς τέσσερις ἀνὰ συλλογὴ ἀρκοῦν, καὶ πάντως ὄχι περισσότερες ἀπὸ τρεῖς ἀνὰ δεκαεξασέλιδο. Διότι ὅπως μᾶς ἔχει διδάξει ἡ σχετικὴ ἐπιφυλλιδογραφία, ἡ λεξιθηρία δὲν εἶναι ἀρετή (ὅλα τὰ εἰς -θηρία εἶναι ἀποφευκτέα), ἀλλὰ τὸ πλούσιο λεξιλόγιο ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση γιὰ ὁποιοδήποτε συγγραφικὸ ἔργο, πόσο μᾶλλον γιὰ ἔργο ποιητικό. Διάλεξε λοιπὸν μερικὲς τυχαῖες λέξεις ἀπὸ τὸ πόνημά σου καὶ ἀντικατάστησέ τες μὲ σπανιότερες ποὺ θὰ βρεῖς στὰ λεξικὰ συνωνύμων. Καὶ μὴ σὲ ἀνησυχεῖ ἂν πρόκειται γιὰ λέξεις ποὺ δὲν χρησιμοποιήθηκαν τὰ τελευταῖα δυὸ τρεῖς χιλιάδες χρόνια, ὡς ποιητὴς εἶσαι αὐτονοήτως ὁπαδὸς τῆς ἑλληνικῆς γλωσσικῆς ἑνότητας: ἡ γλώσσα εἶναι μία, καὶ ὅπως ἡ Μακεδονία, εἶναι ἑλληνική. Μὴ σὲ ἀνησυχεῖ ἐπίσης ἂν δὲν γνωρίζεις πῶς κλίνονται οἱ λέξεις ποὺ ἐπέλεξες, ἢ ἂν σοῦ διαφεύγει κάποια πτυχὴ τῆς σημασίας τους, νὰ θυμᾶσαι πὼς εἶσαι ποιητὴς καὶ ἑπομένως ἔχεις ποιητικὴ ἄδεια ὡς πρὸς τὰ γραμματικὰ λάθη καὶ τὸ ἀκαταλόγιστο ὡς πρὸς τὰ σημασιολογικά (δὲς σχετικὰ καὶ τὸν πρῶτο κανόνα).
Ὁ τρίτος κανόνας εἶναι δομικός: κανένα σου ποιητικὸ πόνημα δὲν πρέπει νὰ ἔχει ἀρχή, μέση καὶ τέλος, κανένας στίχος (ἐὰν γράφεις σὲ στίχους) δὲν πρέπει νὰ σταματᾶ ὅπου σταματᾶ γιὰ λόγους σύνταξης, ρυθμοῦ ἢ ἁρμονίας, καὶ κανένας τίτλος (ἐὰν χρησιμοποιεῖς τίτλους) δὲν πρέπει νὰ δηλώνει κάτι συγκεκριμένο ἢ σαφὲς περὶ τοῦ πονήματος. Τὰ ποιήματά σου πρέπει νὰ φαίνονται αὐθαίρετα, νὰ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τυχαιότητα σὲ ὅλα τὰ ἑπίπεδα. Καὶ ὁ πιὸ σίγουρος τρόπος νὰ πετύχεις αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἀκριβῶς νὰ ἐμπιστευθεῖς τὴν τυχαιότητα, νὰ ἀλλάζεις στίχο ὅπου νἆναι, νὰ κόβεις τυχαῖα φράσεις ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ καὶ νὰ τὶς κολλᾶς ἀλλοῦ, καὶ νὰ φροντίζεις κατὰ τὴν τελικὴ φάση τῆς σύνθεσης νὰ διαγράψεις τοὺς πρώτους καὶ τοὺς τελευταίους στίχους, διότι ποτὲ δὲν ξέρεις ποῦ μπορεῖ νὰ ἔχει παρεισφρήσει εἱρμός. Οἱ ἐπαρκεῖς ἀναγνῶστες εἶναι βέβαιο πὼς ὄχι μόνο θὰ ἀναζητήσουν ἀλλὰ καὶ θὰ ἀνακαλύψουν ἀξιοθαύμαστες ποιητικὲς δομὲς ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχουν, κι ἂν εἶσαι τυχερὸς θὰ γράψουν στὰ περιοδικὰ καὶ στὶς ἱστοσελίδες ἔξοχα ἑρμηνευτικὰ σχόλια, τὰ ὁποῖα θὰ εἶχες στερηθεῖ ἂν δὲν ἀγκάλιαζες τὴν τυχαιότητα.
Ὁ τέταρτος κανόνας εἶναι ὁ ὑπερβατικός, γνωστὸς στοὺς παροικοῦντες καὶ ὡς σουρεαλιστικός (καὶ οὐχὶ ὑπερρεαλιστικός): φρόντισε νὰ διακοσμήσεις τὰ πονήματά σου μὲ ἀναφορὲς σὲ στοιχεῖα ποὺ δὲν ταιριάζουν σημασιολογικὰ μὲ τὰ ὑπόλοιπα, ποὺ ὑποσκάπτουν δηλαδὴ ὅποιον λογικὸ εἱρμὸ ἔχει ἐπιβιώσει μετὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ πρώτου καὶ τοῦ τρίτου κανόνα. Μπορεῖς εὔκολα νὰ πετύχεις τὸ ποθούμενο ἀποτέλεσμα χρησιμοποιώντας ἁπλῶς τὸν σύνδεσμο «καὶ» σὲ διάφορα τυχαῖα σημεῖα ἀκολουθούμενο ἀπὸ ἕναν ἀταίριαστο ὅρο. Ἂν, γιὰ παράδειγμα, ἔχεις γράψει κάπου «τὰ μαλλιά μου ἄλουστα» μπορεῖς εὔκολα νὰ ἀπογειώσεις τὸν στίχο προσθέτοντας εἴτε ἕνα οὐσιαστικὸ («τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ φωνήεντά μου ἄλουστα») εἴτε ἕνα ἐπίθετο («τὰ μαλλιὰ μου ἄλουστα καὶ μελωδικἀ»). Διὰ τῆς ἐφαρμογῆς αὐτοῦ τοῦ κανόνα, διασφαλίζεις ἕναν ἀκόμη ἀναγκαῖο ροῦμπο στὰ σχόλια ποὺ θὰ γράψουν οἱ ἐπαρκεῖς γιὰ τὸ ἔργο σου, τὸν ροῦμπο περὶ ὑπερρεαλιστικῶν καταβολῶν ποὺ ἔχουν, ὅμως, ἀφομοιωθεῖ ἀξιοθαύμαστα.
Ὁ πέμπτος κανόνας εἶναι ὁ συντεχνιακός, γνωστὸς στοὺς παροικοῦντες καὶ ὡς καρσονικός, λόγῳ τῆς εὐρέως διαδεδομένης στοὺς νεότερους, ἀγγλοσπουδαγμένους καὶ μή, ποιητές μας παρανάγνωσης καὶ παρανόησης τοῦ ἔργου τῆς σπουδαίας Καναδῆς ποιήτριας. Ὁ κανόνας αὐτὸς ἐπιβάλλει τὸ ἔργο σου ὄχι ἁπλῶς νὰ σχετίζεται ἀλλὰ καὶ νὰ παραπέμπει στὸ ἔργο, ἀλλὰ καὶ στὸν βίο, ἄλλων δημιουργῶν, στοὺς ὁποίους θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε, ἐπὶ ποινῇ δημόσιας ἀδιαφορίας, νὰ συμπεριληφθοῦν καὶ τοὐλάχιστον δυὸ τρεῖς ποὺ δὲν εἶναι γνωστοὶ στὸ εὐρὺ κοινὀ, ἢ τοὐλάχιστον δὲν εἶναι μαϊντανοί. Βέβαια, δὲν θὰ ἀποφύγεις, καὶ δὲν σὲ συμφέρει νὰ ἀποφύγεις, τὸν Σολωμό, γιὰ παράδειγμα, ἢ τὴν Κικὴ Δημουλᾶ, ἀλλὰ καλὸ θὰ ἦταν νὰ ἀναφερθεῖς κάπου καὶ στὸν Ἄθω Δημουλά, ἂς ποῦμε, ὡς (φεῦ!) λιγότερο γνωστό, ἢ ἀκόμη καλύτερα στὸν σούφι ποιητὴ Sultan Bahu. Μπορεῖ ὁ κανόνας αὐτὸς νὰ φαίνεται δυσκολότερος ἀπὸ τοὺς προηγούμενους, ἀλλὰ μὴ φοβοῦ: στὴν πραγματικότητα χρειάζεται ἐλάχιστη δουλειά, καθὼς δὲν προϋποθέτει γνώση τοῦ ἔργου κανενὸς δημιουργοῦ, ἀλλὰ μόνο κάποιες βικιπαιδικῆς προελεύσεως πληροφορίες. Γιὰ παράδειγμα, δεῖτε τὸ ἑξῆς ἔξοχο ποίημα ποὺ μόλις σκάρωσα κατὰ τὴ συνταγή μου: «πρηνὴς παρατηρεῖ /τὰ γκρεμισμένα/ εἴδωλα/ καὶ ὄνειρα ὁ Sultan Bahu ἀπὸ τῆς /μητέρας του τὸ μαυσωλεῖο/ καθὼς φιλᾶ τὸ/ χῶμα καὶ τὴν ψυχή/ της». Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται νὰ ξέρει κανεὶς γιὰ τὸν Sultan Bahu ὥστε νὰ γράψει αὐτὸ τὸ ποίημα εἶναι ἡ ἑξῆς πληροφορία ἀπὸ τὴν wikipedia: «his mother, Mai Rasti, herself a pious woman, has her own mausoleum in Shorkot». Οἱ ἐπιτροπὲς τῶν λογοτεχνικῶν βραβείων, ἐντούτοις, θὰ θαυμάσουν ἀναμφίβολα τὴν εὐρυμάθεια τοῦ ποιητῆ, καὶ θὰ τὴν ἐπαινέσουν στὰ σκεπτικά τους.
Ὁ ἕκτος καὶ τελευταῖος κανόνας δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ποίηση ἀλλὰ μὲ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἐπίδοξου ποιητῆ καὶ μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ «κανόνας ἐπιβίωσης». Πρόκειται γιὰ κανόνα ἁπλὸ ἀλλὰ πολύτιμο, διότι εἶναι ὁ μόνος μὲ τὸν ὁποῖο μὴ συμμόρφωση σημαίνει βέβαιη ἀποτυχία. Στὴν ἁπλούστερη διατύπωσή του, ὁ κανόνας λέει: μὴν δυσαρεστήσεις ποτὲ μὲ κανέναν τρόπο κανέναν ἄνθρωπο τῶν γραμμάτων ἢ δυνάμει ἄνθρωπο τῶν γραμμάτων ἢ ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ὁποιαδήποτε σχέση μὲ (δυνάμει) ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων. Προσοχή, ὅμως: δὲν ἐπιτρέπεται ἐδῶ οὔτε ἀμφισβήτηση οὔτε περίσκεψη περὶ τῆς ἔννοιας τοῦ ἀνθρώπου τῶν γραμμάτων – ὅλοι ὅσοι γράφουν ὅ,τι καὶ ἂν γράφουν ὅπου καὶ ἂν τὸ γράφουν εἶναι δυνάμει ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, ὅπως εἶναι καὶ οἱ ἐκδότες βιβλίων καὶ περιοδικῶν, καὶ οἱ διαχειριστὲς ἱστοσελίδων, καὶ οἱ τυπογράφοι, καὶ οἱ βιβλιοπῶλες, ἀκόμη καὶ ὁ περιπτερὰς ἀπὸ ὅπου ἀγοράζει τσιγάρα ἡ Δημουλᾶ. Ἡ μόνη θεμιτὴ συμπεριφορὰ ἀπέναντί τους εἶναι ὁ ἀνυπόκριτος θαυμασμός. Ἀκρότητες ὅπως ἡ ἐπίδοση δώρων ἰδιοχείρως στοὺς ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων κατὰ τὶς δημόσιες ἐμφανίσεις τους δὲν εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖες, οὔτε ὅμως καὶ βλαβερές, κάθε ἄλλο. Πάντως, μὲ δεδομένο, καὶ ἐκφρασμένο, τὸν θαυμασμὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν καταφέρει κανεὶς νὰ ἀκολουθήσει παρὰ δυὸ τρεῖς ἀπὸ τοὺς πέντε πρώτους κανόνες, ἡ ἐπιτυχία του στὴν ἐγχώρια πολιτεία τῶν γραμμάτων εἶναι βεβαία!
[πρωτοδημοσιεύθηκε στὴ bibliothèque]