Διαβάζοντας ποιήματα ποὺ γράφονται καὶ ἐκδίδονται τὰ τελευταῖα χρόνια, συνήθως δυσκολεύομαι πολὺ νὰ ἀναγνωρίσω διαφορές˙ ὄχι μόνο διαφορὲς ἀνάμεσα στὰ βιβλία τοῦ ἴδιου ποιητῆ (αὐτὸ ἐξάλλου θὰ ἦταν ἴσως ὑπερβολικὴ ἀπαίτηση στὶς περισσότερες περιπτώσεις) ἀλλὰ ἀκόμη καὶ διαφορὲς ἀνάμεσα σἐ ποιητὲς ποὺ πρωτοεμφανίστηκαν, ἂς ποῦμε, πρὶν δέκα ἢ εἴκοσι χρόνια καὶ ποιητὲς ποὺ ἐμφανίζονται γιὰ πρώτη φορὰ στὶς μέρες μας. Καὶ δὲν ὑπαινίσσομαι οὔτε ὅτι κλέβουν, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπροκάλυπτης λογοκλοπῆς, οὔτε ὅτι ἀντιγράφουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, μὲ τὴν ἔννοια τῆς δημιουργικῆς ἀντιγραφῆς ποιητικῶν τρόπων καὶ ἀτμόσφαιρας τοῦ τύπου Eliot – Laforgue. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἀδυνατῶ νὰ διακρίνω ποιό θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ πρότυπο ποὺ ἀκολουθεῖται, καθὼς τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τῆς ποίησης αὐτῆς εἶναι ἁπλῶς ὅτι εἶναι νερουλή, ἀνιαρή, τετριμμένη.
Φαίνεται σὰν ὁ ἐπίδοξος ποιητὴς νὰ ἔχει μόλις ξαναδιαβάσει ὀλίγη γενιὰ τοῦ ἑβδομήντα, ὀλίγη γενιὰ τοῦ ὀγδόντα καὶ πολλὰ στιχουργήματα συγχρόνων του δημοσιευμένα σὲ περιοδικὰ καὶ διαδικτυακὲς ἀνθολογίες καὶ ἀμέσως μετὰ νὰ ἔχει κάτσει νὰ γράψει κάτι ποὺ νὰ ἀπηχεῖ τὴ γενικὴ ἀτμόσφαιρα, τοὺς ποιητικοὺς τρόπους καί, μὲ ἀρκετὴ χαλαρότητα καὶ συγκρητικὴ διάθεση, τὴν ὅποια θεματολογία τῶν διαβασμάτων αὐτῶν. Στὴν πραγματικότητα, θέμα δὲν ὑπάρχει, ἀφορμὴ δὲν ὑπάρχει, δὲν ἔχει ὑπάρξει ποτὲ ἀνάγκη νὰ ἐκφρασθεῖ ὁτιδήποτε μὲ τρόπο ποιητικό. Ἔχει ὑπάρξει μόνο μιὰ ποιητικὴ φιλοδοξία, ὑποκινούμενη καὶ ὑποδαυλιζόμενη ἀπὸ τὴν παραγωγὴ τῶν ὁμο(α)τέχνων, μιὰ κυνικὴ ἀντίδραση τοῦ τύπου «γιατί αὐτοὶ καὶ ὄχι ἐγώ;», ἡ ὁποία ἔχει ὁδηγήσει στὴν σύνθεση στίχων ποὺ πάντα κάτι ἀορίστως θυμίζουν, ἐνταγμένων προχείρως σὲ ἕνα σύνολο χωρὶς δομὴ καὶ χωρὶς αἰτία, μὲ σαφὴ ἐντούτοις τὴν πρόθεση τοῦ ἐναρμονισμοῦ μὲ τὸ κυρίαρχο μοντέλο, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ καὶ ἡ ἀποδοχὴ καὶ ἡ ἔνταξη τοῦ δημιουργοῦ στὸν κύκλο τῶν ὁμο(α)τέχνων.
Βεβαίως, μιὰ παρόμοια διαδικασία οἰκείωσης καὶ δημιουργικῆς ἀναπαραγωγῆς ἑνὸς ποιητικοῦ προτύπου θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει σὲ ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσες, ὑψηλότατης ποιότητας ποιητικὲς συνθέσεις – καὶ πράγματι, γνωρίζουμε ὅτι αὐτὸ ἀκριβῶς ἔχει συμβεῖ πολλὲς φορὲς στὴν ποίηση, ὅπως γιὰ παράδειγμα, ἂν μιλήσουμε γιὰ τὴ σχετικὰ πρόσφατη νεοελληνικὴ ποιητικὴ παραγωγή, στὴν περίπτωση τοῦ Τραϊανοῦ καὶ τῆς Plath ἢ τῆς Μαστοράκη καὶ τοῦ Σολωμοῦ. Ἀλλὰ ἐν προκειμένῳ, τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀνυπαρξία θέματος καὶ ἡ ἀνυπαρξία ἐναύσματος, εἶναι κυρίως ὅτι τὰ ἀκολουθούμενα πoιητικὰ πρότυπα εἶναι καὶ αὐτὰ ἀπεικάσματα ἀπεικασμάτων, κακέκτυπα συνήθως μιμήσεων ἄλλων ποιημάτων, καὶ ἡ ὅποια στιβαρότητα ὑπῆρχε ἐνδεχομένως στὰ μακρινὰ προπατορικά τους κείμενα ἔχει πλέον, μετὰ ἀπὸ καμμιὰ δεκαριὰ ἀναμηρυκασμούς, ξεθωριάσει. Καὶ ὅμως: αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ θολότητα τοῦ ἀέναου ἀναμηρυκασμοῦ φαίνεται ὅτι ἐξασφαλίζει τὴν ἀποδοχὴ καὶ τὸν ἐγκωμιασμό.
Δὲν ξέρω ἂν τὸ σύμπτωμα ἔχει νὰ κάνει μὲ τὶς ἀπολύτως νοσηρὲς διαδικασίες ἔκδοσης καὶ διάδοσης τῆς σύγχρονής μας νεοελληνικῆς ποίησης ἣ ἂν ἀποτελεῖ ἐγγενὲς χαρακτηριστικό της. Αἰσιόδοξος, ἐντούτοις, παρὰ τὰ πάντα, εὐελπιστῶ ὅτι ἡ εἰκόνα εἶνα ψευδής, ὅτι στὴν διάθεση καὶ διάδοση ὀφείλεται, καὶ ὅτι σὲ κάποια (ψηφιακὰ πλέον) συρτάρια κρύβονται τὰ πραγματικὰ ποιήματα τῆς ἐποχῆς.
[πρωτοδημοσιεύτηκε στὴ bibliothèque]