Κρυφάκουγα προχθὲς δύο νέους καὶ ὡραίους ποιητὲς νὰ συζητοῦν. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, δὲν κρυφάκουγα, καθὼς ἔχω λάβει, σὲ γενικὲς γραμμές, καλὴ ἀνατροφή˙ διάβαζα ἁπλῶς μιὰ συνομιλία τους στὸ facebook, ἐκτεθειμένη στὰ βλέμματα ὅλων τῶν (πολλῶν) διαδικτυακῶν φίλων τους, ἀλλὰ ἡ συνομιλία τους ἔμοιαζε τόσο μὲ ἰδιωτικὴ συζήτηση, ὥστε αἰσθάνθηκα σὰν ὠτακουστής. Μιλοῦσαν γιὰ κάποιον ἀποτυχημένο, μεγαλύτερης ἡλικίας, ποιητή, χωρὶς νὰ τὸν κατονομάζουν. Ἀποδοκιμαστικὰ μιλοῦσαν, ἀσφαλῶς, καὶ μὲ κάποια κακεντρέχεια, ἀλλὰ μόνο οἱ ἴδιοι ἤξεραν σὲ ποιόν καὶ σὲ τί ἀναφέρονταν. Καὶ σκέφτηκα, μὲ θλιμμένη παράνοια, ὅτι θὰ μποροῦσαν κάλλιστα νὰ ἀναφέρονται καὶ σὲ ἐμένα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἂν καὶ ἀμέσως μετὰ ἀντιλήφθηκα πὼς δὲν θὰ μποροῦσαν, διότι θὰ ἔπρεπε καταρχὰς νὰ μὲ ξέρουν ὡς ποιητὴ πρὶν μπορέσουν νὰ μὲ κατατάξουν στοὺς ἀποτυχημένους.
Πάντως, βοηθούντων καὶ τῶν πάντα παραμονευόντων συμπλεγμάτων, μὲ ἔβαλαν σὲ σκέψεις οἱ δύο εὐειδεῖς ποιητές. Καὶ ἀναρωτήθηκα: εἶναι, ἂς ποῦμε, ἐπιτυχημένη ποιήτρια ἡ φίλη μου ποὺ ἔχει πάρει δυὸ βραβεῖα γιὰ τὰ δυό της ποιητικὰ βιβλία, ποὺ γνωρίζει προσωπικὰ ἑκατοντάδες ποιητὲς καὶ ποιήτριες, ποὺ ἐμφανίζεται σὲ σχεδὸν ὅλες τὶς ποιητικὲς ἐκδηλώσεις ἀνὰ τὴν ἐπικράτεια, ποὺ ἀνθολογεῖται σὲ ὅλα τὰ περιοδικὰ καὶ τὶς ἱστοσελίδες, ἀλλὰ καὶ σὲ ἔντυπες ἀνθολογίες; Προφανῶς, ναί, εἶναι πετυχημένη˙ ἀδιαφιλονίκητη ἡ ἐπιτυχία της κι ἂς μὴ μοῦ ἀρέσουν ἐμένα τὰ ποιήματά της. Ἐγώ, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ποὺ ἐλάχιστοι ἔχουν διαβάσει ποιήματά μου, ποὺ δὲν ἤμουν ποτὲ ὑποψήφιος γιὰ κανένα βραβεῖο, ποὺ δὲν ἐμφανίζομαι σὲ ποιητικὲς ἐκδηλώσεις, ποὺ δὲν ἀνθολογοῦμαι πουθενά, ποὺ γνωρίζω ἐλάχιστους ποιητὲς καὶ ποιήτριες, μὲ τὰ ἴδια ἀκριβῶς κριτήρια, εἶμαι ἐξίσου ἀδιαφιλονίκητα ἀποτυχημένος ποιητής.
Τὸ πρόβλημα, βέβαια, καὶ ἴσως ἡ σωτήρια σκέψη γιὰ κάτι σὰν καὶ τοῦ λόγου μου, εἶναι ὅτι ἡ σύμφραση “πετυχημένος/ἀποτυχημένος ποιητής” εἶναι παράδοξη, ὅτι τὰ ἐπίθετα “πετυχημένος” καὶ “ἀποτυχημένος” ἐννοιολογικὰ δὲν συλλαμβάνουν κάτι ποὺ μοῦ φαίνεται οὐσιῶδες στὴν περίπτωση τοῦ ποιητῆ καὶ τοῦ ποιήματος, ἐνῶ ἀντίθετα τονίζουν κάτι ποὺ ἐγὼ θεωρῶ ἐπουσιῶδες καὶ ἄσχετο.
Στὸ λεξικὸ βλέπω ὅτι πετυχημένος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει διακριθεῖ στὴ σταδιοδρομία του ἢ στὸ ἔργο ποὺ ἔχει ἀναλάβει καὶ στὸ ὁποῖο ἔχει ἀφοσιωθεῖ. Στὸ βαθμὸ ποὺ προϋποτίθεται ἀφοσίωση καὶ ἔργο, θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἡ λέξη “ἐπιτυχημένος” γιὰ νὰ χαρακτηρίσει ἕναν ποιητή. Ἀλλὰ μοῦ φαίνεται ὅτι τὸ βάρος πέφτει στὴν διάκριση καὶ στὴ σταδιοδρομία: πετυχημένο δὲν θὰ ἔλεγαν ἕναν ποιητὴ ποὺ ἁπλῶς ἔχει ἀφοσιωθεῖ στὸ ἔργο του, ἀλλὰ ἕναν ποιητὴ ποὺ ἔχει διακριθεῖ στὸ ἔργο ποὺ ἔχει ἀναλάβει, ἄρα ὑπάρχει ἐδῶ μιὰ συναίσθηση ὅτι ἔχει ἀναληφθεῖ ἔνα ἔργο, ὅτι ἔχει χτισθεῖ (ἢ τοὐλάχιστον χτίζεται) μιὰ σταδιοδρομία, μιὰ καριέρα σὰν νὰ λέμε, ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση ὅτι εἶναι κανεὶς “ἐπαγγελματίας” ποιητὴς (ὅπως τὸ ἔθεσε, παραδόξως ὄχι ἐπικριτικά, μιὰ συνομήλική μου ποιήτρια) καὶ ἐπιδιώκει καὶ καταφέρνει νὰ διακριθεῖ, δηλαδὴ νὰ ἀναγνωρισθεῖ ἡ ἀξία του ἀπὸ τοὺς λογοτεχνικοὺς θεσμοὺς καὶ νὰ τοῦ ἀποδοθοῦν τιμές. Βεβαίως, ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀξίας τοῦ ποιητῆ προϋποθέτει, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, ὅτι ὑπάρχει πράγματι κάποια ἀξία. Ἀλλὰ ἐπ᾽αὐτοῦ ἔχει ἀπαντήσει ὁ χρόνος, ποὺ γκρεμίζει στὴ λήθη ἐξίσου ποιητὲς τῶν ὁποίων ἡ ἀξία ἀναγνωρίσθηκε κάποτε θεσμικὰ καὶ ποιητὲς ποὺ ποτὲ δὲν ἔλαβαν κανενὸς εἴδους ἀναγνώριση, ἀλλὰ ποὺ ἐπίσης χαρίζει διάρκεια ἐξίσου σὲ ἔργα ποιητῶν ποὺ ἀναγνωρίστηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ ποιητὲς ποὺ ἀνακαλύφθηκαν πολὺ ἀργότερα. Γιὰ νὰ μὴν προσβάλω ἐγχώριες εὐαισθησίες, θὰ ἀναφέρω ὡς ἀκραῖα παραδείγματα δυὸ Ἄγγλους ποιητές: τὸν σπουδαῖο Gerard Manley Hopkins, ἀπολύτως ἀποτυχημένο στὴν ἐποχή του, καὶ τὸν δικαίως ξεχασμένο Alfred Austin, ὁ ὁποῖος ὅμως διετέλεσε poet laureate στὸν καιρό του, ἔλαβε δηλαδὴ τὴ σημαντικότερη διάκριση ποὺ δίνεται σὲ ποιητὲς στὴ χώρα του – βεβαίως, αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ γράφει στίχους γιὰ τὰ γενέθλια τῆς βασίλισσας καὶ ὅποτε γεννιέται καμμιὰ πριγκηποπούλα, ἀλλὰ τί νὰ γίνει, ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει!
Τὸ ζητούμενο, ὅμως, ὅταν κάνει κανεὶς ποίηση δὲν εἶναι οἱ δάφνες, ἡ σταδιοδρομία, ἡ ἀναγνώριση, τὰ βραβεῖα, οἱ κύκλοι ποιητῶν καὶ οἱ ἑταιρεῖες συγγραφέων, δὲν εἶναι δηλαδὴ ἡ “ἐπαγγελματικὴ” σχέση μὲ τοὺς θεσμοὺς γύρω ἀπὸ τὴν ποίηση. Τὸ ζητούμενο εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ποιητικὸ ἔργο, καὶ ἡ ἀφοσίωση σὲ αὐτό. Καὶ ἀφοσίωση θὰ πεῖ νὰ συνεχίζει κανεὶς νὰ γράφει ποίηση, ἔστω καὶ ὑπὸ δημόσια ἀδιαφορία (ἡ ὁποία ποτὲ – κακὰ τὰ ψέμματα – δὲν εἶναι εὐχάριστη), πασχίζοντας πάντα νὰ βρεῖ τὸν μοναδικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ γραφτεῖ αὐτὸ ποὺ ἔχει νὰ γράψει. Τὶς περισσότερες φορές, ὁμολογουμένως, θὰ καταλήξει σὲ ἀποτυχία, καὶ ὄχι μόνο μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν θὰ διακριθεῖ: τὶς περισσότερες φορὲς θὰ ἀποτύχει νὰ γράψει αὐτὸ ποὺ μόνο νὰ ὑποψιάζεται μπορεῖ ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ γραφτεῖ καὶ ποὺ ἔχει προσπαθήσει σκληρὰ νὰ γράψει. Ὅταν, ὅμως, καὶ ἐάν, τὰ καταφέρει, ἡ πιθανὴ πικρία τῆς ἀποτυχίας ἐξαφανίζεται αὐτοδικαίως. Διότι οἱ ὅροι τῆς ἀποτυχίας ἢ τῆς ἐπιτυχίας δὲν εἶναι πλέον ἁπλῶς ἐπουσιώδεις, ἔχουν καταστεῖ ἀνόητοι καὶ ἀδιανόητοι. Καὶ τὸ ἀξίωμα αὐτὸ μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι παρὰ παρηγοριὰ στὸν ἄρρωστο ὥσπου νὰ βγεῖ ἡ ψυχή του, ἀλλὰ ἐνδέχεται τοὐλάχιστον νὰ ἐξασφαλίσει ὅτι θὰ ἐπιμείνει ὁ ἄρρωστος ὥσπου νὰ βγεῖ ἐπιτέλους αὐτὴ ἡ ψυχή.
[πρωτοδημοσιεύθηκε στὴ bibliothèque]