Ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα στὰ ὁποῖα ἐπιστρέφουν συχνὰ οἱ σύγχρονοί μας ποιητὲς εἶναι ἡ σχέση μὲ τὴν οἰκογένεια καὶ κυρίως μὲ τοὺς γονεῖς. Ἐλάχιστα πρῶτα ἢ δεύτερα βιβλία νέων ποιητῶν μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς ποὺ δὲν περιέχουν ἀναφορὲς (συνήθως ἐκτεταμένες) σὲ κάποιου εἴδους οἰκογενειακὴ ἱστορία. Αὐτὸ εἶναι ἀσφαλῶς ἀναμενόμενο, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἡ ἐξερεύνηση τῶν ἀσφυκτικῶν οἰκογενειακῶν δεσμῶν ἀνήκει στὴν παράδοση ποὺ ἀναγνωρίζουν (ἢ ἔστω σιωπηλὰ ἀκολουθοῦν) οἱ σύγχρονοι ποιητές, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ πολιτεία καὶ ἡ παραγωγὴ τῆς λεγόμενης γενιᾶς τοῦ ἑβδομήντα ἔχει πάρει, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, τὴ θέση ποὺ εἶχε γιὰ τοὺς μεταπολεμικοὺς ποιητὲς ἡ γενιὰ τοῦ τριάντα˙ ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ οἱ πραγματικὲς συνθῆκες τῆς ζωῆς τῶν ἐν λόγῳ ποιητῶν καὶ ποιητριῶν καθιστοῦν τὴν «οἰκογενειακὴ» θεματολογία βιωματικὰ προσβάσιμη καὶ ἄρα πρόσφορη: οἱ περισσότεροι εἶναι νέοι σὲ ἡλικία, μὲ πρόσφατες τὶς μνῆμες τῶν οἰκογενειακῶν δεσμῶν, ἐνῶ κάποιοι ἐνδέχεται νὰ μὴν ἔχουν κἂν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτούς, ἐλέῳ οἰκονομικῆς δυσπραγίας ἢ ἄρνησης ἀναζήτησης βιοπορισμοῦ λόγῳ ἀφοσίωσης σὲ ὅ,τι πιστεύουν πὼς εἶναι ἡ τέχνη τῆς ποιήσεως.
Λογικὸ εἶναι, λοιπόν, νὰ γράφονται ποιήματα γιὰ τὸν κλοιὸ τῆς οἰκογένειας. Καὶ δὲν εἶναι, νομίζω, τυχαῖο ὅτι πολλὰ ἀπὸ τὰ ποιήματα αὐτὰ εἶναι καὶ τὰ καλύτερα τῶν δημιουργῶν τους. Ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν εἶναι καλά, ξεχωρίζουν πάντως ἀπὸ τὸ σῶμα τῶν ὑπόλοιπων ποιημάτων τους λόγῳ γνησιότητας: ὁ δημιουργός, ἀκόμη καὶ ἂν ἀκολουθεῖ καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ μιὰ ποιητικὴ παράδοση, γράφει γιὰ κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχει ἀνάγκη ἢ ἐπιθυμία νὰ μιλήσει, κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο ὑπάρχει βιωματικὴ βάση, κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε ὁ ἐπίδοξος ποιητὴς νὰ ἐπικαλεσθεῖ προσωπικὴ ἐμπλοκή.
Κοντά, ὅμως, σὲ αὐτὰ τὰ ποιήματα, ἐμφανίζονται καὶ πολλὰ ἄλλα, ἄλλης θεματικῆς, τὰ ὁποῖα πράγματι προκαλοῦν ἔκπληξη. Ποιήματα ἀνθρώπων εἴκοσι πέντε, τριάντα ἢ σαράντα ἐτῶν ποὺ ἀναφέρονται σὲ θέματα ποὺ δὲν θὰ περίμενε κανεὶς ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ ἀπασχολοῦν τὴ σύγχρονη ποίηση καὶ πολὺ λιγότερο τοὺς σύγχρονους ποιητές: θέματα ἐθνικῆς ταυτότητας, παληομοδίτικες ἠθογραφίες, ψευδοελιοτικὲς ἀναδιφήσεις τῆς μνήμης, ἐλυτικοῦ ἢ ἐνίοτε παλαμικοῦ τύπου ἐπικλήσεις σὲ μιὰ φύση ποὺ δὲν ὑπάρχει πιά, σεφερικῆς ἀφετηρίας διάλογοι μὲ τὰ ἀγάλματα,…
Στὶς περισσότερες ἀπὸ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις θὰ ἦταν μάταιο νὰ ἀναζητήσει κανεὶς βιωματικὴ βάση ἢ προσωπικὴ ἐμπλοκή. Ἀντιθέτως, εὔκολα διακρίνει κανεὶς τὴν παγερὴ ἀδιαφορία τοῦ δημιουργοῦ γιὰ τὸ ἴδιο τὸ ὑποτιθέμενο θέμα του καὶ τὴν ἀπελπιστικὰ μιμητική, καὶ ἐπομένως κίβδηλη, ἐκζήτηση τοῦ χειρισμοῦ. Ἐδῶ, ὁ στόχος δὲν εἶναι νὰ δομηθεῖ ἕνα ποίημα, ἀλλὰ νὰ ἐπιβληθεῖ ὁ δημιουργὸς ὡς ποιητικὸς παράγοντας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ σχέση τοῦ ἐν λόγῳ δημιουργοῦ μὲ τὴν ποίηση εἶναι οὕτως ἢ ἄλλως ψυχρὴ καὶ ἀπὸ δεύτερο ἢ τρίτο χέρι, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ δημιουργὸς δὲν εἶναι σὲ θέση οὔτε νὰ ἀναγνωρίσει διαφορετικοὺς ποιητικοὺς τρόπους, οὔτε βεβαίως νὰ ἀξιολογήσει τὴν ποίηση αὐτῶν ποὺ θέλει νὰ θεωρεῖ προγόνους του, ἀλλὰ οὔτε κἂν νὰ αἰσθανθεῖ συγγένεια πρὸς ἄλλους ποιητὲς ἢ ποιητικοὺς τρόπους. Τὸ μόνο τὸ ὁποῖο ἀντιλαμβάνεται εἶναι ποιοί ἔχουν ἀναγνωριστεῖ, ὁποτεδήποτε καὶ μὲ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες, ὡς μεγάλοι ἢ σπουδαῖοι ποιητές. Καὶ αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ μοναδικὴ δική του σχέση μὲ τὸ ἀντικείμενο: ἡ φιλοδοξία να συγκαταλεχθεῖ κάποτε στοὺς σπουδαίους καὶ μεγάλους.
Ἔτσι συνωθοῦνται, συχνὰ στὸ ἴδιο ποίημα, χωρὶς γνώση, χωρὶς γοῦστο καὶ χωρὶς εὐαισθησία, κακοχωνεμένα καὶ ἀντιφατικὰ κακέκτυπα: καὶ τοῦ Σεφέρη καὶ τοῦ Καρυωτάκη˙ καὶ τοῦ Ἐμπειρίκου καὶ τοῦ Παλαμᾶ˙ καὶ τοῦ Ἐλύτη καὶ τοῦ Καβάφη˙ καὶ τοῦ Πάουντ καὶ τῆς Πλάθ. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ ψευδοποιητικὰ συμπιλήματα, βασισμένα σὲ πρόχειρες καὶ ἀφελεῖς συνταγές, καὶ ὄχι γιὰ ποιήματα. Ἀπουσιάζει ὄχι μόνο ἡ ὀργανικὴ σύνδεση τῶν στοιχείων, ἀλλὰ καὶ ἡ λογικὴ καὶ τὸ νόημα, καὶ κυρίως ὁ λόγος ὕπαρξης: τὰ δημιουργήματα αὐτὰ κατὰ κανόνα δὲν σημαίνουν τίποτε, διότι δὲν ἐννοοῦν τίποτε. Καὶ δυστυχῶς, δὲν λείπει μόνον ἡ ἐνότητα ὕφους ἢ ἡ ὀργανικότητα τοῦ θέματος, λείπει καὶ μιὰ στοιχειώδης, θὰ ἔλεγα, ἠθικὴ στάση πού, στὴν προσωπική μου τοὐλάχιστον ἀντίληψη τοῦ κόσμου, ἀποτελεῖ προϋπόθεση κάθε ἔργου τέχνης: τὰ ἔργα αὐτὰ γράφονται ὄχι ἐπειδὴ ὑπῆρξε ἀνάγκη νὰ γραφτοῦν, ὄχι ἐπειδὴ οἱ συγγραφεῖς τους εἶχαν κάτι νὰ ποῦν, ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ συγγραφεῖς τους εἶχαν τὴν φιλοδοξία νὰ γίνουν συγγραφεῖς. Οὐσιαστικὰ ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι ἀπέναντι στὸ ἀντικείμενό τους, μιμοῦνται ὅσα ἔχουν (κακο)μάθει ὅτι βοήθησαν ἄλλους νὰ πετύχουν τὸν ἴδιο στόχο.
Καὶ τὰ καταφέρνουν, διότι ἀντιστάσεις δὲν ὑπάρχουν πιά: ἡ μελλοντικὴ ἱστορία τῆς λογοτεχνίας μας φοβᾶμαι ὅτι θὰ εἶναι μιὰ ἱστορία ἐκφυλισμοῦ, μὲ τὴν ἰατρικὴ ἔννοια.
[πρωτοδημοσιεύθηκε στὴ bibliothèque]