Δὲν μὲ διεκδικεῖ οὔτε τὸ πρόσωπό μου.
Νανὰ Ἠσαΐα

Ἀπὸ ψηλὰ παρατηρῶ
πλήρης κενῶν νοημάτων
τὶς κινήσεις μου.
Τὸ σῶμα μου ἀπὸ τὸ σῶμα μου
ἔχει ἀπομακρυνθεῖ.
Δὲν ξέρω ἂν εἶμαι αὐτὸς
ποὺ σφαδάζει στὸ κρεββάτι
κατὰ τὸν πολυπόθητο ὀργασμὸ
ἢ ἐκεῖνος ποὺ ἀσφυκτιᾶ
παρατηρώντας τὴν ὀδύνη
τοῦ, ἂς τὸ παραδεχθῶ, ἄλλου.
Αὐτὸς ποὺ σφαδάζει στὸ κρεββάτι
μάχεται μὲ τὸ φάντασμα τῆς ἐγκατάλειψης.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀσφυκτιᾶ
πασχίζει νὰ συνθέσει ἕνα ποίημα.
Ἴσως τελικὰ εἶμαι ἕνας τρίτος
σὲ μιὰ παράλληλη πραγματικότητα
ποὺ ἀπαθῶς παρατηρεῖ
ὅλες τὶς ἐκδοχὲς τῆς μορφῆς μου
πῶς παραλλάσσεται καθὼς ἐρωτοτροπῶ
πῶς ἐπανέρχεται καθὼς ἀπομονώνομαι.
Πῶς ἀνατέλλω, ἄλλος κάθε φορὰ
ἐν μέρει, ἐντούτοις, ἴδιος
ἐπαρκῶς ἴδιος ὥστε νὰ ἀποτυπώνεται
στὸν νοῦ μου ἡ συνέχεια
ἡ φρίκη τῆς ταυτότητας
ἡ ἀηδιαστικὴ στὸ κεφάλι μου φωνὴ
– δική μου φωνή – νὰ λέει «εἶσαι ἐσύ, εἶσαι ἐσὺ»
κι ἐγὼ ποτὲ νὰ μὴ θέλω καθόλου νὰ εἶμαι.
