
Τὸ Φῶς 1
Πῆγε τρεῖς, μόνο δυὸ ὧρες φῶς ἔχουμε ἀκόμη,
νὰ πέφτει λαμπρὸ στὴν ἀχλαδιὰ τοῦ κήπου,
ὅπου μαραίνονται ἤδη κάποια κόκκινα φύλλα.
Καὶ τ᾽ ἄλλα φύλλα στὸ θάμνο ποὺ πιστεύουμε
πὼς εἶναι μᾶλλον φούλι – πῆραν ξανὰ τὸ ἴδιο κίτρινο
χρῶμα ποὺ εἶχαν ὅταν βγῆκαν – θὰ πέσουν ὅπου νἆναι.
Θὰ μοῦ λείψεις πολὺ ὅταν χαθεῖς.
Θὰ μοῦ ἔλειπες ἀκόμη κι ἂν ἀνοιγόκλεινα τὰ μάτια
ἢ ἂν κάποιο βιαστικὸ σύννεφο ἔκρυβε τὸν ἥλιο.
Μοῦ λείπει αὐτὴ ἐδῶ ἡ στιγμὴ
καθὼς ἐξακολουθεῖ νὰ συμβαίνει.

Τὸ Φῶς 2
Ἐκεῖνο τὸ δεντράκι,
μὲ τὰ μαραμένα φύλλα
ἐν μέρει χρυσά, ἐν μέρει
βαθυκόκκινα, δὲν ἔχει πιὰ
πάρε-δῶσε μὲ κανέναν –
ἄκαμπτο φθάνει στὸ ἀπόγειο
καὶ δὲν δοξάζει κανέναν.
Ὁ χρυσὸς ποὺ γιὰ χάρη του
ἰσοπέδωσαν οἱ δικοί μου τὸν κόσμο –
ἐκεῖ ἐκταμιεύεται.
