
Ὁ ἕνας εἶναι ἀκόμη ἐκεῖ, μέσα σὲ μυρωδιὲς καμμένων τὸστ
καὶ ἄπλυτων ρούχων τῶν εἴκοσί μου χρόνων, περιμένει πάντα στημένος
ἔξω ἀπὸ κάποιο σταθμὸ κάποιος νὰ τὸν πλησιάσει, μὲ τρυφερότητα
ἀσυνήθιστη μέσα στὸ μέταλλο καὶ τὸν γρανίτη τέτοιων κτηρίων.
Ἄλλος ἕνας εἶναι ἀκόμη στὴν πλαγιὰ δίπλα στὸ ποτάμι
μὲ τὸ μπλουτζὴν κατεβασμένο ὣς τὰ γόνατα
κι ἐγὼ προσπαθῶ νὰ βγάλω τὰ ἀγκάθια τῶν κάκτων ἀπὸ τὸ μπούτι του
Ὁ οὐρανὸς ἀργοπορεῖ, ἔχει πάρει τὸ χρῶμα τοῦ σταφυλιοῦ. Σὲ λίγο καιρὀ
θὰ πάει στὸν πόλεμο, θὰ γράψει γράμματα ποὺ τώρα κοιμοῦνται σ᾽ἕνα κουτὶ
στὸ ὑπόγειο, δίπλα στὸ κιβώτιο μὲ τὰ χριστουγεννιάτικα στολίδια.
Ἀνοίγω ἕνα βιβλίο ποὺ διάβαζα στὸ πανεπιστήμιο
καὶ βλέπω ἄλλον ἕνα στὸ περιθώριο τῶν σελίδων, ὁ γραφικός του χαρακτήρας
θυμίζει ἐξαίσια φυλλώματα , σὰν τὰ φύλλα καὶ τὰ ἄνθη
στὰ μεσαιωνικὰ χειρόγραφα, τὸ κάθε «ο» σὰν μικροσκοπικὸ ἀγριοκάστανο
οἱ σελίδες τοῦ παλιοῦ βιβλίου κιτρινισμένες σὰν τὰ δάχτυλα τῶν καπνιστῶν.
Ἄλλος ἕνας καβαλάει ἀκόμα τὴ μηχανή του
πάει ἀπὸ τὸ Κοννέτικατ στὸ Μανχάτταν, καὶ τὰ σαββατοκύριακα κάνει
τὸν ταξιτζὴ γιὰ νὰ πληρώσει τὰ δίδακτρα. Τὶς νύχτες ποὺ μὲ ἔπαιρνε μὲ τὴ μηχανή,
κι ἀκουμποῦσα τὸ κεφάλι μου στὴν πλάτη του πάνω στὸ μαῦρο πέτσινο, ἤξερα
πὼς θὰ πέθαινα πολλὲς φορὲς προτοῦ πεθάνω.
Ἕνας θάνατος γιὰ ἐκεῖνον ποὺ περπατοῦσε στὴ λεωφόρο
κι ἀναρωτιόταν πῶς θὰ χωρέσει τὸ μπουφὰν
πάνω ἀπὸ τὸ ἀποκριάτικο κοστούμι. Ἕνας θάνατος γιὰ ἐκεῖνον
ποὺ τὸν ἀπέρριψαν γονεῖς κι ἀδέλφια.
Ἕνας θάνατος γιὰ ἐκεῖνον ποὺ κλειδωνόταν στὸ δωμάτιό του κι ἔκανε μουντζοῦρες
σ᾽ἕνα σημειωματάριο, ξανὰ καὶ ξανὰ καὶ ξανά.
Ἄλλος ἕνας στέκεται δίπλα μου στὸ μουσεῖο, κοιτάζει
σὲ μιὰ γυάλινη προθήκη ἕνα χέρι ἀπὸ ἀσήμι
ποὺ μοιάζει μὲ δαγκάνα πάνω στὸ γκρὶ βελοῦδο.
Kι ἄλλος ἕνας βρίσκεται στοὺς ἀτελείωτους δενδρόκηπους τοῦ παπποῦ του
ποὺ μοιάζουν ἀκόμη πιὸ ἀχανεῖς ἐπειδὴ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἀγόρι
κι ἔχει χαθεῖ, κι ἂς εἶναι ὅλα ὅσα βλέπει μέρος τοῦ βασιλείου του.
Καμιὰ λογικὴ δὲν ὁρίζει τί συγκρατοῦμε.
Τὶς φακίδες στὰ χέρια του. Τὴν οὐλὴ ἀπὸ τὸ χειρουργεῖο
στὸν ὦμο του. Τὴ λειψανοθήκη ποὺ μένει ἄθικτη κι ἂς ἔχουν λιώσει τὰ ἅγια λείψανα.
Τοὺς βλέπω σ᾽ἕνα καφέ, ἐρωτευμένους.
Εἶναι δύο ἔφηβοι δίπλα δίπλα σὲ ἔναν καναπέ,
ἀγκαλιάζονται σφιχτά, ὁ ἕνας κρατᾶ τὸ τηλέφωνό του
φωτογραφίζονται μαζὶ καὶ λάμπουν τὰ πρόσωπά τους στὸ ψυχρὸ φῶς .
Ἤμουν αὐτοί, καὶ ὅλα ὅσα τοὺς συμβαίνουν στὴ συνέχεια
καὶ μοῦ χρειάστηκε ὁλόκληρη ἡ καρδιά μου γιὰ νὰ τοὺς χωρέσω καὶ τοὺς δύο.
Καμιὰ λογικὴ δὲν ὁρίζει τί συγκρατοῦμε, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ἑαυτούς μας.
Εἶμαι κοντά του σὲ μιὰ παραλία τὸ καλοκαίρι, κι ὁ οὐρανὸς λάμπει σὰν κάρβουνο.
Κάθομαι πλάι του σὲ ἕνα πεζοδρόμιο
καὶ κλαίει. Εἶμαι μόνος στὸ δωμάτιο ἑνὸς ξενοδοχείου
καὶ σκέφτομαι ὅλες τὶς παγομηχανὲς ποὺ βάζουνε παντοῦ σὲ ὅλα τὰ ξενοδοχεῖα
σὲ ὅλη τὴν Ἀμερική, θλιμμένες μηχανὲς ποὺ ὀνειρεύονται ἀκατάπαυστα
τὸν κάθε καθαρὸ κύβο φωτὸς ποὺ θὰ φτιάξουν.

Τὸ πρωτότυπο ἐδῶ