Queer?

Μέχρι πρόσφατα, φαινόταν πὼς ἡ ποίηση ὁμοφυλοφιλικῆς θεματικῆς δὲν εἶχε ἐλπίδες στὴν Ἑλλάδα. Καίτοι ἀσφαλῶς πάντα ὑπῆρχαν ὁμοφυλόφιλοι ποιητὲς καὶ ὁμοφυλόφιλες ποιήτριες, ἡ ἐπιθυμία τους εἴτε ἀπέφευγε  νὰ ἐκφρασθεῖ ποιητικὰ εἴτε ἐκφραζόταν τόσο ὑπαινικτικά, ὥστε ἀκόμη καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Καβάφη καὶ τοῦ Wilde θὰ θεωροῦνταν, τὸ λιγότερο, ἄτολμοι.

Ἀκόμη καὶ σὲ ἐρωτικὰ ποιήματα ἀνθρώπων ποὺ ἀγαποῦν ὁμοφύλους δὲν ἐντόπιζε κανεὶς παρὰ σὲ πολὺ λίγες, σπάνιες περιπτώσεις, δηλώσεις τοῦ φύλου τοῦ ἀντικειμένου τοῦ πόθου˙ οἱ δηλώσεις αὐτὲς ἔρχονταν μάλιστα, συνήθως, στὰ «ὕστερα» ποιήματα τῶν ὁμοφυλόφιλων ποιητῶν, ἀφοῦ δηλαδὴ εἶχαν ἤδη καθιερωθεῖ ἀποσιωπώντας καὶ ψευδόμενοι. Στὶς συντριπτικὰ περισσότερες περιπτώσεις, πάντως, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν καθιέρωση, τὸ φύλο παρέμενε ἄδηλο καὶ ἐπιστρατεύονταν ὅλοι οἱ τρόποι τῆς συντακτικῆς καὶ σημασιολογικῆς ἀσάφειας ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλυφθεῖ: ἔντεχνη (καὶ ἐνίοτε κακότεχνη) ἀποφυγὴ ἐπιθέτων ποὺ θὰ ὤφειλαν νὰ εἶναι ἀρσενικὰ ἢ θηλυκά, χρήση τοῦ δεύτερου προσώπου ὥστε νὰ μὴν συμπεριληφθοῦν προδοτικὲς τριτοπρόσωπες ἀντωνυμίες, περιορισμένες ἢ ἀνύπαρκτες ἀναφορὲς στὸ σῶμα καὶ στὰ μέλη του, ἀποφυγὴ περιγραφῆς τοῦ ἀντικειμένου τοῦ πόθου, ὑπερβολικὴ χρήση τῆς ἀφαίρεσης καὶ τῆς γενίκευσης.

Νὰ σημειώσω ἐδῶ ὅτι δὲν ἀναφέρομαι σὲ περιπτώσεις ὅπου ἡ ἀπόκρυψη ὑπηρετεῖ κάποιαν αἰσθητικὴ ἢ ποιητικὴ ἀντίληψη. Δὲν πρόκειται γιὰ τὸ εἶδος τῆς ἀπόκρυψης ποὺ κλείνει τὸ μάτι στὸν ἀναγνώστη, τὴν ὁποία ἀξιοποιεῖ ποιητικά, ἂς ποῦμε, ὁ Καβάφης (σὲ ἄλλες ἐποχές, μὲ ἄλλα ἤθη), διότι ὁ Καβάφης, κινούμενος ἀσφαλῶς σὲ ἕνα περιβάλλον πολὺ λιγότερο ἀνεκτικό, κατάφερε τὴν  ἀπόκρυψη (ποὺ πάντως ἦταν πολὺ λιγότερο ἐνοχικὴ) νὰ τὴν μετατρέψει σὲ ἀφόρητη ποιητικὴ ἔνταση, ὅπως ἔχει δείξει ἤδη ἀπὸ τὸ 1983 ὁ σπουδαῖος Νίκος Φωκᾶς.

Στὰ ἐρωτικὰ ποιήματα πολλῶν ὁμοφυλόφιλων ποιητῶν καὶ ποιητριῶν ποὺ φιλοδοξοῦν (καὶ συχνότατα καταφέρνουν) νὰ ἐνταχθοῦν στὸν κανόνα τοῦ ἐγχώριου λογοτεχνικοῦ main stream, ἡ ἀπόκρυψη δὲν ἀποτελεῖ αἰσθητικὴ ἐπιλογή, ἀλλὰ (ἂς τὸ θέσω εὐγενικὰ) προγραμματικὴ ἠθικὴ ὑποχώρηση. Τὰ ποιήματά τους γράφονται μὲ κριτήριο τὴν δεκτικότητα τῆς λογοτεχνικῆς ἀγορᾶς καὶ ἡ σχετικὴ ἔρευνα τῆς ἐν λόγῳ λογοτεχνικῆς ἀγορᾶς ἔδειχνε, μέχρι πρόσφατα, ὅτι τὸ τίμημα τῆς ἀποδοχῆς εἶναι ἡ ἀναλήθεια, ἡ ἐπὶ παραγγελία στιχοπλοκία. Στὸν ἀπολιθωμένο αὐτὸ λογοτεχνικὸ χῶρο, ὑπῆρχε σαφῶς ἀπαγορευμένη θεματολογία: ὁ «ὑπερβολικὸς» ὁμοερωτισμὸς προφανῶς ἀπαγορευόταν, τοὐλάχιστον πρὸ τῆς καθιερώσεως˙ καὶ ἡ κάθε ποιήτρια ἐπιτρεπόταν νὰ κάνει ὅ,τι θέλει στὸ κρεββάτι της, ἀλλὰ στὰ ποιήματά της ὤφειλε «νὰ μὴν προκαλεῖ». Εἰδάλλως, θὰ ἐξοστρακιζόταν στὰ χαντάκια τοῦ περιθωρίου, κι ἂν ἦταν τυχερὴ ἴσως ἔβρισκε ἕνα κάποιο κοινὸ στὸ ἰλλουστρασιὸν χιπστεριό, ἀλλὰ πάντως ἀπὸ τὸν λογοτεχνικὸ κανόνα θὰ παρέμενε ἀποκλεισμένη.

Τὰ τελευταῖα χρόνια, φαίνεται, ὅμως, πὼς κάτι ἔχει ἀλλάξει σὲ αὐτὸν τὸν τομέα. Ἐνῶ πρὶν δέκα χρόνια, γιὰ παράδειγμα, τὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς βραβεύσεων (!) κάποιου λογοτεχνικοῦ περιοδικοῦ ἀνερυθρίαστα ἐξηγοῦσαν πὼς δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ δώσουν βραβεῖο στὸν τάδε ποιητὴ διότι παραεῖναι gay [SIC] ἡ ποίησή του, τώρα τὸ ἴδιο περιοδικὸ δημοσιεύει ὑπερηφάνως ἄρθρα γιὰ τὴν queer ποίηση στὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ queer θεματολογίας βιβλία ἐκδίδονται ὄχι μόνο ἀπὸ νέους, μοντέρνους ἐκδοτικοὺς οἴκους (ὅπως ἡ bibliothèque, ποὺ ἔχει ἐκδώσει τὴν ἀφεντιά μου, ἢ οἱ ἀντίποδες ποὺ ἔχουν ἐκδώσει τοὺς ἐξαίσιους Τοπικοὺς Τροπικοὺς τοῦ Μάριου Χατζηπροκοπίου), ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μεγάλους, παραδοσιακοὺς οἴκους ὅπως ἡ Ἑστία (ἡ ὁποία ἐξέδωσε τὸ ἀναπάντεχα εὐπώλητο Ἐλαττωματικὸ Ἀγόρι τ@ Sam Albatros).

Μᾶλλον ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ σχετίζεται μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ queer κανονικοποιεῖται ἐντατικὰ τὰ τελευταῖα χρόνια: πολυεθνικὲς ἑταιρεῖες, πρεσβεῖες δολοφονικῶν κρατῶν καὶ ἱδρύματα πολιτισμοῦ ὑπερηφάνως συγκαταλέγονται ἀνάμεσα στοὺς χορηγοὺς τοῦ pride˙ ὁ gay γάμος μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει θεσμοθετηθεῖ, ἀλλὰ τὸ σύμφωνο συμβίωσης μεταξὺ ὁμοφύλων ὑπάρχει, ὅπως ὑπάρχει καὶ νομικὸ πλαίσιο γιὰ τὴν ἀναγνώριση ταυτότητας φύλου˙ ἡ Νέα Δημοκρατία μπορεῖ νὰ τὰ καταψήφισε ἀμφότερα, ἀλλὰ ἐπαίρεται, τώρα ποὺ ἦλθε, φαίνεται, τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γιὰ τὴν ἐκλογικὴ ἐξαργύρωση τῆς φιλομοφυλοφιλίας, ὅτι ἔχει gay ὑφυπουργὸ καὶ gay πρωθυπουργικὸ σύμβουλο.

Ἂς μὴν βαυκαλιζόμαστε, ὡστόσο, πὼς αὺτὴ ἡ κανονικοποίηση εἶναι ἐνδεικτικὴ οὐσιαστικῶν ἰδεολογικῶν διαφοροποιήσεων. Κινητήρια δύναμή της μοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι περισσότερο ἡ ἀξιολόγηση τῶν τάσεων τῆς ἀγορᾶς καὶ τὸ κυνικὸ «ρὸζ ξέπλυμα» (pink washing) καὶ λιγότερο ἡ ἀλλαγὴ ἠθικῆς στάσης. Ἡ Νέα Δημοκρατία προφανῶς ψαρεύει ψήφους στὰ θολὰ ἀπόνερα τῆς ἀνύπαρκτης ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας διαφημίζοντας τὸν ἐξίσου ἀνύπαρκτο Νικόλα Γιατρομανωλάκη. Τὸ Ἰσραὴλ καὶ οἱ ΗΠΑ σαφῶς πουλᾶνε δικαιωματισμὸ καὶ ἰσότητα στὰ ἀφελῆ χιπστεροκουιράκια ποὺ οὔτως ἢ ἄλλως οὔτε γνωρίζουν οὔτε ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ ἐγκλήματά τους. Καὶ οἱ θεσμοὶ τοῦ λογοτεχνικοῦ πεδίου προφανῶς δὲν ἀποτελοῦν ἐξαίρεση: θὰ ἐπιλέξουν καὶ αὐτοὶ τὸ δικό τους ΛΟΑΤΚΙ+ ἄλλοθι καὶ θὰ συνεχίσουν νὰ κάνουν ὅ,τι ἔκαναν πάντα, ἔχοντας ὅμως πλέον ἀπάντηση στὸν ψόγο περὶ ἀποκλεισμῶν καὶ ἀποσιωπήσεων: μὰ τί λέτε, ἐδῶ ἐμεῖς ἐκδίδουμε καὶ προωθοῦμε queer συγγραφεῖς – καὶ μάλιστα ἔχοντας ἐξασφαλίσει τὴν ἀρωγὴ καὶ τὴν αἰγίδα ἐφοπλιστικῶν ἱδρυμάτων Πολιτισμοῦ. Ὅπως Ἀμερική.

Sylvia Plath – μιὰ ἀντίφαση

Ὑπάρχει μιὰ ἀνάγνωση τῆς ποίησης τῆς Πλάθ ποὺ στηρίζεται κατὰ βάση στὶς συνθῆκες τοῦ βίου καί, κυρίως, τοῦ θανάτου της. Ἡ ἀνάγνωση αὐτὴ εἶναι, βεβαίως, βιογραφικὴ καὶ «ψυχολογική», καὶ θυμίζει τὴν ἀφελῶς  χαρακτηριζόμενη ὡς φροϋδικὴ ἀνάγνωση τοῦ ἔργου τοῦ Καβάφη ἀπὸ τὸν Μαλάνο. Ἐντούτοις, ἀποτελεῖ ἐδῶ καὶ δεκαετίες τὴν πιὸ δημοφιλὴ ἀνάγνωση, μιὰ ἀνάγνωση ποὺ κυριαρχεῖ, πιστεύω, ὄχι μόνο ἐνισχυόμενη  ἀπὸ τὴ δημοσίευση τῶν ἐπιστολῶν καὶ τῶν ἡμερολογίων τῆς ποιήτριας ποὺ ὤθησε καὶ ὠθεῖ πολλοὺς νὰ ἀναζητοῦν ἀφετηρίες καὶ ἑρμηνεῖες τῶν ποιημάτων τῆς Πλὰθ σὲ περιστατικὰ τῆς ζωῆς της, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ ζωὴ τῆς ποιήτριας περιλαμβάνει πράγματι κάποια ἀπὸ τὰ στοιχεῖα πού, καθὼς διευκολύνουν τὴν κατάταξη τῆς Πλὰθ στοὺς «καταραμένους» ποιητές, συγκινοῦν τὶς πιὸ εὐαίσθητες ψυχὲς (ὄχι ὅμως ἀπαραιτήτως καὶ τὰ πιὸ κοφτερὰ μυαλὰ) ἀνάμεσα στοὺς ἀναγνῶστες τῆς ποίησης: τὴν ψυχικὴ νόσο, τὶς ἐπανειλημμένες ἀπόπειρες αὐτοκτονίες ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν αὐτοχειρία, σὲ νεαρὴ μάλιστα ἡλικία, τῆς ποιήτριας. 

Καὶ ἐδῶ ἐντοπίζεται ἡ ἀντίφαση: πενήντα τόσα χρόνια μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ Ariel, ἡ Πλὰθ θεωρεῖται πλέον ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ποιήτριες τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, ἔχουν γραφτεῖ ἑκατοντάδες βιβλία καὶ χιλιάδες ἄρθρα καὶ διατριβὲς γιὰ τὴν ποίησή της, ἡ ἐπίδρασή της εἶναι τέτοια ὥστε νὰ μὴν μᾶς ἐκπλήσσουν ἰσχυρισμοὶ σὰν τῆς Rose[1] ὅτι ἡ Πλὰθ ἔχει στοιχειώσει τὴ σύγχρονη κουλτούρα, παρ᾽ὅλα αὐτὰ οἱ ἀναγνώσεις τῆς ποίησής της ποὺ δὲν στηρίζονται καὶ δὲν ἀναφέρονται στὴ ζωή της ἢ στὸ θάνατό της εἶναι ἐλάχιστες. Ἡ ἴδια ἡ ποίηση τῆς Πλάθ, δηλαδὴ ἡ δομή καὶ ἡ τεχνική της, παίζει τρίτο ἢ τέταρτο ρόλο μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ὀρυμαγδὸ ἀναφορῶν στὴ ζωή της, ποὺ δὲν περιορίζεται, ὅπως θὰ περίμενε κανείς, στὴν πὸπ κουλτούρα, ἀλλὰ κυριαρχεῖ καὶ στὴν φιλολογικὴ ἔρευνα. Ἡ τελευταία, κατατάσσοντας μὲ παραπλανητικὴ εὐκολία τὴν Πλὰθ στοὺς «ἐξομολογητικοὺς» ποιητές, δεδομένου μάλιστα ὅτι ὑπῆρξε μαθήτρια τοῦ Λόουελ, θεωρεῖ ὅτι νομιμοποιεῖται νὰ διαβάζει καὶ νὰ ἑρμηνεύει κάθε στίχο της μὲ βάση πληροφορίες ἁλιευμένες ἀπὸ ποικίλες βιογραφικὲς πηγές, δημοσιευμένες καὶ μή. Δὲν φαίνεται νὰ ἐνδιαφέρει ὅτι ἡ μαθητεία τῆς Πλὰθ στὴν ἐξομολογητικὴ ποίηση συνέπεσε μὲ τὴν πρώιμη περίοδο τῆς ποίησής της, στὴν ὁποία οἱ ἴδιοι μελετητὲς δυσκολότερα ἀνιχνεύουν βιογραφικὰ στοιχεῖα, οὔτε ὅτι ἡ ἴδια ἀποκήρυξε θεαματικὰ τὴν ἐξομολογητικὴ ποίηση καὶ μιλοῦσε γιὰ ἕνα διαφορετικὸ ποιητικὸ σχέδιο[2], οὔτε ὅτι τὰ ὥριμα ποιήματά της ἀπομακρύνονται προγραμματικὰ ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο βίωμα ἐπιδιώκοντας νὰ μιλήσουν γιὰ καθολικότερα καὶ (ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ:) σημαντικότερα ζητήματα.

Ἡ ἐπίδραση τῆς Πλὰθ στοὺς σύγχρονους ποιητὲς καὶ τὶς ποιήτριες ἀπὸ τὸ 1970 καὶ μετὰ εἶναι, κατὰ γενικὴ ὁμολογία, τεράστια, τόσο στὸν ἀγγλόφωνο κόσμο ὅσο καὶ ἀλλοῦ, ἀκόμη καὶ στὴν ἑλληνικὴ ποίηση. Καὶ ἐδῶ, ὅμως, ἡ ἴδια ἀντίφαση παρατηρεῖται: μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις (π.χ. τὴν ποίηση τοῦ Ἀλέξη Τραϊανοῦ ἤ, ἐν μέρει, τῆς Νανᾶς Ἠσαΐα), ἡ ἐπίδραση αὐτὴ εἶναι ἐπιφανειακή, σχεδὸν ἀποκλειστικὰ (καὶ συνήθως κάλπικα) θεματολογική, καὶ ἑπομένως ἀρνητική.

Οἱ τεχνικὲς ποὺ ἀνέπτυξε ἢ ἀξιοποίησε ἡ Πλὰθ δὲν φαίνεται νὰ ἔχουν ἀπασχολήσει ἰδιαίτερα τοὺς μελετητές της, οὔτε νὰ ἔχουν γίνει ἀντιληπτὲς ἀπὸ τοὺς ὑποτιθέμενους ἀκολούθους ποὺ «μαθήτευσαν» στὴν ποίησή της:  ἡ περίτεχνη ἀξιοποίηση ἠχητικῶν σχημάτων  ποὺ ὑπογραμμίζουν ἢ ὑπονομεύουν αὐτὸ ποὺ (φαίνεται ὅτι) δηλώνεται ξεπέφτει σὲ τυχαία χρήση ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν ὁμοιοκαταληξιῶν˙ ἡ ἀναβίωση τῆς τεχνικῆς τῶν «μεταφυσικῶν» ποιητῶν ποὺ χτίζουν μιὰ συνεκτικὴ μεταφορὰ ἢ ἀλληγορία ἡ ὁποία διέπει κλιμακούμενη ὁλόκληρο τὸ ποίημα ξεπέφτει σὲ πληθωρισμὸ τυχαίων σχημάτων λόγου καὶ «ὑπερρεαλιστικὴ ἐπίδραση»˙ ἡ ἀνοικειωτικὴ ἐκτεταμένη χρήση τοῦ δραματικοῦ μονολόγου σὲ ὕφος καθημερινῆς ὁμιλίας μὲ θεματολογία κάθε ἄλλο παρὰ καθημερινὴ ξεπέφτει σὲ συγγραφὴ μονολόγων ποὺ ἀπηχοῦν φτηνὰ τηλεοπτικὰ σήριαλ.

Ἂν ἐξετάσει κανεὶς τὴ θεματικὴ τῆς ὥριμης ποίησης τῆς Πλάθ, τὰ πράγματα εἶναι ἀκόμη χειρότερα[3]: ὅταν ἡ Πλὰθ γράφει γιὰ τὸ δρᾶμα τῆς ἐπιθυμίας μὲ φαινομενικὴ ἀφορμὴ ἕνα περιστατικὸ νοσηλείας, οἱ μελετητὲς ψάχνουν νὰ βροῦν ποιά ἀκριβῶς νοσηλεία της τὴν «ἐνέπνευσε» καὶ κατὰ πόσον ἡ ἔκβαση τῆς νοσηλείας ἦταν εὐτυχής, ἐνῶ οἱ ἀκόλουθοί της γράφουν ποιηματάκια σχετικὰ μὲ τὸν πόνο τῆς σκωληκοειδίτιδας˙ ὅταν ἡ Πλὰθ γράφει γιὰ τὴν ἀδυνατότητα τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τοῦ ὑποκειμένου, οἱ μελετητὲς μετρᾶνε σὲ πόσα ἠλεκτροσὸκ ὑποβλήθηκε καὶ πόσες συνεδρίες ἔκανε μὲ τὴν ψυχοθεραπεύτριά της, ἐνῶ οἱ ἀκόλουθοι γράφουν στιχάκια γιὰ πόνους ψυχῆς καὶ θανάσιμες ἐρωτικὲς ἀπογοητεύσεις˙ ὅταν ἡ Πλὰθ γράφει γιὰ τὴ γέννα καὶ τὸν θάνατο ὡς ὄψεις τῆς ἴδιας ἀνθρώπινης κατάστασης, οἱ μελετητὲς καταγράφουν πῶς καὶ ποῦ γέννησε τὸ κάθε της παιδὶ καὶ πόσο εὔκολη ἢ δύσκολη ἦταν ἡ κάθε γέννα, ἐνῶ οἱ ἀκόλουθοι γράφουν θρήνους γιὰ παιδάκια ποὺ πέθαναν. 

Δυστυχῶς, ἡ πιὸ ὠφέλιμη ἄσκηση πάνω στὴν ποίηση τῆς Πλὰθ ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ δοκιμάσουν τόσο οἱ μελετητὲς ὅσο καὶ οἱ ποιητὲς φαίνεται πὼς εἶναι πλέον ἀδύνατη, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς δημοφιλίας τῆς ποιήτριας. Ἡ ἄσκηση αὐτὴ θὰ στηριζόταν στὴ μελέτη τῆς ποίησής της χωρὶς καμμιὰ ἀναφορὰ στὸ ὄνομά της, χωρὶς κἂν τὸ ὄνομα τῆς ποιήτριας νὰ ἀποκαλύπτεται κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς μελέτης. Ἀλλὰ καθὼς ὅλοι λίγο πολὺ ἔχουν ἀκουστὰ καὶ τὰ ποιήματά της καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν βίο καὶ τὸν θάνατο τῆς ποιήτριας, ἡ εὐκαιρία αὐτὴ ἔχει χαθεῖ: εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ διαβάζουμε τὴν Πλὰθ ὑπὸ τὴν παραμορφωτικὴ σκιὰ τοῦ μύθου της.


1. Rose, Jacqueline, The Haunting of Sylvia Plath (Bath: Virago, 1991)

2. Συνέντευξη στὸν Peter Orr: I think that personal experience is very important, but certainly it shouldn’t be a kind of shut-box and mirror-looking, narcissistic experience.  Στὸ Peter Orr, ed., The Poet Speaks: Interviews with Contemporary Poets (London: Routledge & Kegan Paul, 1966), σ. 169.

3. Τὰ τρία παραδείγματα ποὺ ἀκολουθοῦν ἀφοροῦν διαδοχικὰ τὰ ποιήματα In Plaster, Lady Lazarus καὶ Edge, ποὺ μετέφρασα πρόσφατα ἐδῶ.

fake literature

 

[ἕξι αὐθαίρετες σημειώσεις ἐμπνευσμένες ἀπὸ τὴ Μιτσίκο Κακουτάνι]

1. Ἡ ζωὴ ἑνὸς λογοτεχνήματος δὲν ξεκινᾶ μὲ τὴ γραφή του, ἀλλὰ μὲ τὴ δημοσιοποίησή του. Ἡ διαπραγμάτευση ἡ ὁποία ἐνδέχεται νὰ καταλήξει στὸν χαρακτηρισμὸ ἑνὸς γραπτοῦ ὡς λογοτεχνήματος ξεκινᾶ μὲ τὴ δημοσιοποίησή του.

2. Ἡ ἐπιτυχὴς ἔκβαση τῆς διαπραγμάτευσης δὲν εἶναι ποτὲ δεδομένη. Ἐξαρτᾶται, δέ, ἀπὸ πλῆθος παραμέτρων οἱ ὁποῖες θεωρεῖται ὅτι συμπεριλαμβάνουν ἀξιολογήσεις τοῦ ἴδιου τοῦ κειμένου, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε συμπεριλαμβάνουν καὶ ἄλλες, ἄσχετες μὲ τὸ ἴδιο τὸ κείμενο.

3. Ἡ διαπραγμάτευση γιὰ τὸν χαρακτηρισμὸ ἑνὸς κειμένου ὡς λογοτεχνήματος παρουσιάζει ἐνδιαφέρουσες ὁμοιότητες μὲ τὴ διαπραγμάτευση γιὰ τὸν χαρακτηρισμὸ ἑνὸς κειμένου ὡς εἴδησης. 

3.1. Εἴδηση εἶναι ἕνα κείμενο ποὺ διατείνεται ὅτι περιγράφει ἕνα πραγματικὸ γεγονὸς καὶ ποὺ διαδίδεται μέσα ἀπὸ τὰ ἁρμόδια κανάλια ἐπικοινωνίας.  

3.2. Λογοτέχνημα εἶναι ἕνα κείμενο ποὺ διατείνεται ὅτι ἔχει αἰσθητικὴ ἀξία καὶ ποὺ διαδίδεται μέσα ἀπὸ τὰ ἁρμόδια κανάλια ἐπικοινωνίας.

3.1.1. Ἐὰν ἐπινοήσω ἕνα γεγονός, τὸ καταγράψω σὲ ἕνα κείμενο, ἀλλὰ δὲν διαδώσω τὸ κείμενο, τὸ κείμενό μου δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ «εἴδηση».  Ἑπομένως, μιὰ πλαστὴ εἴδηση δὲν εἶναι εἴδηση μέχρι νὰ κυκλοφορήσει καὶ νὰ διαδοθεῖ ὡς εἴδηση.

3.2.1. Ὁμοίως, ἕνα πλαστὸ λογοτέχνημα δὲν εἶναι λογοτέχνημα μέχρι νὰ κυκλοφορήσει καὶ νὰ διαδοθεῖ ὡς λογοτέχνημα.

3.1.2. Τὴν εὐθύνη μιᾶς πλαστῆς εἴδησης τὴν ἔχουν ἑπομένως τὰ «ἁρμόδια κανάλια» ἀπὸ τὰ ὁποῖα διαδίδεται καὶ ὄχι ἀπαραιτήτως αὐτὸς ποὺ τὴν ἐπινόησε. 

3.2.2. Ὁμοίως, τὴν εὐθύνη ἑνὸς πλαστοῦ λογοτεχνήματος τὴν ἔχουν τὰ «ἁρμόδια κανάλια» ἀπὸ τὰ ὁποῖα διαδίδεται καὶ ὄχι ἀπαραιτήτως αὐτὸς ποὺ τὸ συνέθεσε.

3.3. Οἱ πραγματικὲς εἰδήσεις ἐξ ὁρισμοῦ ἀκυρώνουν τὶς πλαστές, ἐφόσον διαψεύδουν τὰ ἐπινοημένα γεγονότα τὰ ὀποῖα περιγράφουν οἱ πλαστὲς εἰδήσεις.  Ἡ πλαστὴ εἴδηση μπορεῖ, ἑπομένως, νὰ ἐπιβιώσει μόνο ἐὰν ἡ διάδοσή της εἶναι ὑπερπολλαπλάσια τῆς διάδοσης τῶν γνήσιων εἰδήσεων.

3.4. Ὁμοίως, τὰ γνήσια λογοτεχνήματα ἀκυρώνουν τὰ πλαστά, ἐφόσον διαψεύδουν τὶς ἀντιλήψεις περὶ αἰσθητικῆς ἀξίας τὶς ὁποῖες ἐνσωματώνουν τὰ πλαστὰ λογοτεχνήματα. Τὸ πλαστὸ λογοτέχνημα μπορεῖ, ἑπομένως, νὰ ἐπιβιώσει, μόνο ἐὰν ἡ διάδοσή του εἶναι ὑπερπολλαπλάσια τῆς διάδοσης τῶν γνήσιων λογοτεχνημάτων.

3.5. Ὁ μηχανισμὸς διάδοσης πλαστῶν εἰδήσεων εἶναι γκαιμπελικός: στόχος τῆς διάδοσης τοῦ πλαστοῦ εἶναι ἡ ἀπαξίωση καὶ ἐν τέλει ὁ ἐκφυλισμὸς τῶν κριτηρίων ποὺ διαχώριζαν τὸ πλαστὸ ἀπὸ τὸ γνήσιο.

3.6. Ὁ μηχανισμὸς διάδοσης πλαστῶν λογοτεχνημάτων εἶναι γκαιμπελικός: στόχος τῆς διάδοσης τοῦ πλαστοῦ εἶναι ἡ ἀπαξίωση καὶ ἐν τέλει ὁ ἐκφυλισμὸς τῶν κριτηρίων ποὺ διαχώριζαν τὸ πλαστὸ ἀπὸ τὸ γνήσιο.

3.5.1. Γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικά, τὰ κανάλια διάδοσης πλαστῶν εἰδήσεων ὀφείλουν νὰ ἀποκλείουν τὶς γνήσιες εἰδήσεις, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ὁ ἐκφυλισμὸς τῶν κριτηρίων τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἐπιτυχὴς διάδοση τῶν πλαστῶν εἰδήσεων προϋποθέτει, ἑπομένως, τὸν ἀποκλεισμό, ἢ τοὐλάχιστον τὴν ἀπαξίωση, τῶν γνήσιων εἰδήσεων.

3.6.1. Ὁμοίως, γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικά, τὰ κανάλια διάδοσης πλαστῶν λογοτεχνημάτων ὀφείλουν νὰ ἀποκλείουν τὰ γνήσια λογοτεχνήματα, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ὁ ἐκφυλισμὸς τῶν αἰσθητικῶν κριτηρίων.  Ἡ ἐπιτυχὴς διάδοση τῶν πλαστῶν λογοτεχνημάτων προϋποθέτει, ἑπομένως, τὸν ἀποκλεισμό, ἢ τοὐλάχιστον τὴν ἀπαξίωση, τῶν γνήσιων λογοτεχνημάτων.

3.5.2. Τὰ ἁρμόδια κανάλια διάδοσης εἰδήσεων ἔχουν ἀλλάξει δραματικὰ τὰ τελευταῖα εἴκοσι ἔτη: ἡ ἀνάπτυξη τοῦ Web 2.0, καὶ ἰδιαίτερα τοῦ κοινωνικοῦ διαδικτυακοῦ ἱστοῦ, ἔχει ὁδηγήσει σὲ μιὰ κατάσταση ὅπου εἰδήσεις μποροῦν νὰ παραχθοῦν ἀπὸ ὁποιονδήποτε χρήστη τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ, νὰ διαδοθοῦν ἀστραπιαῖα, καὶ νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ὡς εἰδήσεις χωρὶς ἡ ἀρχική τους καταγωγὴ νὰ εἶναι ἀνιχνεύσιμη. Παραφράζοντας τὸν McLuhan, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ πὼς ἡ διάδοση εἶναι ἡ εἴδηση. Τὰ παλαιὰ κανάλια (ἐφημερίδες, ραδιοφωνικὰ καὶ τηλεοπτικὰ δίκτυα) ἐξαφανίζονται ἢ μεταλλάσσονται, ἐνσωματώνοντας τὸν κοινωνικὸ ἱστό, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ κοινωνικὸς διαδικτυακὸς ἱστὸς νὰ εἶναι ὁ κατεξοχὴν παραγωγὸς καὶ διακινητὴς τῶν εἰδήσεων.

3.6.2. Ὁμοίως, τὰ ἁρμόδια κανάλια διάδοσης λογοτεχνημάτων ἔχουν ἐπίσης ἀλλάξει δραματικὰ τὰ τελευταῖα εἴκοσι ἔτη. Λογοτεχνήματα μποροῦν νὰ παραχθοῦν ἀπὸ ὁποιονδήποτε, νὰ διαδοθοῦν ἀστραπιαῖα καὶ νὰ γίνουν ἀποδεκτὰ ὡς τέτοια, χωρὶς νὰ εἶναι ἀνιχνεύσιμος κανένας μηχανισμὸς αἰσθητικῆς τους ἀξιολόγησης, ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ τίθεται κἂν τὸ αἴτημα τῆς αἰσθητικῆς τους ἀξιολόγησης. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ διάδοση εἶναι ἡ λογοτεχνία, ἡ διαδικασία καὶ τὸ ἀποτέλεσμά της ταυτίζονται. Τὰ παλαιὰ κανάλια διάδοσης (ἐκδότες, λογοτεχνικὰ περιοδικὰ) ἐξαφανίζονται ἢ μεταλλάσσονται, ἐνσωματώνοντας καὶ καθρεφτίζοντας τὸν κοινωνικὸ διαδικτυακὸ ἱστό, ὥστε ὁ ἴδιος αὐτὸς ὁ ἱστὸς νὰ εἶναι ὁ κατεξοχὴν παραγωγὸς καὶ διακινητὴς τῆς λογοτεχνίας.

4. Οἱ διαδικασίες κατασκευῆς consensus ὡς πρὸς τὴν ἀξία ἑνὸς λογοτεχνήματος ἢ τὴν ἀλήθεια μιᾶς εἴδησης μέσα στὸν κοινωνικὸ διαδικτυακὸ ἱστὸ εἶναι γρήγορες καὶ ἄγριες. Τὸ μέσον ἐπιβάλλει καὶ ἀξιοποιεῖ ταχεῖες στρατηγικὲς ἀνάγνωσης καὶ ἀπόκρισης. Ἡ κατασκευὴ ἑνὸς προφανοῦς καὶ δυναμικοῦ πλειοψηφικοῦ ρεύματος κατάφασης καὶ ἀποδοχῆς μοιραῖα συμπαρασύρει τοὺς χρῆστες, ἐνῶ τυχὀν διαφωνοῦντες ἐκφοβίζονται, διασύρονται καὶ ἐν τέλει ἀποχωροῦν ἢ ὑποχωροῦν, πραγματοποιώντας τὸ γκαιμπελικὸ ὄνειρο σὲ χρόνο μηδέν: ἀντιρρήσεις καὶ ἐπιφυλάξεις διατυπώνονται σπανίως καὶ κυρίως σὲ ἰδιωτικὲς ἐπικοινωνίες (“inbox”!),  ἐνῶ ἡ δημόσια στάση πολλῶν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐκφράσει ἀντιρρήσεις καὶ ἐπιφυλάξεις ἰδιωτικῶς παραμένει καταφατικὴ πρὸς τὸ διακινούμενο consensus, εἴτε άπὸ φόβο εἴτε ἀπὸ ὑστεροβουλία.

5. Μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ποὺ ἡ πλαστὴ εἴδηση ἀντικαθιστᾶ τὴ γνήσια, ἡ πλαστὴ λογοτεχνία ἐπίσης ἀντικαθιστᾶ τὴ γνήσια. 

6. Ἡ γνήσια λογοτεχνία, ὅπως καὶ ἡ γνήσια εἴδηση, εἶναι δύσκολο νὰ ἀνακαλυφθεῖ καὶ νὰ διαδοθεῖ ἐν μέσῳ τοῦ γκαιμπελικοῦ κυκεώνα. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι τυπικὰ ἀνύπαρκτη, ἔχει ὅμως ἀποκλεισθεῖ ἀπὸ τὴ διαπραγμάτευση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει στὴν ταυτοποίησή της ὡς λογοτεχνίας. Οὐσιαστικἀ, ἑπομένως, ἡ λογοτεχνία ἔχει πεθάνει.

 [πρωτοδημοσιεύθηκε στὴν bibliothèque]