It would be better if they were alive, and that’s what they were

 

Φαντασθεῖτε ἕνα ἀνθρώπινο ὂν στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του, λίγες στιγμὲς πρὶν τὴ γέννησή του. Δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἀνθρώπινο ὂν ἀκόμη, δὲν ἔχει γεννηθεῖ, δὲν ἔχει ξεκινήσει ἡ ζωή του, εἶναι μέρος ἑνὸς ἄλλου ἀνθρώπινου σώματος ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἀπολύτως, ἀπὸ τὸ ὁποῖο τρέφεται καὶ χάρη στὸ ὁποῖο μεγαλώνει. Ὥσπου ἔρχεται ἡ στιγμὴ ποὺ τὸ σῶμα τῆς μητέρας δὲν μπορεῖ ἄλλο νὰ φιλοξενήσει τὸ ἔμβρυο, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ τὸ θρέψει, ἴσως μάλιστα νὰ ἀρχίσει νὰ τὸ πολεμάει, καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δημιουργεῖται ἡ βιολογικὴ ἀνάγκη τὸ ἔμβρυο νὰ γεννηθεῖ, νὰ ἀνασάνει, νὰ γίνει ἀνθρώπινο ὄν. Πρόκειται γιὰ ἐπείγουσα ἀνάγκη, ἀνάγκη ζωῆς καὶ θανάτου: ὅσο περνάει ὁ καιρὸς καὶ ἡ ἀνάγκη δὲν ἱκανοποιεῖται, τόσο περισσότερο αὐξάνεται ὁ κίνδυνος νὰ πεθάνει ἡ μητέρα ἀλλὰ καὶ ὁ κίνδυνος νὰ μὴν ζήσει ποτὲ τὸ παιδί.

 

Δὲν ξέρω ἂν ἔχουν αὐτὸ ἀκριβῶς ὑπόψη τους οἱ συγγραφεῖς ποὺ ἀναφέρονται στὰ γραπτά τους μὲ φράσεις ὅπως «τὰ παιδιά μου» καὶ παρομοιάζουν τὴ διαδικασία τῆς γραφῆς μὲ τὴ γέννα, μοῦ φαίνεται ὅμως πὼς συνήθως πρόκειται ἁπλῶς γιὰ μιὰ κοινοτοπία, γνωστὴ ἐδῶ καὶ αἰῶνες, τὴν ὁποία μὲ ἐλαφριὰ καρδιὰ ἐπαναλαμβάνουν οἱ συγγραφεῖς, οἱ ἄκληροι κυρίως, χωρὶς ἀπαραιτήτως νὰ ἀντιλαμβάνονται τὸ βάρος τῆς παρομοίωσης˙ οἱ κοινοὶ τόποι, ἄλλωστε, συχνὰ ξεχνοῦν τὴν καταγωγή τους περιπλανώμενοι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα. Ἄν, ὅμως, ἐξετάσει κανεὶς πιὸ προσεκτικὰ τὴ διαδικασία τῆς γέννας, καὶ τὴν ἀνάγκη γιὰ τὴν ὁποία μιλῶ, ἴσως ἀποκαλυφθεῖ μιὰ ἐνδιαφέρουσα, ἐνδεχομένως θεμελιώδης, πτυχὴ τῆς λογοτεχνικῆς δημιουργίας.

 

Δὲν ἀναφέρομαι τόσο στὴν ἀνάγκη τοῦ συγγραφέα, ὅσο στὴν ἀνάγκη τοῦ κειμένου. Ἡ ἀνάγκη τοῦ συγγραφέα («ἔνοιωσα τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράσω τὸν ἐσωτερικό μου κόσμο / τὰ συναισθήματά μου / τὴν ἀντίληψή μου γιὰ τὴ ζωή») δὲν ἐνδιαφέρει παρὰ μόνο τοὺς φίλους καὶ τοὺς συγγενεῖς του, δὲν ἀποτελεῖ ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου: ὁ συγγραφέας ζεῖ καὶ θὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ εἴτε τὸ κείμενο γραφτεῖ εἴτε ὄχι, διότι ὁ συγγραφέας μπορεῖ νὰ κυοφορεῖ τὸ ἔμβρυο τοῦ κειμένου ἐπὶ δεκαετίες καὶ νὰ μὴν τὸ γράφει ποτέ, χωρὶς καμμιὰ τραγικὴ συνέπεια γιὰ τὴ ζωή του. Τὸ κείμενο, ὅμως, ἐνόσῳ κυοφορεῖται, δὲν εἶναι ἀκόμα κείμενο, ὅπως καὶ τὸ ἔμβρυο δὲν εἶναι ἀκόμα βρέφος˙γιὰ τὴν ἀκρίβεια, τὸ κείμενο δὲν εἶναι κἂν συγκρίσιμο μὲ τὸ ἔμβρυο, καθὼς καμμιὰ νομοτέλεια δὲν προβλέπει πὼς ἀπαραιτήτως θὰ ἐξελιχθεῖ μέσα στὸ μυαλὸ τοῦ συγγραφέα καὶ κάποτε θὰ γεννηθεῖ, δὲν εἶναι δεδομένο πὼς κάποτε θὰ ὑπάρξει, ἡ ζωὴ τοῦ κειμένου δὲν ἔχει δρομολογηθεῖ μὲ φυσικὸ τρόπο, καὶ πολλὰ δυνάμει ἐμβρυακὰ κείμενα δὲν γεννιοῦνται ποτέ, ἴσως ἐπειδὴ ἡ ἀνάγκη τους νὰ ὑπάρξουν δὲν ἦταν ἐπαρκῶς ἐπείγουσα, ἢ ἴσως ἐπειδὴ ὁ ξενιστής τους ἀποδείχθηκε ἀκατάλληλος.

 

Ἄν, ὅμως, ὑποθέσουμε πὼς ὁ ξενιστὴς-συγγραφέας εἶναι κατάλληλος, τότε τὸ ἐμβρυακὸ κείμενο κυοφορεῖται ὅσο χρειάζεται καὶ κάποια στιγμὴ ἡ ἀνάγκη τοῦ κειμένου νὰ ὑπάρξει ἀναγκάζει τὸν συγγραφέα νὰ τὸ γεννήσει, καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ τὸ προστατεύσει, νὰ τὸ ταΐσει, νὰ τὸ φροντίσει καὶ νὰ τὸ παραδώσει στὸν κόσμο. Οἱ ὑποχρεώσεις τοῦ συγγραφέα ἀπέναντι στὸ κείμενο δὲν σταματοῦν μὲ τὴ γέννηση τοῦ κειμένου, ὅπως καὶ οἱ ὑποχρεώσεις τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὰ βρέφη τους δὲν σταματοῦν μὲ τὴ γέννα: τὸ ἀνθρώπινο βρέφος δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει χωρὶς τὴ φροντίδα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ νεογέννητο λογοτεχνικὸ κείμενο δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς τὴ φροντίδα τοῦ συγγραφέα, δὲν μπορεῖ νὰ βγεῖ στὸν κόσμο ἀδούλευτο καὶ ἀπεριποίητο.

 

Αὐτὴ ἡ ἀνάγκη τοῦ κειμένου νὰ ὑπάρξει ἴσως εἶναι αὐτὸ ποὺ συνήθως περιγράφεται ὡς ἔμπνευση. Δὲν εἶμαι ἀκόμη σίγουρος ἂν ταιριάζει ἡ λέξη «ἀνάγκη» περισσότερο ἀπὸ τὴ λέξη «ἔμπνευση» σὲ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλῶ, σαφῶς πάντως τὰ κείμενα ποὺ δὲν προέκυψαν ἀπὸ τέτοιου εἴδους ἀνάγκη θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ τὰ περιγράψει κανεὶς ὡς ἀνέμπνευστα˙ ὅπως καὶ τὰ κείμενα ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ ἀνάγκη ἀλλὰ μετὰ ἀφέθηκαν στὴ μοίρα τους θὰ μποροῦσε ἀσφαλῶς κανεὶς νὰ τὰ περιγράψει ὡς θνησιγενῆ.

 

[Ὁ τίτλος τοῦ κειμένου προέρχεται ἀπὸ τὸ ποίημα τῆς Πλὰθ “Stillborn”. Τὸ κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στὴ bibliothèque.]

ἐξωστρέφεια καὶ πειραματισμὸς

 

Μὲ ἀφορμὴ μιὰ πρόσφατη συζήτηση περὶ τῆς ἀξίας μιᾶς συγκεκριμένης ποιητικῆς ἐκδήλωσης, ἡ ὁποία περιλάμβανε τὴ δημόσια ἀπαγγελία ποιημάτων σὲ λεωφορεῖα, τέθηκε, ἀπὸ τὴν πλευρὰ κάποιων ἀπὸ τοὺς ποιητὲς καὶ τὶς ποιήτριες ποὺ συμμετεῖχαν, ἕνα ζήτημα ποὺ νομίζω ὅτι ἀξίζει νὰ συζητηθεῖ περισσότερο: τὸ ζήτημα τῆς ἐξωστρέφειας τῆς ποίησης ὡς ἱκανῆς συνθήκης ποιητικοῦ πειραματισμοῦ˙ συγκεκριμένα, διατυπώθηκε, χωρὶς νὰ συναντήσει σοβαρὸ ἀντίλογο, ἡ ἄποψη  ὅτι ἡ ἐξωστρέφεια (ἐν προκειμένῳ, ἡ δημόσια ἀπαγγελία σὲ ἕνα ἀστικὸ λεωφορεῖο ἐν κινήσει) ἀποτελεῖ ποιητικὸ πειραματισμὸ καὶ διερεύνηση τῶν «ὁρίων» τῆς ποίησης.

Ὁμολογῶ ὅτι προσωπικὰ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πῶς καὶ γιατί μιὰ πρωτοβουλία ποὺ ἀφορᾶ τὴν παρουσίαση ἢ τὴν ἐπικοινωνία ἑνὸς ἤδη ὑπάρχοντος καὶ δημοσιευμένου ποιητικοῦ ἔργου θὰ μποροῦσε νὰ περιγραφεῖ ὡς πειραματισμὸς ἢ διερεύνηση τῶν ὁρίων τῆς ποίησης. Δὲν εἶμαι ἀφελής, οὔτε ἀγράμματος, ἀντιλαμβάνομαι ἑπομένως ὅτι ἂν μιλούσαμε γιὰ ἕνα ἔργο σὲ ἐξέλιξη, ἕνα ἔργο ποὺ δημιουργεῖται διαμορφώνεται μέσα σὲ μιὰ διαδικασία ἐπιτελεστική, συμμετοχικὴ καὶ ἐπικοινωνιακή, τότε πιθανὸν νὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθεῖ κανεὶς ὅτι ἐπαναδιαπραγματεύεται στὴ διάρκεια τῆς διαδικασίας τὰ ὅρια τῆς ποίησης ὡς πράξης, ἀκόμη δὲ καὶ ὅτι πειραματίζεται πάνω στὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς ποίησης. Βεβαίως, οὔτε σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση θὰ κόμιζε γλαύκα εἰς Ἀθήνας, γνωστὰ πράγματα εἶναι αὐτά, ἀλλὰ ἴσως θεωροῦνται ἀκόμη πειραματικὰ σὲ κάποιους κύκλους.

Ἐφόσον, ὅμως, περιγράφεται ὡς πειραματισμὸς καὶ διερεύνηση τῶν ὁρίων τῆς ποίησης μιὰ ἐκδήλωση δημόσιας παρουσίασης ἢ ἐπικοινωνίας ἑνὸς ἔργου ἤδη τελειωμένου καὶ ἐκδομένου, τότε μοῦ φαίνεται πὼς εἴτε ὑπάρχει κάποια σύγχυση εἴτε θὰ πρέπει νὰ διευρυνθεῖ (ἐπικίνδυνα, κατὰ τὴν ἄποψή μου) ὁ ὁρισμὸς τῆς ποίησης (καὶ ὁποιασδήποτε καλλιτεχνικῆς πράξης).

Ἡ σύγχυση συνίσταται στὸ ὅτι παρουσιάζονται ὡς ἐκφάνσεις τῆς ποιητικῆς τέχνης ὄχι μόνο ἡ δημιουργία τοῦ ποιητικοῦ ἔργου, ἀλλὰ καὶ ἡ χρήση τοῦ τελειωμένου ποιητικοῦ ἔργου στὴ συνέχεια καὶ ὁρίζεται ὡς ποιητικὴ δημιουργία ὄχι μόνο ἡ παραγωγὴ τοῦ ποιήματος ἀλλὰ καὶ ἡ παρουσίασή του, ἡ ἐπικοινωνία του, ἀκόμη καὶ τὸ marketing τοῦ ποιητικοῦ προϊόντος. Δὲν ἔχω, φυσικά, καμμιὰ ἀντίρρηση ὅτι ὑπάρχει σαφῶς περιθώριο περαιτέρω ἀξιοποίησης ἑνὸς ποιητικοῦ ὑλικοῦ μέσα ἀπὸ δράσεις ἐπιτελεστικές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐνδέχεται νὰ προκύψει, καὶ μερικὲς φορὲς προκύπτει πράγματι, ἕνα νέο ἔργο, προφανῶς ὑβριδικό, μὲ στοιχεῖα τόσο ποιητικὰ ὅσο καὶ παραστατικῶν τεχνῶν. Καὶ ἐδῶ ἔχει ἐπίσης ὑπάρξει πειραματισμός, συχνὰ γόνιμος, ποὺ διερευνᾶ ὅμως ὄχι τὰ ὅρια τῆς ποίησης, ἀλλὰ τὰ σημεῖα διεπαφῆς τῶν τεχνῶν μεταξύ τους καὶ τῶν τεχνῶν μὲ τὴν πραγματικότητα. Ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ περιπτώσεις ὅπου ἡ ποίηση γράφεται ἐξαρχῆς μὲ σκοπὸ νὰ ὑπηρετήσει μιὰ τέτοια ἐπιτελεστικὴ παρουσίαση, ὅπως ὑπάρχουν (ἰδίως στοὺς πραγματικὰ συντηρητικοὺς κύκλους) καὶ ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴ φύση αὐτῆς τῆς προγραμματισμένης νὰ ἐπιτελεσθεῖ ποίησης: κάποιοι θὰ ἀμφισβητοῦσαν, ἂς ποῦμε, ὅτι εἶναι ποίηση ἀκόμη καὶ τὸ Landfall τῆς Laurie Anderson ἢ τὸ Just after sunset τῆς Anne Clark. Ἐντούτοις, ἐν προκειμένῳ, δὲν πρόκειται γιὰ ἐπιτελεστικὴ ἀνάγνωση, οὔτε γιὰ performance βασισμένη σὲ ἕνα εὐλύγιστο ποιητικὸ σῶμα.

Εἶναι πιθανό, ὅμως, ἐπίσης, νὰ μὴν ὑπάρχει σύγχυση, ἀλλὰ ἁπλῶς ἡ ἀντίληψή μου γιὰ τὴ φύση τῆς ποίησης νὰ εἶναι ἀσφυκτικὰ στενή. Ποίηση, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάποιος, δὲν εἶναι μόνο ἡ σύλληψη καὶ ἡ παραγωγὴ ἑνὸς κειμένου, ἀλλὰ μὲ εὐρεία ἔννοια, περιλαμβάνει καὶ τὴν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου, καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὸ κείμενο παρουσιάζεται στοὺς ἀποδέκτες, καὶ τὴν ἐπικοινωνία τὴ σχετικὴ μὲ τὸ κείμενο, καὶ τὴν ὅποια ἐπιτέλεσή του καὶ ὅ,τι μπορεῖ νὰ φαντασθεῖ κανείς, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχει κάποια ἔστω ἔμμεση σχέση ἂν ὄχι μὲ ἕνα κείμενο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ποιητικό, τοὐλάχιστον μὲ κάποια ποιητικὴ ἰδέα,ὅ,τι κι ἂν εἶναι αὐτή˙ μὲ ἄλλα λόγια ἡ ἐξωστρέφεια ποὺ περιέγραψα ἀποτελεῖ καὶ ἡ ἴδια μέρος τῆς ποιητικῆς δημιουργίας. Μιὰ τέτοια διεύρυνση τῶν ὁρίων τῆς ἔννοιας ποίηση δὲν τὴν θεωρῶ ἐντελῶς ἀθέμιτη, ἀλλὰ ὁμολογῶ πὼς δὲν μοῦ φαίνεται χρήσιμη. Καὶ ἐννοῶ ὅτι δὲν τὴν θεωρῶ ἀξιολογικὰ χρήσιμη, καθὼς κριτήρια γιὰ τὴν ἀξιολόγηση μιᾶς τέτοιας ἐπιθετικὰ συγκρητικῆς μορφῆς τέχνης θὰ ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολο νὰ συμφωνηθοῦν, ἀλλὰ ἀκόμη κι ἂν καταλήγαμε σὲ κάποιου εἰδους consensus, καὶ πάλι δὲν θὰ ἤμασταν ἀξιολογικὰ ἀσφαλεῖς, ἐφόσον τὰ ὅρια θὰ μποροῦσαν καὶ πάλι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο νὰ διευρυνθοῦν, ὥστε ἡ ἀξιολόγηση διηνεκῶς νὰ ἀκυρώνεται. Μὲ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, δὲν ξέρω πῶς θὰ μποροῦσε ὁποιοσδήποτε νὰ κρίνει ἐὰν καὶ κατὰ πόσον τὸ ἔργο εἶναι νεοτερικὸ καὶ πειραματικὸ ἢ παληὸ καὶ τετριμμένο, ἂν συνιστᾶ ἕνα βῆμα μπροστὰ ἢ ἕνα ἢ περισσότερα βήματα πίσω, καθὼς ὁ κανόνας μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἦταν θεμιτὸ νὰ συγκριθεῖ μπορεῖ νὰ ἐλαστικοποιεῖται ἢ νὰ μεταλλάσσεται κατὰ τὸ δοκοῦν.

Τὸ πράγμα γίνεται, ὅμως, ἀκόμη πιὸ ἐνδιαφέρον ἂν κανεὶς ἐξετάσει τὰ ἴδια τὰ κείμενα ποὺ ἀποτελοῦν ἔναυσμα, βάση ἢ τοὐλάχιστον (ἂν μή τι ἄλλο) τμῆμα τοῦ ποιητικοῦ ἔργου μὲ τὴν εὐρεία ἔννοια. Ἐὰν ὁ δημιουργὸς ἐξακολουθεῖ νὰ θεωρεῖ ὅτι τὸ ἔργο περὶ τοῦ ὁποίου πρόκειται εἶναι ποιητικὸ καὶ ἐπίσης ἰσχυρίζεται ὅτι μὲ τὶς ποικίλες δράσεις ποὺ τὸ συνοδεύουν ἢ τὸ συναποτελοῦν πειραματίζεται καὶ διερευνᾶ τὰ ὅρια τῆς ποίησης, προσωπικὰ θὰ περίμενα ὅτι ὑπάρχει κάπου (καὶ) κάποιο κείμενο καὶ ὅτι τεκμήρια αὐτοῦ τοῦ πειραματισμοῦ καὶ αὐτῆς τῆς διερεύνησης ὑπάρχουν (καὶ) στὸ κείμενο. Διότι ἂν στὸ κείμενο δὲν μπορῶ νὰ διακρίνω καμμιὰ πρόθεση πειραματισμοῦ μὲ ὁτιδήποτε, τότε προσωπικὰ ὁποιεσδήποτε δηλώσεις τοῦ δημιουργοῦ περὶ ἐπαναδιαπραγμάτευσης τῶν ὁρίων τῆς ποίησης μὲ ἀφήνουν παγερὰ ἀδιάφορο. Γιὰ τὴν δική μου ἀντίληψη τῆς ποίησης, ἡ δουλειὰ τοῦ δημιουργοῦ εἶναι πρωτίστως ἡ παραγωγὴ τοῦ ποιητικοῦ κειμένου˙ ἡ (πάντα εὐπρόσδεκτη) ἐπαναδιαπραγμάτευση τοῦ ἀντικειμένου καὶ τῶν ὅρων τῆς ποίησης τεκμηριώνεται πρωτίστως στὸ ἴδιο τὸ ποιητικὸ κείμενο˙ὁ (πάντα εὐπρόσδεκτος, ἂν καὶ πολὺ σπανίως πιὰ πρωτοποριακὸς) πειραματισμὸς ἀφορᾶ πρωτίστως τὸ κείμενο: τὴ γλώσσα, τὴ δομή, τὴ μορφή, τὸ θέμα, τὴν πραγμάτευση τοῦ θέματος.

Ἀκόμη κι ἔτσι, ὅμως, καὶ μὲ δεδομένη τὴ δική μου προσωπικὴ προτίμηση γιὰ ποιητικὰ κείμενα τὰ ὁποῖα πράγματι ἐπαναδιαπραγματεύονται τοὺς ὅρους τῆς παραγωγῆς τους, δὲν διατείνομαι ὅτι τὰ κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν πειραματίζονται θὰ πρέπει νὰ ἀξιολογοῦνται ἀρνητικά, οὔτε βεβαίως ὅτι αὐτὰ ποὺ πειραματίζονται θὰ πρέπει νὰ ἀξιολογοῦνται ἀπαραιτήτως θετικά. Αὐτό, ὅμως, ποὺ (μὲ) ἐνοχλεῖ εἶναι οἱ ὑπερφίαλες δηλώσεις περὶ νεοτερικότητας, πειραματισμοῦ, καὶ οὕτω καθεξῆς, ποὺ δὲν ὑποστηρίζονται ἀπὸ τεκμήρια τῆς ποιητικῆς πράξης. Τέτοιες δηλώσεις φτάνουν μάλιστα νὰ μὲ ἐξοργίζουν ὅταν τὶς συνοδεύουν ἄκομψοι ὑπαινιγμοὶ ὅτι οἱ δημιουργοὶ ποὺ ἐπιλέγουν νὰ καταπιάνονται μὲν μὲ τὴν ποίηση ἀλλὰ δὲν ἐπιδοκιμάζουν καὶ δὲν συμμετέχουν σὲ ἐξωστρεφεῖς δράσεις αὐθαίρετα ταυτοποιημένες μὲ τὸν πειραματισμὸ ἀρνοῦνται ipso facto νὰ δοκιμάσουν τὰ ὅρια τῆς ποιητικῆς τέχνης, ἀντιστέκονται στὸν πειραματισμό, καὶ πιθανῶς δὲν κατανοοῦν ὅτι ἡ ποίηση ἐξελίσσεται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ μᾶλλον οἱ ἴδιοι ἔχουν μείνει πίσω, ἔχουν μείνει στάσιμοι, εἶναι, σὰν νὰ λέμε, συντηρητικοί.

Ὁ συντηρητισμός, ὅπως ἔχω ξαναγράψει, καὶ ὅπως, πιστεύω, ἔχω σαφῶς ὑπονοήσει παραπάνω, χαρακτηρίζει τὴν ποιητικὴ πράξη ἡ ὁποία συμμορφώνεται προγραμματικὰ μὲ τὰ γοῦστα καὶ τὶς προτιμήσεις τοῦ μικρόκοσμου ποὺ κρατᾶ κάθε φορὰ τὰ ἡνία τοῦ λογοτεχνικοῦ πεδίου. Ἡ ἀπαιτηση γιὰ συμμόρφωση, δέ, εἶναι τρομακτικὸ πὼς συχνὰ δὲν ἀφορᾶ μόνο τὴ γραφὴ τοῦ δημιουργοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴ δημόσια στάση καὶ συμπεριφορά του, ἀκόμη καὶ τὴν ταυτότητά του!

Καὶ πάντως, γιὰ νὰ ἐπανέλθω ἐν συντομίᾳ στὴν ἀφορμὴ αὐτῆς τῆς συζήτησης, ποιητικὲς «δράσεις» σχεδιασμένες καὶ διενεργούμενες ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, μὲ θεσμικὲς πλάτες, ἐκδηλώσεις δηλαδὴ ποὺ πραγματοποιοῦνται ὑπὸ τὴν αἰγίδα καὶ μὲ τὴ χρηματοδότηση δημόσιων ὀργανισμῶν ἢ ἰλλουστρασιὸν ἱδρυμάτων πολιτισμοῦ  εἶναι δύσκολο νὰ φαντασθεῖ κανεὶς πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπαναδιαπραγματευθοῦν τὰ ὅρια ὁποιασδήποτε τέχνης. Εὔλογο εἶναι, ἀντιθέτως, ὅτι τέτοια φοβερὰ προστασία θὰ ἐμπνεύσει δυσπιστία στοὺς ἀποδέκτες τοῦ διαβήματος ὅσο ἀφορᾶ τὶς ἀνατρεπτικὲς ἢ πειραματικὲς προθέσεις τῶν συμμετεχόντων.

 

περὶ τοῦ ἐλέους

 

Κυκλοφόρησε, λοιπόν, τὸ «Ἔλεος», τὸ τρίτο μου ποιητικὸ βιβλίο, χωρὶς τυμπανοκρουσίες.

Ἔχω μάθει πιά, ἔστω καθυστερημένα, ἔστω τρώγοντας τὰ ἀνοήτως αἰσιόδοξα μοῦτρα μου δυὸ φορές, πῶς παίζεται αὐτὸ τὸ παιχνίδι: ἀποστολὲς ἀντιτύπων σὲ δεκάδες «ἐπιδραστικοὺς» ἀναγνῶστες˙ φιλοφρονήσεις πρὸς ὅλους ὅσοι ἔχουν ὁποιαδήποτε σχέση, ἔστω ἐλάχιστη, μὲ τὴ λογοτεχνία καὶ τὴν ἀγορὰ τῆς λογοτεχνίας˙ ἀποφυγὴ δημόσιων ἐντάσεων, διαφωνιῶν καὶ ἀντιρρήσεων˙ παρακλήσεις σὲ φίλους καὶ γνωστοὺς νὰ «γράψουν κάτι»˙ σύσφιξη (ἤ, στὴν περίπτωσή μου, ἀποκατάσταση) σχέσεων μὲ τὰ λογοτεχνικὰ περιοδικά˙ αὐξημένη συχνότητα παρουσίας σὲ ἐκδηλώσεις ὁμοτέχνων καὶ ὁμοατέχνων˙ καὶ οὕτω καθεξῆς.

Δὲν θὰ τὰ κάνω ὅλα αὐτά, βέβαια, οὔτε αὐτὴ τὴ φορά. Ὄχι μόνο γιατὶ δὲν τὰ καταφέρνω – καὶ δὲν ἀντέχω – ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἔχω (ἐπιτέλους!) καταλήξει ὅτι δὲν μὲ ἐνδιαφέρει κιόλας ἡ «διάδοση τῆς δουλειᾶς μου» σὲ αὐτούς, καὶ μὲ αὐτοὺς τοὺς ὅρους. Ἐξάλλου, δὲν εἶμαι λογοτέχνης, δὲν θὰ ἔλεγα ποτὲ σὲ κανέναν ὅτι εἶμαι συγγραφέας, λογοτέχνης ἢ (μὴ χειρότερα!) ποιητής. Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἐργάζεται σκληρὰ τριάντα χρόνια τώρα (σὲ ἄσχετο μὲ τὴ λογοτεχνία χῶρο), ποὺ τοῦ ἀρέσει νὰ γράφει ποιήματα καὶ ποὺ στὰ μεσοκοπήματά του ἀποφάσισε νὰ τὰ ἐκδώσει κιόλας.

Βεβαίως, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ρωτήσει (καὶ πράγματι, ἀρκετοὶ ἔχουν ρωτήσει κατὰ καιρούς), «μὰ γιατί τὰ ἐκδίδεις ἂν εἶναι ἔτσι;» – καὶ εἶναι δικαιολογημένη ἡ ἀπορία. Τὴν ἀπάντηση δυστυχῶς δὲν τὴν ξέρω καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς καὶ ὁ ἴδιος ἔχω ἀναρωτηθεῖ γιατί ἐπιμένω καὶ γιατί παίζω, ἐξ ἀφετηρίας ἡττημένος, ἐν οὐ παικτοῖς. Φοβᾶμαι πὼς ἴσως ἡ μόνη ἀπάντηση εἶναι πὼς ἐξακολουθῶ, παρὰ τὰ πάντα, πάντα νὰ ἐλπίζω πὼς ὑπάρχει κάπου ὁ μοναχικὸς ἀναγνώστης ποὺ λέει ὁ Φωκᾶς, ὁ ὁποῖος μὲ κάποιον τυχαῖο τρόπο θὰ ἀποκτήσει πρόσβαση στὸ βιβλίο καὶ θὰ δικαιώσει, διαβάζοντας, τὸ ἀπονενοημένο διάβημα τῆς ἔκδοσης.

Ἡ ἐλπίδα, τὸ πιὸ βρώμικο ἀπὸ ὅσα μᾶς δόθηκαν μαρτύρια (ποὺ λέει καὶ τὸ «ἔλεος») εἶναι τὸ πραγματικὸ μαρτύριο τοῦ Ταντάλου, φαίνεται: δὲν πεθαίνει. Δυστυχῶς.