Sandro Penna: ἐπιθυμία, μοναδικότητα, οὐσία

Τὴν ποίηση τοῦ Σάντρο Πέννα τὴν γνώρισα χάρη στὸν Σωτήρη Παστάκα τὸ 1981. Δὲν τὸ ξέρει, ἀλλὰ τοῦ εἶμαι εὐγνώμων γιὰ αὐτὴ τὴ γνωριμία. Ἐπρόκειτο γιὰ ἔνα μικρὸ βιβλιαράκι μὲ ποιήματα τοῦ Πέννα στὴ σειρὰ τοῦ «μικροῦ δέντρου». Ἔκτοτε, ὁ Σωτήρης Παστάκας ξανακοίταξε τὶς μεταφράσεις του καὶ τὶς ξαναδούλεψε, πράγμα ἀναμενόμενο, διότι νομίζω πὼς κανεὶς εὐαίσθητος καὶ εὐσυνείδητος μεταφραστὴς δὲν μένει ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὶς μεταφράσεις του, ἰδιαίτερα ἂν μεταφράζει ποίηση, ἰδιαίτερα ἂν εἶναι ὁ ἴδιος ποιητής. Ὑπὸ αὐτοὺς τοὺς ὅρους, κάθε νέα ἀπόπειρα μετάφρασης ἑνὸς ποιήματος μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ στὸ ρυθμὸ καὶ στὴν αἴσθηση τοῦ πρωτοτύπου.

Σαράντα χρόνια, λοιπόν, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ποιητῆ, καὶ τριάντα ἕξι χρόνια μετὰ τὴν ἔκδοση ἐκείνη, χάρη στὸν Σωτήρη Παστάκα καὶ πάλι, μὲ τὴν πολύτιμη φροντίδα τοῦ Βάσσου Γεώργα καὶ τῶν ἐκδόσεων Bibliothèque,  ὁ Σάντρο Πέννα ξαναεμφανίζεται ἐνώπιόν μας, σὲ ἕνα καλαίσθητο βιβλίο μὲ τὸν τίτλο Τὸ Μάθημα τῆς Αἰσθητικῆς. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Πέννα μᾶς εἶναι πλέον πολὺ λιγότερο ἄγνωστος πιά, καθὼς ἔχουν μεσολαβήσει καὶ ἄλλες μεταφράσεις, ποιημάτων καὶ πεζῶν του, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀξιοσημείωτη εἶναι ἐκείνη τοῦ Ἐρρίκου Σοφρᾶ (Ὁ Σκονισμένος Ποδηλάτης, τὸ Ροδακιό, 2012), ἐνῶ καὶ νεότερες μεταφράσεις, ὅπως αὐτὴ τοῦ Εὐριπίδη Γαραντούδη (Ποιητική, τεῦχος 18, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2016), εἶναι ἐν ἐξελίξει.

Ἀναρωτιέμαι: δικαιολογεῖται τόσο ἐνδιαφέρον γιὰ ἕναν ποιητὴ ὀλιγογράφο, καὶ ὡς πρὸς τὴν ἔκταση καὶ ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν ποιημάτων του, ἕναν ποιητὴ προγραμματικὰ ἐλάσσονα, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ πολλοὶ ἄλλοι σημαντικοὶ ποιητὲς τῆς παγκόσμιας γραμματείας παραμένουν ἀμετάφραστοι ἢ κακομεταφρασμένοι;  Ἂν πάρει κανεὶς ἐπίσης ὑπόψη ὅτι εἰδικὰ ἡ ποίηση τοῦ Πέννα διακρίνεται καὶ ἀπὸ ἄλλα χαρακτηριστικά, ἰδιαιτέρως ἀντιδημοφιλῆ, ὅπως ἡ μονοθεματικότητά της, ἡ ἁπλότητά της καὶ ἡ μοναχικότητά της, φαίνεται ἀκόμη πιὸ δύσκολο νὰ δικαιολογηθεῖ τὸ αὐξημένο ἐνδιαφέρον μας γιὰ τὴν ποίηση αὐτὴ τὰ τελευταῖα χρόνια. Ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ τρία χαρακτηριστικὰ τῆς ποίησης τοῦ Penna ἀποτελοῦν κατὰ τὴν ἄποψή μου καὶ τὰ βασικὰ θέλγητρά της.

 

Στοιχεῖο πρῶτο: ἐπιθυμία

Ἡ ποίηση τοῦ Penna εἶναι σχεδὸν μονοθεματικὴ καὶ τὸ θέμα της εἶναι, ξεκάθαρα, ἐπαναληπτικὰ καὶ ἴσως ἐμμονικά, ὁ ἀνδρικὸς ὁμοφυλοφιλικὸς ἔρωτας.

Συνήθως, στὸ ἐντόπιο λογοτεχνικὸ πεδίο, τὰ ὁμοερωτικὰ ποιήματα κατατάσσονται σὲ δική τους κατηγορία, εἰδικοῦ ἐνδιαφέροντος. Οἱ πιὸ φωτισμένοι ἀπὸ τοὺς εἰδήμονες, ἂς εἶναι καὶ ἑτερόφωτοι, ἀντιμέτωποι μὲ ἕνα ἐρωτικὸ ποίημα ὁμοφυλοφιλικῆς διάθεσης, στὴν καλύτερη περίπτωση μιλοῦν συνοπτικὰ καὶ βιαστικὰ γιὰ τὴν «προφανὴ» σχέση μὲ τὸν Χριστιανόπουλο καὶ τὸν Καβάφη καὶ ξεμπερδεύουν, ἀλλὰ πάντως ὁ ποιητικὸς «κανόνας» φαίνεται ἐξ ὁρισμοῦ νὰ ἐξοστρακίζει τὰ ποιήματα ὁμοερωτικῆς θεματικῆς σὲ ἕναν χῶρο ἐκτὸς τῆς mainstream λογοτεχνίας.

Στὴν περίπτωση τοῦ Penna, ὡστόσο, ἡ ὁμοερωτικὴ θεματολογία, καίτοι ἀπερίφραστη, ὄχι μόνο δὲν ἐξορίζει τὴν ποίησή του στὸ ράφι μὲ τὰ «εἰδικοῦ ἐνδιαφέροντος ἀναγνώσματα» ἀλλά, παραδόξως, τῆς παραχωρεῖ μιὰ θέση στὸ mainstream, ἀκόμη κι ἂν ἕνας τοὐλάχιστον ἐκ τῶν μεταφραστῶν αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ δηλώσει ὅτι ὁ ἴδιος, κι ἂς μεταφράζει Πέννα, εἶναι πάντως straight.

Ἡ ἐρωτικὴ ἐπιθυμία στὴν ποίηση τοῦ Penna ἐμφανίζεται μὲ δύο τρόπους: ὼς βλέμμα καὶ ὡς πράξη – ὄχι, ὅμως, ὡς ἔλλειψη, οὔτε ὡς διάψευση. Εἶναι ἐπιθυμία ἐπιθετική, θετική, σίγουρη, ποὺ ὡς πρὸς τὴν ἔκφρασή της θυμίζει τὸν Ἐλύτη καὶ τὸν Ἐμπειρίκο μᾶλλον παρὰ τὸν Καβάφη. Κυριαρχεῖ ἡ προσδοκία τῆς εὐόδωσης, ἡ ἀπόλαυση τῆς πράξης, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν ἀνταποκρίνεται τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐπιθυμίας, τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο δὲν τὸ βάζει κάτω, δὲν βυθίζεται σὲ θλίψη, ἐξακολουθεῖ νὰ κοιτάζει καὶ νὰ θαυμάζει. Ὁ Penna κοιτάζει τὰ ἀγόρια του καὶ τὸ βλέμμα του ἐκφράζει εὐθέως καὶ ἀνενδοίαστα τὴν ἐπιθυμία του: τυλίγει τὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, τὸ διεκδικεῖ, τὸ ἀπαιτεῖ καὶ τὸ γεύεται. Δὲν ὑπάρχει ἀπόκρυψη, δὲν ὑπάρχει συστολή:

Τὸ βρῆκα τὸ ἀγγελούδι μου

σ᾽ἕνα ὕποπτο σινεμά.

Κάπνιζε ἕνα τσιγαράκι

κι εἶχε τὰ μάτια του ὑγρά.

 

Στοιχεῖο δεύτερο: μοναδικότητα

Ἡ ποίηση τοῦ Penna δὲν φαίνεται νὰ ἐντάσσεται σὲ κάποια ποιητικὴ παράδοση ποὺ θὰ διευκόλυνε τὶς σχηματικὲς ἀναγνώσεις, τὶς βολικὲς κατατάξεις καὶ τὴν εὔκολη ἀναγνώριση ἐκ μέρους τοῦ δήμου καὶ τῶν σοφιστῶν.  Ὁ Penna οὔτε ἀνήκει σὲ κάποια σύγχρονή του σχολή (λόγου χάρη, τὸν μοντερνισμὸ ἢ τὸν φουτουρισμό), οὔτε προαναγγέλλει προδρομικά, κάποια σύγχρονή μας τάση (ὅπως, ἂς ποῦμε, τὸν μεταμοντερνισμό, σὲ ὁποιαδήποτε ἔκφανσή του). Ἀντίθετα, τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ κυριαρχοῦσε ὁ φουτουρισμός, ἐν συνεχείᾳ ὁ ἑρμητισμός, καὶ ἐν τέλει ὁ μοντερνισμός τοῦ ὕστερου Pound καὶ τοῦ Eliot, ὁ Penna ἐπιλέγει νὰ ἀκολουθήσει ἕνα δρόμο δικό του, ποὺ μεγαλύτερη σχέση ἔχει μὲ τὸν Στράτωνα καὸ τὸν Μελέαγρο, παρὰ μὲ τοὺς συγχρόνους καὶ τοὺς ἐπιγόνους του.

Ὁ Penna εἶναι ἕνας ποιητὴς εἰκαστικός, ἴσως κινηματογραφικός: κάποια ἀπὸ τὰ ὀλιγόστιχα ποιήματά του μοιάζουν μὲ φωτογραφίες, ἄλλα μὲ σκηνὲς ἀπὸ ἰταλικὲς νεορεαλιστικὲς ταινίες,  τὶς ὁποῖες φαίνεται νὰ προοικονομεῖ ἡ ποίησή του.  Καὶ ὅπως στὸν νεορεαλισμὸ τοῦ de Sica καὶ τοῦ Rosselini (ἀλλὰ καί, ἀκόμα περισσότερο, ὅπως στὸν πιὸ λοξὸ μετανεορεαλισμὸ τοῦ πρώιμου Pasolini), ἔτσι καὶ στὴν ποίηση τοῦ Penna, τὸ βλέμμα ἑστιάζει στὴν φαινομενικὰ ἀσήμαντη καθημερινότητα καὶ ἀπομονώνει μιὰ μορφή, μιὰ κίνηση, μιὰ αἴσθηση, ἡ ὁποία μέσῳ τῆς μονοσημαντότητάς της μεγεθύνεται καὶ καταλαμβάνει ὁλόκληρη τὴν ὀθόνη:

Ἀφήνει τὸ οὐρητήριο ὁ νεαρὸς μὲ τὸ μέλος

ἀκόμη ἀπ᾽ ἔξω: ἀξιοθαύμαστη ἀμέλεια

γιὰ κάποιον ποὺ μόλις φτάνει δεκαπενταύγουστο

σ᾽ ἔνα παραθαλάσσιο χωριό.

 

Στοιχεῖο τρίτο: οὐσιαστικότητα

Ἡ ποίηση τοῦ Penna δὲν διαθέτει κανένα ἀπὸ τὰ γνωρίσματα ποὺ προσδίδουν αἴγλη καὶ προσπορίζουν ἀναγνώριση σὲ πολλοὺς ἐπιφανεῖς σύγχρονούς μας ποιητές: δὲν εἶναι ἀμφίσημη οὔτε ἑρμητική, δὲν πειραματίζεται μὲ τὴ μορφή, δὲν χρησιμοποιεῖ γλώσσα δύσβατη ἢ ἐξεζητημένη, δὲν ἐπιστρατεύει πρωτότυπα σχήματα λόγου. Ἀντιθέτως μάλιστα, ὁ Penna ἀποστρέφεται τὴν ἐκζήτηση καὶ λέει αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ θέλει νὰ πεῖ, ἁπλὰ καὶ ξεκάθαρα, σὲ γλώσσα καθημερινή, μὲ ἐλάχιστα σχήματα λόγου ἢ ἄλλα κοσμήματα. Καὶ δομεῖ ποιήματα ἔμμετρα καὶ ρυθμικά, ἐνίοτε ὁμοιοκατάληκτα, χωρὶς μορφικὲς ἐπαναστάσεις.

Ἐπειδὴ μπορεῖ. Ἐπειδὴ ἔχει, πράγματι, κάτι νὰ πεῖ. Καὶ ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ποίηση δὲν εἶναι τέχνασμα, οὔτε τεχνοτροπία. Ὅπως λέει ὁ ἴδιος, στὸ ἡμερολόγιό του, la poesia è come una “sostanza” a sè, così come la volontà, l’intelligenza.

Καὶ πολὺ ἁπλὰ θέλω νὰ πῶ πὼς ὅταν ὑπάρχει οὐσία, εὐφυία καὶ βούληση. δὲν χρειάζονται οἱ φιοριτοῦρες καὶ τὰ δεκανίκια.

Φαίνεται λοιπὸν πὼς ὁ τίτλος Τὸ Μάθημα τῆς Αἰσθητικῆς ποὺ ἐπιλέχθηκε γιὰ τὴν ἐπιλογὴ ποιημάτων ποὺ ἐξέδωσε ἡ Bibliothèque, εἶναι ἰδιαιτέρως εὔστοχος. Τὰ ποιήματα τοῦ Penna εἶναι, πράγματι, ἕνα μάθημα αἰσθητικῆς, ἤ, ἐν προκειμένῳ, ποιητικῆς. Ἐξάλλου, καὶ στὸ ὁμώνυμο ποίημα, τὸ μάθημα περνάει ἀπὸ τὸ περιβάλλον καὶ τὰ κοσμητικά του στοιχεῖα, στὴν οὐσία τῆς ἐπιθυμίας, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ οὐσιαστικότερο ὅλων, στὴν πράξη. Ἡ πράξη εἶναι ἡ δικαίωση τῆς ποίησης αὐτῆς.

[πρώτη δημοσίευση: www.bibliotheque.gr]

Λὲς καὶ ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορά: τί κοιτάζει στ᾽ ἀλήθεια ὁ ποιητὴς Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Τὰ ποιήματα τοῦ Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου τὰ διαβάζω συνήθως μὲ εὐχαρίστηση. Καὶ μοῦ φαίνεται πὼς μὲ εὐχαρίστηση ἐπίσης ἔχουν συντεθεῖ. Πρόκειται γιὰ ποιήματα ἑνὸς προγραμματικά, πιστεύω, ἐλάσσονος ποιητῆ, ποὺ καταγράφει στιγμιότυπα μιᾶς ἁπλῆς, μικροαστικῆς καθημερινότητας καὶ τὰ φωτίζει μὲ τὴ λοξὴ ματιὰ τοῦ ποιητῆ: ποιήματα χαρούμενα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ποὺ ἀναφέρονται χωρὶς ἀναστολὲς στὶς μικρὲς καὶ τὶς μεγαλύτερες χαρὲς τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ποιήματα ἐρωτικά, μὲ ἀσυνήθιστα ἀπροκάλυπτο σωματικὸ ἐρωτισμό, καὶ σὲ κάθε περίπτωση ποιήματα καλογραμμένα, καλοδομημένα, ρυθμικά, ἀπὸ ἕναν ποιητὴ ποὺ προφανῶς ἔχει κατακτήσει τὴν τεχνικὴ ἁρτιότητα.

Ἀποκαλυπτικὸ τῶν προθέσεων τοῦ Γιαννακόπουλου, ἀλλὰ καὶ ἐξόχως περιγραφικὸ τῶν ἐπιτευγμάτων τῆς συλλογῆς Τί κοιτάει στ᾽ἀλήθεια ὀ ποιητής εἶναι τὀ παρακάτω ποίημα, μὲ τὸν ἀπολύτως ταιριαστὸ τίτλο Φιλοδοξίες:

Ακούγεται ασήμαντο για φιλοδοξία
και ξεπερασμένο και ρομαντικό,
μα δεν είναι άσχημο για πεπρωμένο:

να μείνω στη μνήμη των ανθρώπων
ως εκείνος που κάθε χρόνο
έγραφε για τις αμυγδαλιές
λες και τις έβλεπε πρώτη φορά.

 

Ἡ φιλοδοξία φαίνεται θεμιτὴ καὶ μᾶλλον σεμνὴ ἐκ πρώτης ὄψεως. Ἂν συγκριθεῖ μὲ τὴ μεγαλορρημοσύνη πολλῶν (ἂν ὄχι τῶν περισσότερων) ὁμήλικων καὶ νεότερων ἀπὸ τὸν Γιαννακόπουλο ποιητῶν, ἡ φιλοδοξία νὰ γράψει κανεὶς γιὰ κάτι ἁπλό, καθημερινό, ἐπαναλαμβανόμενο, φαίνεται πράγματι σεμνότατη. Ἐντούτοις, ἂν τὴν ἐξετάσουμε προσεκτικότερα, πρόκειται γιὰ μιὰ φιλοδοξία ἀκραία: νὰ μπορεῖ νὰ γράφει κανεὶς γιὰ τὸ ἁπλό, τὸ καθημερινό, τὸ προφανές, ἐπανανακαλύπτοντάς το κάθε φορά, καὶ ἀποκαλύπτοντας κάθε φορὰ μιὰν ὄψη του ποὺ παρὰ τὴν διαρκὴ παρουσία της κάτω ἀπὸ τὴ μύτη του, παρὰ τὴν τριβή, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἄγνωστη. Ἡ πρόθεση (ποὺ μάλιστα στὸν τρίτο στίχο περιγράφεται ὡς πολὺ παραπάνω ἀπὸ ἁπλὴ πρόθεση, ἐπιθυμία ἢ φιλοδοξία: ὡς πεπρωμένο) εἶναι νὰ ἀνοικειωθεῖ ἡ οἰκεία καθημερινότητα, μὲ ὅπλο τὸ ποιητικὸ βλέμμα: ὅπλο δύσχρηστο, ποὺ θὰ ἐκπυρσοκροτοῦσε στὰ χέρια τῶν ἀδαῶν, εἰδικὰ ἐφόσον δὲν ὑπάρχει τὸ ἄλλοθι τοῦ σπουδαίου καὶ μεγάλου “ποιητικοῦ” θέματος γιὰ νὰ κουκουλώσει τὶς κακοτεχνίες, τὶς ἀστοχίες καὶ τὴν ἀγραμματοσύνη˙ ἀλλὰ ὁ Γιαννακόπουλος τὸ χειρίζεται καλά, καὶ κατὰ τὴ γνώμη μου πετυχαίνει τὸ στόχο.

Ὁ Γιαννακόπουλος γνωρίζει γράμματα. Ξέρει ἑλληνικά, ξέρει τὸν ρυθμὸ τῆς γλώσσας καὶ ξέρει τὸν ρυθμό τῆς ποίησης. Κανονικά, βέβαια, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ γνώση θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται δεδομένη ἐφόσον μιλᾶμε γιὰ ποιητή. Ἡ σύγχρονη ποιητικὴ παραγωγή, ὅμως, ἀποδεικνύει ὄχι ἁπλῶς ὅτι δὲν εἶναι δεδομένη, ἀλλὰ ὅτι εἶναι καὶ σπάνια. Καὶ ἑπομένως, χρειάζεται νὰ ἐπισημαίνεται, ὅταν συμβαίνει, ὅτι τὸ αὐτονόητο ἔχει ἐπιτευχθεῖ. Στὴν περίπτωση τοῦ Γιαννακόπουλου ἔχει ἐπιτευχθεῖ, καὶ μάλιστα σὲ πολὺ μεγάλο βαθμό: ἡ γλώσσα ρέει, δὲν ὑποκρίνεται, δὲν σκοντάφτει, δὲν αὐτοθαυμάζεται.

Ὁ χαμηλόφωνος τόνος ὅσο καὶ ἡ καθημερινή, ἐκ πρώτης ὄψεως ἀσήμαντη, θεματολογία ἀποτελοῦν προφανῶς ἐπιλογὲς τοῦ ποιητῆ, καὶ μάλιστα δύσκολες ἐπιλογές. Δὲν πρόκειται γιὰ ποιητὴ ποὺ τόσο μπορεῖ καὶ τόσο ποιεῖ, ἀλλὰ προφανῶς γιὰ ποιητὴ ποὺ ξέρει καὶ μπορεῖ καὶ ἐπιλέγει νὰ μιλήσει μὲ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ ἁπλότητα καὶ ἀμεσότητα γιὰ τὶς πιὸ κοινὲς ἐμπειρίες.

Ὁμολογουμένως, δὲν ἀποφεύγει καὶ κάποιες κακοτοπιές. Ἄλλωστε, ἡ φιλοδοξία, σύμφυτη μὲ τὴν ποιητικὴ ταυτότητα καὶ ἀναπόφευκτη, εἶναι πάντα κακὸς σύμβουλος, πόσῳ μᾶλλον ἐδῶ ποὺ τὸ στοίχημα εἶναι μεγάλο. Διότι τὸ στοίχημα δὲν εἶναι νὰ γραφτοῦν ποιηματάκια τῆς καθημερινότητας, ἀλλὰ νὰ γραφτοῦν ἅρτια ποιήματα ἐπὶ τῆς καθημερινότητας. Στὰ ποιήματά του τὰ πιὸ προγραμματικά, τὰ πιὸ δηλωτικὰ τῶν προθέσεών του καὶ λιγότερο ἀφηγηματικὰ/περιγραφικά, δὲν μοῦ φαίνεται νὰ τὰ καταφέρνει. Πρόκειται γιὰ τὰ ποιήματα στὰ ὁποῖα ἐγκαταλείπεται τὸ ἰμαζιστικὸ ὑπόβαθρο καὶ τὰ ἡνία παίρνει ἡ ἀποφθεγματικότητα ἢ ὁ διδακτισμός. Εὐτυχῶς, τὰ ποιήματα αὐτὰ εἶναι πολὺ λίγα˙ βρίσκονται κυρίως στὴν ἑνότητα Ἡ ζωὴ μέσα στὸ ποίημα, ἂν καὶ ὑπάρχουν καὶ δυὸ τρία σὲ ἄλλες ἑνότητες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸ πρῶτο, δυστυχῶς, ποίημα τῆς συλλογῆς.

Ἐντούτοις, ἂν ἐξετάσει κανεὶς τὴ συλλογὴ συνολικά, δὲν μένει ἀμφιβολία ὅτι τὸ στοίχημα ἔχει κερδηθεῖ. Κάποια ποιήματα, μάλιστα, ἀποτελοῦν παραδείγματα (μαθήματα σχεδὸν) τῆς ποιητικῆς ἀνοικείωσης τῆς καθημερινότητας καὶ τῆς ἀνύψωσης τοῦ ἐλάσσονος σὲ μεῖζον˙ ἂς ἀναφέρω ἐνδεικτικὰ τὸν “ἦχο τῆς πληγῆς” (μὲ τὴν ἔξοχη συναισθησία του καὶ τὴν μέχρι ἀσφυξίας πυκνότητά του) , τὸ “πῶς ἐπανέρχεται ἡ πραγματικότητα” (ἕνα ἀπὸ πολλὰ ὅπου δικαιώνεται ποιητικὰ ἡ ἀπροκάλυπτη σωματικότητα τῆς ἐρωτοπραξίας), τὰ “πρώιμα κεράσια” (τὰ ὁποῖα μοῦ φαίνονται σὰν μετα-ιμαζιστικὴ ἀπάντηση στὸ περίφημο “this is just to say” τοῦ Williams), τὸ “μυθιστόρημα” (ὅπου ἡ μοντερνιστικὴ σπουδὴ ὑποκύπτει στὴν καθημερινὴ ἀφήγηση) καὶ κυρίως τὸ “δῶρο”, τὸ καλύτερο, κατὰ τὴν ἄποψή μου, ποίημα τῆς συλλογῆς, ὅπου γίνεται φανερὸ πόσο καλὰ ἔχουν ἀφομοιωθεῖ τὰ διδάγματα τοῦ Νίκου Φωκᾶ καὶ τοῦ Philip Larkin:

 

Το δώρο

Πόση είναι η χαρά σου, όταν οδηγείς
κι έχεις στο διπλανό κάθισμα
ξεδιπλωμένη την ΙΟΝ αμυγδάλου,
προσεκτικά σπασμένη σε οκτώ κομμάτια,
ν᾽ απλώνεις το χέρι και να παίρνεις ένα,
κι ύστερα κι άλλο, ώς το τελευταίο,

μα τα μάτια σου στον δρόμο σταθερά,

κι όταν πας πια να μαζέψεις το περιτύλιγμα,
πόση είναι η χαρά σου τότε που ανακαλύπτεις
πως είχες χάσει το μέτρημα και βρίσκεις
ένα κομμάτι ακόμα να ᾽χει απομείνει
και το φέρνεις αργά στο στόμα να το απολαύσεις
που είναι το τελευταίο, οριστικά τώρα.

Στὸ “δῶρο” ὁ ποιητὴς περιγράφει μιὰ ἐντελῶς ἀσήμαντη καθημερινὴ ἐμπειρία μὲ τὸν τρόπο μιᾶς ταινίας. Διηγεῖται πῶς προετοιμάζει κανεὶς μιὰ μικρὴ καθημερινὴ ἀπόλαυση, τὴν κατανάλωση μιᾶς σοκολάτας, γιὰ νὰ συνοδεύσει μιὰ καθημερινὴ ἀγγαρεία, μᾶλλον. Καὶ πῶς παράλληλα μὲ τὴν ἀγγαρεία ἀπολαμβάνει κανεὶς καὶ τὴν μικρὴ του γευστικὴ ἁμαρτία. Ἀλλὰ στὸν τελευταῖο, ἀριστοτεχνικὰ δομημένο, στίχο, ἀποκαλύπτεται ὅτι πίσω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς ἀσήμαντης καθημερινότητας, γινόταν λόγος γιὰ τὸ μεῖζον, τὸ θέμα τοῦ ποιήματος δὲν ἦταν πῶς τρώει κανεὶς μιὰ σοκολάτα ὁδηγώντας, ἀλλὰ τὸ ὁριστικὸ τέλος τῆς ἀπόλαυσης˙ ὁ καταληκτήριος στίχος φωτίζει τὸ ποίημα καὶ ἀναγκαζόμαστε νὰ δοῦμε τὴν σοκολάτα ΙΟΝ ἁμυγδάλου μὲ τρόπο καινούριο, σὰν νὰ τὴν βλέπουμε γιὰ πρώτη φορά.

Ὁ ποιητὴς ἔχει προφανῶς πραγματοποιήσει τὴ φιλοδοξία του. Ἀνυπομονῶ νὰ δῶ πῶς ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα θὰ διαχειριστεῖ τὸ πεπρωμένο του.

Αἴρει, σὰν τὸ τσιγκέλι, τὸ ἄχθος τῶν μελῶν του: γιὰ μιὰ μετάφραση τῆς Πλὰθ

ariel

 

 

Ἕνα ἀπὸ τὰ προβλήματα τῆς σύγχρονης νεοελληνικῆς ποίησης εἶναι ἡ προθυμία πολλῶν ποιητῶν νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ αὐτὸ ποὺ νομίζουν ὅτι ἀποτελεῖ τὴν παγκόσμια ποιητικὴ παραγωγή. Καὶ ἡ προθυμία αὐτὴ δὲν εἶναι βέβαια προβληματικὴ ἀπὸ μόνη της, δημιουργεῖ ὅμως σοβαρὰ προβλήματα ὅταν οἱ ποιητὲς δὲν εἶναι πραγματικὰ σὲ θέση νὰ διαβάσουν τὴν παγκόσμια ποιητικὴ παραγωγὴ λόγῳ πλημμελοῦς γνώσης ξένων γλωσσῶν καὶ λόγῳ μιᾶς ἰδιαίτερα διαδεδομένης ἀνάμεσα στοὺς ποιητὲς ἀλαζονείας ποὺ δὲν τοὺς ἐπιτρέπει κἂν νὰ ὑποψιασθοῦν ὅτι ἡ ἀνάγνωσή τους τῆς παγκόσμιας ποίησης μπορεῖ νὰ εἶναι πλημμελὴς λόγῳ ἄγνοιας.

Διαβάζοντας μεταφράσεις ποίησης καμωμένες ἀπὸ νεοέλληνες ποιητές, συχνὰ διαπιστώνω πὼς οἱ μεταφραστὲς ἔχουν τόσο ἀνεπαρκὴ γνώση τῆς γλώσσας ἀπὸ τὴν ὁποία μεταφράζουν ὥστε ἡ κατανόησή τους τῶν πρὸς μετάφραση ποιημάτων εἶναι τὸ λιγότερο ἐλλιπής,  μὲ συχνὰ κωμικοτραγικὲς παραναγνώσεις. Τὸ χειρότερο, ὅμως, εἶναι ὅτι δὲν τοὺς φαίνονται περίεργες οἱ συχνὲς ἀσυνέπειες καὶ ἀσυναρτησίες ποὺ προκύπτουν στὰ μεταφράσματά τους, ἀλλὰ φαντάζονται ὅτι οἱ ἐν λόγῳ ἀσυναρτησίες καὶ ἀσυνέπειες ἀποτελοῦν στοιχεῖα τῆς ποίησης τοῦ πρωτοτύπου. Φυσικά, παίρνουν ἔτσι καὶ ἄλλους στὸ λαιμό τους, τοὺς ἀναγνῶστες τῶν ἐν λόγῳ μεταφρασμάτων, οἱ ὁποῖοι, δεδομένης τῆς ὀμερτὰ τῶν κριτικῶν, βασίμως ὑποθέτουν ὅτι οἱ ἀσυναρτησίες, οἱ ὑφολογικὲς ἀκροβασίες, οἱ ἀκατανόητες φράσεις, οἱ ἀσαφεῖς εἰκόνες καὶ τὰ ἀλλοπρόσαλλα σχήματα λόγου ἀποτελοῦν στοιχεῖα τοῦ πρωτοτύπου καὶ ὄχι ἀποτυχίες τῶν μεταφραστῶν. Ἐν συνεχείᾳ, τόσο οἱ μακάριοι μεταφραστὲς ὅσο καὶ κάποιοι ἀφελεῖς ἀναγνῶστες ποὺ γράφουν καὶ οἱ ἴδιοι ποιήματα ἀναπαράγουν παρόμοιες ἀσυνέπειες καὶ ἀσυναρτησίες στὴ δική τους ποίηση, πιστεύοντας μάλιστα ὅτι αὐτὲς ἀποτελοῦν ἔμμεσες ἀναφορὲς στὴν ξενόγλωσση ποίηση καὶ ἀκκιζόμενοι σὲ κείμενά τους καὶ συζητήσεις περὶ τῆς ποιήσεως ὅτι αὐτοὶ ἔχουν ἀφομοιώσει τὰ διδάγματα, ξερωγώ, τῆς Κάρσον καὶ τῆς Ἄρμαντραουτ, ἐνῶ οἱ ἐπικριτές τους, τοὺς ὁποίους θεωροῦν ἐπαρχιῶτες τῆς ποιητικῆς ψωροκώσταινας, ἁπλῶς τόσο ξέρουν τόσο λένε, διότι δὲν ἔχουν ἰδέα, οἱ ἀδαεῖς, τί πρόοδο ἔχει κάνει ἡ ποίηση ἀλλοῦ, δηλαδὴ στὴν κακοχωνεμένη καὶ κακομεταφρασμένη Ἑσπερία.

Σὰν δεῖγμα τῆς μεταφραστικῆς ἀποτυχίας καὶ τῆς ψευδοποιητικῆς οἴησης στὴν ὁποία ἀναφέρομαι, θὰ ἤθελα νὰ ἐξετάσω ἕνα ποίημα ἀπὸ τὴ μετάφραση τοῦ ἀποκατεστημένου Ἄριελ τῆς Σύλβιας Πλάθ, ποὺ ἐξέδωσαν ἠ Ἑλένη καὶ ἡ Κατερίνα Ἡλιοπούλου ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Μελάνι τὸν Νοέμβριο τοῦ 2012. Γιὰ τὴν ἔκδοση αὐτὴ ἔχουν γραφτεῖ ἤδη ἀρκετά, καὶ αὐτὰ ποὺ ἔχουν γραφτεῖ ἀναφέρονται κυρίως στὸ μεγαλεῖο τῆς ποίησης τῆς Πλὰθ καὶ ἐλάχιστα στὴ μετάφραση, ἡ ὁποία, ὑπονοεῖται (ὅταν δὲν δηλώνεται ἀπερίφραστα) ὅτι εἶναι ἐπιτυχημένη. Δὲν ἔχει πέσει στὰ νύχια μου, ὡστόσο, καμμιὰ κριτικὴ ἢ ἔστω παρουσίαση τοῦ ἐν λόγῳ βιβλίου ποὺ νὰ ἐπικεντρώνεται, ὅπως πιστεύω θὰ ὤφειλε, στὴν ποιότητα καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς μετάφρασης τῶν ἀδελφῶν Ἡλιοπούλου. Μπορεῖ ὅσοι ἔγραψαν γιὰ τὸ βιβλίο νὰ ἦσαν ἁπλῶς εὐγενεῖς καὶ γι᾽ αὐτὸ νὰ ἀπέφυγαν τὸν σχολιασμὸ τῆς μετάφρασης˙ μπορεῖ, ὅμως, καὶ νὰ θεωροῦνται ψιλὰ γράμματα ὅλα αὐτὰ καὶ σημασία γι᾽ αὐτοὺς νὰ ἔχει μόνο τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς ἔκδοσης, σὲ ὁποιαδήποτε μετάφραση, τοῦ ἀποκατεστημένου Ἄριελ.

Ἐπέλεξα νὰ ἐξετάσω ἐδῶ ἕνα μόνο ποίημα, ἐπειδὴ θεωρῶ δίκαιο νὰ ἐξετασθεῖ ἡ συνολικὴ λειτουργία τοῦ ποιήματος καὶ ὄχι μεμονωμένες λέξεις, φράσεις ἢ στίχοι. Καὶ διάλεξα ἕνα ποίημα σχετικὰ περιορισμένης ἔκτασης, δεκαοκτὼ στίχων, στὸ ὁποῖο νομίζω ὅτι δειγματίζονται τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ μεταφραστικὰ προβλήματα τοῦ βιβλίου τῶν ἀδελφῶν Ἡλιοπούλου. Ἂς διαβάσουμε, λοιπόν, τὴ μετάφραση τοῦ ποίηματος You’re, ὅπως ἐμφανίζεται στὴ σελίδα 110 τῆς ἔκδοσης:

 

ΕΙΣΑΙ

Σαν κλόουν ολόχαρος, στηριγμένος στα χέρια σου.

Πόδια στ᾽ αστέρια, φεγγαροκέφαλος,

με βράγχια σαν ψάρι. Θρίαμβος της κοινής λογικής

ενάντια στη χαζομάρα του ντόντο.

Τυλιγμένος στον εαυτό σου σαν καρούλι,

αγρεύεις το σκοτάδι σου όπως οι κουκουβάγιες.

Μουγγός σαν γογγύλι από την 4η Ιουλίου ως την Πρωταπριλιά,

ω εσύ ανερχόμενε, καρβελάκι μου.

 

Ασαφής σαν ομίχλη και πολυαναμενόμενος σαν γράμμα.

Από την Αυστραλία κι ακόμη πιο μακριά.

Σκυμμένος Άτλας, πολυταξιδεμένη μας γαρίδα.

Στη φωλίτσα σου ζεστός σαν μπουμπούκι και βολεμένος

σαν γαύρος παστός μέσα στο βάζο.

Ένα καλάθι χέλια, όλο κυματισμούς

χοροπηδηχτός σαν μεξικάνικο φασόλι.

Σωστός, σαν επιτυχημένο άθροισμα.

Ένα λευκό μητρώο, με το δικό σου πρόσωπο.

 

Παρατηρῶ ὅτι σὲ γενικὲς γραμμές, ἡ μετάφραση εἶναι πιστή. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἔχουν ἐπιλέξει νὰ μεταφράσουν στίχο στίχο, μὲ ὅση ἀκρίβεια μποροῦν, ἀποδίδοντας κάθε λέξη, μὲ λιγότερη ἢ περισσότερη ἐπιτυχία. Παρατηρῶ, ὅμως, ἐπίσης, ὅτι ὅταν οἱ μεταφράστριες δυσκολεύονται, ὅταν δηλαδὴ δὲν κατανοοῦν, δὲν διστάζουν νὰ ἀποδώσουν μὲ ἀρκετὰ μεγάλη ἐλευθερία αὐτὸ ποὺ φαντάζονται ὅτι λέει ἡ φράση.

Στὸ “Εἶσαι” μερικὲς ἀπὸ τὶς δυσκολίες κατανόησης ποὺ φαίνεται ὅτι προέκυψαν ἐντοπίζονται στὰ ἑξῆς σημεῖα:

  • Στὸν δεύτερο στίχο, ὅπου τὰ πόδια στὰ ἀστέρια μᾶς κάνουν νὰ φανταζόμαστε ἕναν γαλαξιακῶν διαστάσεων γίγαντα, ἐνῶ τὸ to the stars τοῦ πρωτοτύπου ὑποδηλώνει ἁπλῶς τὴ στάση τοῦ σώματος, μὲ τὰ χέρια κάτω καὶ τὰ πόδια νὰ κοιτάζουν τὰ ἀστέρια.
  • Στὸν τρίτο καὶ τέταρτο στίχο, ὅπου ἡ ἀκατανόητη φράση περὶ τοῦ θριάμβου τῆς κοινῆς λογικῆς καὶ τῆς χαζομάρας τοῦ ντόντο ἀποδίδει τὸ a common-sense /Thumbs-down on the dodo’s mode. Δὲν γνωρίζω ποῦ εἶδαν τὸν θρίαμβο τῆς κοινῆς λογικῆς καὶ τὴν χαζομάρα οἱ μεταφράστριες, ὑποψιάζομαι ὅμως ὅτι μᾶλλον δὲν ἔχουν ἀντιληφθεῖ τὸ συγκείμενο τοῦ ποιήματος.
  • Στὸν ἕβδομο στίχο, ὅπου οἱ μεταφράστριες μᾶλλον θεώρησαν παράδοξο νὰ ψαρεύει μιὰ κουκουβάγια καὶ ἐπέλεξαν νὰ ἀποδώσουν τὸ trawl μὲ τὸ εὐπρεπὲς καὶ ἀσαφὲς ἀγρεύω˙ καὶ πάλι, φαίνεται πὼς δὲν ἔχουν ἀντιληφθεῖ γιὰ ποιό λόγο θὰ ἔπρεπε τὸ πλάσμα αὐτὸ νὰ ψαρεύει καὶ ὄχι, βεβαίως, νὰ ἀγρεύει!
  • Στὸν ἑνδέκατο στίχο, ὅπου οἱ μεταφράστριες ὰποφάσισαν ὅτι τὸ γράμμα τοῦ δέκατου στίχου προέρχεται ἀπὸ τὴν Αὐστραλία, καὶ ὄχι ὅτι τὸ πρόσωπο στὸ ὁποῖο τὸ ποίημα ἀπευθύνεται βρίσκεται ἀκόμη πολὺ μακρυά.
  • Στὸν δωδέκατο στίχο, ὅπου οἱ μεταφράστριες δὲν ἦσαν σίγουρες σὲ τί ἢ σὲ ποιόν ἀναφερόταν τὸ Atlas στὸ πρωτότυπο, καὶ ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἀφήσουν ἔτσι ἀσαφὴ καὶ χωρὶς ἄρθρο (γενικῶς μὲ τὰ ἄρθρα δὲν φαίνεται νὰ τὰ πηγαίνουν πολὺ καλά), προφανῶς μὴ ἀντιλαμβανόμενες ὅτι ἐδῶ πρόκειται γιὰ τὸν μυθικὸ Ἄτλαντα.
  • Στὸν δέκατο ὄγδοο στίχο, ὅπου οἱ μεταφράστριες ἐπέλεξαν νὰ ἀποδώσουν τὸ clean slate μὲ γραφειοκρατικὴ γλώσσα καὶ νὰ μιλήσουν γιὰ λευκὸ μητρῶο.

Στὴν πραγματικότητα, τὰ λάθη αὐτὰ δὲν θὰ εἶχαν ἰδιαίτερη σημασία καὶ οἱ δασκαλίστικες ἐπισημάνσεις μου θὰ ἦσαν ἁπλῶς ἀνόητα σχολαστικές, ἐὰν παρὰ τὶς μικρὲς αὐτὲς “ἀπιστίες”, ἔβγαινε κάποιο νόημα. Τὸ πρόβλημα, ὅμως, εἶναι ὅτι νόημα δὲν βγαίνει. Καί, τὸ χειρότερο, ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν λαθῶν καθὼς καὶ κάποιων ἄστοχων, τὸ λιγότερο, ὑφολογικῶν ἐπιλογῶν, εἶναι ἀδύνατο νὰ δεῖ ὁ ἀναγνώστης πῶς συνδέονται ὅλα αὐτὰ καὶ σὲ ποιόν ἢ σὲ τί, τέλος πάντων, ἀπευθύνεται τὸ ποίημα˙ ἄν, ὅμως, διαβάσει κανεὶς τὸ πρωτότυπο, τὰ πράγματα ξεκαθαρίζουν, τὸ νόημα τοῦ ποιήματος ἀποκαθίσταται καὶ ἡ μετάφραση ἀποκαλύπτεται ἀκόμη πιὸ ἀποτυχημένη.

Διότι τὸ ποίημα ἀπευθύνεται σὲ ἕνα ἕμβρυο ποὺ βρίσκεται, προφανῶς, ἀκόμη στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του. Αὐτὸ εἶναι τὸ στοιχεῖο ποὺ δίνει νόημα καὶ συνέπεια στὸν φαινομενικὰ ἀσύνδετο κατάλογο περιγραφῶν ποὺ παρατίθενται στὶς δύο ὄχι τυχαῖα ἐννεάστιχες στροφές. Ἂν ξαναδιαβάσει κανεὶς τὸ ποίημα μὲ αὐτὸ τὸ δεδομένο, ἀντιλαμβάνεται πόσο ταιριαστὲς εἶναι οἱ ἡμερομηνίες στὸν ὄγδοο στίχο, ἀλλὰ καὶ οἱ περιγραφὲς καὶ οἱ μεταφορές, συμπεριλαμβανομένων αὐτῶν ποὺ ἔχουν χαθεῖ ἢ ἀκυρωθεῖ στὴ μετάφραση. Ἀντιλαμβάνεται ἐπίσης κανεὶς καὶ ἄλλα λάθη τῆς μετάφρασης, ὅπως κάποιες ὑφολογικὲς ἐπιλογὲς ποὺ προφανῶς δὲν ταιριάζουν ὅταν ἀπευθύνεται κανεὶς σὲ ἀγέννητο παιδί (ὅπως οἱ λέξεις ἀγρεύεις, ἀνερχόμενε, ἄθροισμα καὶ μητρῶο). Τέλος, παρατηρεῖ κανεὶς καὶ λάθη στὴ σύνταξη: τὸ ὑποκείμενο καὶ τὸ ρῆμα (you’re) ὑπονοεῖται στὴν ἀρχὴ κάθε φράσης καὶ ἐπιβάλλει στὴ μετάφραση νὰ ἀκολουθηθεῖ σύνταξη κατηγορουμένου, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἔχει γίνει προφανῶς ἀντιληπτὸ καὶ δυσχεραίνεται ἀκόμη περισσότερο ἡ ἀνάγνωση τοῦ ποιήματος.

 

Γι᾽αὐτὸ ἐπιμένω ὅτι πρὶν ἀκόμη ἀνοίξει ἡ συζήτηση γιὰ ζητήματα ὕφους ἢ μουσικότητας, θὰ πρέπει νὰ τεθοῦν ζητήματα πιὸ οὐσιώδη ἀκόμη: προβλήματα στοιχειώδους κατανόησης λέξεων, ἐκφράσεων καὶ συντακτικῶν δομῶν, προβλήματα στοιχειώδους κατανόησης ὕφους καὶ ροῆς τοῦ λόγου. Διότι ὅση ποιητικὴ ἄδεια κι ἂν σοῦ ἐπιδαψιλεύσει ἡ μούσα σου, ὅποια μεταφραστικὴ θεωρία κι ἂν ἐπικαλεσθεῖς, ὅσες ἀνάγκες τοῦ ρυθμοῦ κι ἂν χρησιμοποιήσεις ὡς ἄλλοθι, τὰ λεξιλογικὰ λάθη παραμένουν λάθη, οἱ συντακτικὲς παρανοήσεις παραμένουν παρανοήσεις καὶ ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὰ ὑφολογικὰ ἐπίπεδα τῆς γλώσσας παραμένει τραγική. Τὸ χειρότερο, ὅμως, εἶναι ὅτι τὸ μεταφρασμένο ποίημα δὲν βγάζει νόημα, ὅσο ξεκάθαρο κι ἂν εἶναι τὸ πρωτότυπο.

Λάθη σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς σὲ σχεδὸν ὅλα τὰ ποιήματα τῆς ἔκδοσης αὐτῆς τοῦ  Ἄριελ. Ἐντελῶς ἐνδεικτικά, ὅσο ἀφορᾶ τὸ λεξιλόγιο, state of repair δὲν εἶναι ἡ ἀποκατάσταση (οὔτε ἡ ἐπισκευή, παρεμπιπτόντως), shift δὲν σημαίνει ἐπιδεικνύω, freakish δὲν σημαίνει φρικτός, suck breath (καὶ μάλιστα like mileage) δὲν σημαίνει ἀγκομαχῶ (καὶ μάλιστα σὰν μηχανή!), καὶ κάτι ποὺ περιγράφεται ὡς unasked for μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι εὐπρόσδεκτο, ἀλλὰ σίγουρα δὲν εἶναι ἀπρόσμενο.

Ὡς πρὸς τὴ γραμματικὴ καὶ τὴ σύνταξη, ἂς σημειώσουμε, καὶ πάλι ἐνδεικτικά, ὅτι στὰ ἑλληνικά, τὰ ποιητικὰ αἴτια δὲν εἰσάγονται μὲ γιά, ὁ παρακείμενος δὲν ἐκφράζει ἀόριστο παρελθοντικὸ χρόνο, καὶ τὸ ἀόριστο ἄρθρο τῆς ἀγγλικῆς δὲν μεταφράζεται πάντα (γιὰ τὴν ἀκρίβεια, σπανίως μεταφράζεται) ὡς ἕνας, μιά, ἕνα, ἐνῶ ἀντίθετα τὸ ὁριστικὸ ἄρθρο εἶναι ἀπαραίτητο πρὶν ἀπὸ τὰ κύρια ὀνόματα στὴ γλώσσα μας.

Βεβαίως, θὰ μποροῦσε κανεὶς μὲ θρασύτητα νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἐπιλέγει ἀμφίβολες ἢ σόλοικες μεταφράσεις σὲ κάποιες περιπτώσεις διότι τὸν ἐνδιαφέρει περισσότερο ἡ ἀπόδοση τοῦ ὕφους τοῦ πρωτοτύπου καὶ ὅτι στὸ βωμὸ τοῦ ὕφους ἀναγκάστηκε νὰ θυσιάσει τὴν ὀρθότητα˙ ὅταν, ὅμως, στὴ μετάφρασή του ἐμφανίζεται καὶ τὸ τσιγκέλι ποὺ αἴρει ἄχθος καὶ τὸ ἐπεξεργασμένο χιόνι καὶ ἡ γυμνὴ ὀξείδωση τοῦ κόνδορα, τότε οἱ ἀξιώσεις νὰ χτίσει ὕφος ἔχουν πάει περίπατο πρὸ πολλοῦ.

Τέλος, περιμένει κανείς, ἰδιαίτερα ὅταν μιὰ μετάφραση ποιητικοῦ ἔργου συνοδεύεται ἀπὸ περισπούδαστη εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ καὶ σημειώσεις, ὅτι κάποιες στοιχειώδεις πραγματολογικὲς ἀναφορὲς εἶναι γνωστὲς στὸν μεταφραστὴ καί, ἂν δὲν ἐπισημαίνονται στὶς σημειώσεις, τοὐλάχιστον ἀποδίδονται μὲ τρόπο ποὺ νὰ δείχνει ὅτι ἔγιναν κατανοητὲς καὶ κυρίως ποὺ νὰ ἐπιτρέπει στὸν ἀναγνώστη νὰ τὶς ἐπισημάνει: δὲν ἔχει ἰδιαίτερο νόημα, ἂς ποῦμε, νὰ ἀναφέρεσαι στὰ “μαντίλια τῆς Ἰσιδώρας”, ὅταν ἡ ἀναφορὰ εἶναι στὴν Ἰσιδώρα Ντάνκαν καὶ στὸν φρικτὸ θάνατό της˙ οὔτε νὰ ἀναφέρεσαι σὲ “ναζιστικὰ” ἀμπαζούρ, ὅταν πρόκειται γιὰ τὰ ἀμπαζοὺρ ἀπὸ ἀνθρώπινο δέρμα θυμάτων τῶν ναζιστικῶν στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Ἐὰν δὲν ἐπρόκειτο γιὰ μετάφραση ἑνὸς σημαντικοῦ ἔργου τῆς παγκόσμιας γραμματείας ποὺ συνυπογράφει γνωστὴ ποιήτρια τῆς νεότερης ἑλληνικῆς γραμματείας, ἴσως δὲν θὰ ἄξιζε τὸν κόπο νὰ ἀσχοληθεῖ κανείς. Ἀλλὰ σὲ μιὰ χώρα ὅπου ἀκόμη καὶ καλοὶ ποιητὲς μεταφράζουν προχείρως καὶ πλημμελῶς σπουδαῖα ἔργα τῆς παγκόσμιας ποίησης (ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Ἀριστοτέλη Νικολαΐδη καὶ τὴ φαιδρὴ μετάφρασή του τῶν Ἁπάντων τοῦ Ἔλιοτ), ὅπου ἔχουμε φθάσει νὰ μεταφράζει ἄλλη ποιήτρια τὸ “a case of dog food” περίπτωση σκυλοτροφῆς, καὶ νὰ θεωρεῖται, παρ᾽ ὅλα αὐτά, σπουδαία μεταφράστρια τῆς Sexton, νομίζω ὅτι θὰ πρέπει ἐπιτέλους νὰ ἀρχίσουν νὰ ἐπισημαίνονται τὰ ὀλισθήματα. Ἂν μή τι ἄλλο, ὤστε νὰ πάψει νὰ διαιωνίζεται ἡ ἐντύπωση ὅτι ἡ μετάφραση τῆς ποίησης εἶναι ἕνας εὔκολος τρόπος νὰ αὐξηθεῖ ἡ ἀνταλλακτικὴ ἀξία τοῦ ποιητῆ – μεταφραστῆ στὸ χρηματιστήριο τοῦ λογοτεχνικοῦ πεδίου. Καὶ κυρίως, ὥστε νὰ σταματήσουν οἱ ἀθῶοι ἀναγνῶστες νὰ πιστεύουν ὅτι ἡ Πλὰθ καὶ ἡ Σέξτον, γιὰ παράδειγμα, ἔγραφαν ἀσυναρτησίες ἢ ὅτι οἱ ἀσυναρτησίες ποὺ πράγματι γράφουν οἱ ὑποτιθέμενοι ἐπίγονοί τους ἐν Ἐλλάδι βαδίζουν στὰ χνάρια σπουδαίων ποιητῶν καὶ ποιητριῶν.