Louise Glück, Μιὰ ἀνάμνηση

Ὑπέφερα ἀπὸ μιὰ νόσο

τῆς ὁποίας τὰ αἴτια ποτὲ δὲν προσδιορίστηκαν

ἂν καὶ μοῦ ἦταν ὅλο καὶ πιὸ δύσκολο νὰ συνεχίσω νὰ ὑποκρίνομαι

ὁμαλότητα, καλὴ ὑγεία ἣ χαρὰ τῆς ζωῆς –

Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς ἤθελα νὰ κάνω παρέα μόνο μὲ ὅσους ἦσαν σὰν ἐμένα

Ἔψαχνα παντοῦ νὰ τοὺς βρῶ, κατέβαλλα μεγάλη προσπάθεια

καὶ δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο

καθὼς ἦσαν ὅλοι κρυμμένοι ἢ μεταμφιεσμένοι.

Στὸ τέλος ὅμως βρῆκα κάποιους ὁμοίους μου

καὶ πότε πότε πήγαινα περίπατο

στὸ ποτάμι μὲ ὅποιον εὐκαιροῦσε

καὶ τοῦ μιλοῦσα μὲ μιὰ εἰλικρίνεια ποὺ εἶχα σχεδὀν ξεχάσει —

Ἐντούτοις, τὶς περισσότερες φορὲς σωπαίναμε, προτιμούσαμε

τὸ ποτάμι ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε —

Στὶς ὄχθες χόρευε τὸ χορτάρι μὲ τὸ φθινοπωρινὸ ἀεράκι.

Καὶ μοῦ θύμιζε, νόμιζα, ἕνα τοπίο

ἀπὸ τὴν παιδική μου ἡλικία, ἀλλὰ

δὲν ὑπῆρχε ποτάμι στὴν παιδική μου ἡλικία,

μόνο σπίτια καὶ κῆποι. Ὁπότε τὸ πιθανότερο εἶναι

πὼς ἐπέστρεφα στὸν καιρὸ ἐκεῖνο

πρὶν ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία, στὴ λήθη, ἴσως

αὐτὸ νὰ ἦταν τελικὰ τὸ ποτάμι ποὺ θυμόμουν.

Γελοῖοι ἔρωτες

Ἔγραψε ἐκεῖνο τὸ ἰδιαίτερο βιβλίο σὲ κατάσταση παραφορᾶς. Μέρα νύχτα ἔγραφε, ἔσβηνε, ξανάγραφε. Μείνανε στὸ τέλος καμιὰ εἰκοσαριὰ ποιήματα ποὺ πίστευε πὼς αἰχμαλώτιζαν ὅλο του τὸ πάθος. Τὰ τύπωσε σὲ πολυτελὲς χαρτί. Ὕστερα διέγραψε ἐπιμελῶς κάθε ἴχνος τους ἀπὸ τὸν ὑπολογιστή. Παρέδωσε τὸ μοναδικὸ ἀντίτυπο στὸν ἄντρα ποὺ εἶχε ἐμπνεύσει ὅλο ἐκεῖνο τὸ πάθος.  Μὲ τὴ βεβαιότητα πὼς θὰ τὸν συγκινήσει ἐπιτέλους. Ἐκεῖνος, ἀσφαλῶς, δὲν τὸ διάβασε, οὔτε θὰ τὸ διαβάσει ποτέ. Κατέληξε στὶς ἑρπύστριες κάποιου ἀπορριματοφόρου. Τὸ ἴδιο, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, βράδυ.

Πέρασαν χρόνια. Θυμήθηκε τὸν ἄντρα ἐκεῖνον βλέποντας ἕνα χυδαῖο σήριαλ στὴν τηλεόραση. Θυμήθηκε τὸ πρόσωπό του, τὴ φωνή του, τὶς κινήσεις του. Θυμήθηκε τὴ διάψευση καὶ τὴ θλίψη. Καὶ ἀπόρησε, καθὼς ἦταν πιὰ σαφὲς ὅτι ὁ ἄξεστος ἐκεῖνος ἄντρας ποτὲ δὲν ὑπῆρξε ἀξιέραστος.

Ἀπὀ τὰ ποιήματα δὲν μπόρεσε νὰ θυμηθεῖ οὔτε στίχο. Ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ εἶχε σημασία, καθὼς εἶχαν περάσει πιὰ τὰ χρόνια καὶ τίποτε δὲν εἶχε σημασία. Μιὰ νομοτελειακὴ αἴσθηση γελοιότητας περιέβαλλε πλέον τόσο τὶς ἀναμνήσεις ὅσο καὶ τὶς ἀπώλειες.

Limbo

ἔρχεται καὶ φεύγει
σὰν πνοὴ ἀνέμου

δὲν ξέρω ποτὲ
ἂν εἶναι ἐδῶ
ἂν ἦταν ἐδῶ πρὶν λίγο
ἂν ἔχει φύγει
ἂν ἦρθε ποτὲ

δὲν ρωτῶ
εἶδες κάτι
ἄκουσες κάτι

κρατῶ κρυφὴ
τὴν πιθανότητα
αὐτῆς τῆς παραίσθησης
ἢ αὐτῆς τῆς παρουσίας

τὸ βλέμμα μου βέβαια
δὲν ἑστιάζει ὅπως κάποτε πιὰ

γι᾽αὐτὸ συχνὰ
φορῶ μαῦρα γυαλιὰ


ὅσο μπορῶ
κρατῶ κρυφὴ
τὴν ἀρρώστια