Τὸ Ἀργυροῦν Παράσημον τοῦ Φοίνικος

Vanity, definitely my favorite sin.[1]

Εἶναι γνωστὰ τὰ περιστατικὰ ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ βράβευση τοῦ Καβάφη ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση τὸ 1926. Συνοπτικά: ὁ δικτάτωρ Πάγκαλος ἀπένειμε στὸν ποιητὴ τὸ Ἀργυρὸ Παράσημο τοῦ Τάγματος τοῦ Φοίνικος. τὸ ὁποῖο ἀπένειμε ἐπίσης τὴν ἴδια χρονιὰ στὴν σπουδαία Ἰσπανίδα χορεύτρια Áurea de Sarrá. Πολλοὶ σχολιαστὲς σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν ποιητὴ νὰ μὴν δεχθεῖ τὴν παρασημοφόρησή του, εἴτε προβάλλοντας πολιτικοὺς λόγους (ὅτι ὁ Πάγκαλος ἦταν δικτάτορας) εἴτε συγκρίνοντάς τον ὑποτιμητικὰ μὲ τὴν de Sarrá (σεξιστικὰ καὶ χυδαῖα δηλώνοντας ὅτι δὲν μπορεῖ ἕνας ποιητὴς καὶ μιὰ χορεύτρια νὰ τιμῶνται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο). Μάλιστα, στὸ περιοδικὸ Ἶσις τῆς Ἀλεξάνδρειας δημοσιεύτηκε ὣς καὶ χυδαία γελοιογραφία [2]  τοῦ Ν. Παππᾶ (τὸν ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ περιγράψει κανεὶς ὡς τὸν Χαντζόπουλο τῆς ἐποχῆς) μὲ ὑπότιτλο «Ο δύο παρασημοφορηθέντες κα ο ναρίθμητοι μνηστρες». Φαίνεται πὼς ἦταν τόση ἡ πίεση ποὺ τοῦ ἀσκήθηκε, ὥστε ὁ Καβάφης ἀναγκάστηκε νὰ ἀπαντήσει μὲ τὴν ἐξῆς δήλωση: «Τ παράσημο μο τ πένειμε λληνικ Πολιτεία, τν ποία σέβομαι καὶ ἀγαπ. πιστροφ το παρασήμου θ εναι προσβολ κ μέρους μου πρς τν λληνικν Πολιτείαν, γι’ ατ κα τ κρατ».[3]

Βρίσκω ἐνδιαφέρον στὴν ἱστορία αὐτὴ ὄχι τὸ ἴδιο τὸ γεγονὀς τῆς παρασημοφορίας, ἂν καὶ ἦταν ἡ μόνη διάκριση ποὺ δέχθηκε ὁ ποιητὴς ἐν ζωῇ, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τέθηκε δημόσια, μὲ ἐπιμονή, τὸ ἐρώτημα ἂν θὰ ἔπρεπε, γιὰ ἠθικοὺς (ὅπως ἀντιλαμβάνονταν τὴν ἠθικὴ κάποιοι δημοσιολογοῦντες τῆς ἐποχῆς) καὶ πολιτικοὺς λόγους, νὰ δεχθεῖ ὁ Καβάφης τὴ διάκριση αὐτή. Ἔκτοτε, δηλαδὴ τὰ τελευταῖα ἑκατὸ σχεδὸν χρόνια, ἐλάχιστες φορὲς ἔχει γίνει δημόσια συζήτηση γιὰ τὸ ἂν εἶναι ἠθικὰ καὶ πολιτικὰ θεμιτὸ νὰ δεχθεῖ κάποιος λογοτέχνης μιὰ διάκριση˙ καὶ αὐτὴ ἡ ἐλάχιστη συζήτηση ἔχει γίνει κατόπιν ἑορτῆς, στὶς σπάνιες περιπτώσεις ποὺ συγγραφεῖς ἀρνήθηκαν διακρίσεις, ὅπως ἂς ποῦμε ὅταν ὁ Χριστιανόπουλος ἀρνήθηκε τὸ Μεγάλο Κρατικὸ Βραβεῖο τὸ 2012.

Στὴν πραγματικότητα, ἀνεξαρτήτως τῆς πολιτικῆς τοποθέτησής τους, ἀλλὰ ἀκόμη πιὸ ἐντυπωσιακά, ἀνεξαρτήτως τῆς πολιτικῆς καὶ ἠθικῆς θέσης ποὺ ἐκφράζουν, ὅσοι ἐκφράζουν, μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο τους, οἱ συγγραφεῖς μας φαίνεται νὰ ἐπιζητοῦν, καὶ φυσικὰ νὰ ἀποδέχονται ἀσμένως, ὅλες τὶς διακρίσεις, σημαντικὲς καὶ ἀσήμαντες, ποὺ κυκλοφοροῦν στὸ λογοτεχνικὸ πεδίο: εἴτε πρόκειται γιὰ κάποιο Κρατικὸ Βραβεῖο ἢ Βραβεῖο τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, εἴτε γιὰ βραβεῖο κάποιου περιοδικοῦ, εἴτε γιὰ βραβεῖο πολιτιστικοῦ συλλόγου τοῦ τόπου καταγωγῆς τους, εἴτε γιὰ χορηγία κάποιου ἱδρύματος πολιτισμοῦ, εἴτε ἁπλῶς γιὰ τὴν ἐπιτυχὴ εἰσδοχή τους σὲ κάποια συντροφιά, κύκλο ἢ ἕνωση ὁμοτέχνων. Καὶ κανεὶς δὲν διανοεῖται νὰ θέσει κἂν τὸ ἐρώτημα ἂν θὰ ἔπρεπε ἡ τάδε ἐπιφανὴς ποιήτρια νὰ δεχθεῖ νὰ εἶναι μέλος τῆς «ποιητικῆς συντροφιᾶς παραλίας Πτελεοῦ» ἤ ὁ δείνα ἀναγνωρισμένος ποιητὴς νὰ παραλάβει τὸ βραβεῖο τοῦ συλλόγου παραγωγῶν σκυροδέματος «ὁ Παρθενώνας». Καὶ κανέναν βραβευθέντα δὲν φαίνεται νὰ ἀπασχολεῖ ποιοί καὶ πῶς βραβεύουν ἢ ποιές εἶναι οἱ ἄλλες βραβευθεῖσες καὶ γιατί βραβεύθηκαν, καὶ κανέναν νεοεισερχόμενο σὲ συλλόγους καὶ ἑνώσεις δὲν φαίνεται νὰ ἀπασχολεῖ ποιοί συμμετέχουν στὶς ἴδιες συλλογικότητες, τί πρεσβεύουν καὶ ποιοί καὶ πῶς τὶς διοικοῦν. Δὲν ἀναφέρομαι, βεβαίως, σὲ περιπτώσεις σὰν τῆς Áurea, ἡ ὁποία ἐξάλλου ἦταν πράγματι σπουδαία χορεύτρια, ἀλλὰ σὲ περιπτώσεις ἐμφανῶς ἀγράμματων καὶ ἀτάλαντων, ποὺ μπορεῖ νὰ ἱδρύουν μὲ στόχο τὴν προβολὴ τοῦ ἀνύπαρκτου ἔργου τους συλλόγους τύπου «Παγκόσμιο Κογκρέσσο Λυρικῶν Ποιητῶν», στοὺς ὁποίους οἱ ἴδιοι προεδρεύουν καὶ ἐν συνεχείᾳ βραβεύουν, μὲ προφανὴ στόχο τὴν ἔξωθεν καλὴ μαρτυρία, ἐπιφανεῖς ποιητές, ποὺ ἀποδέχονται τὰ βραβεῖα χαμογελαστοί, νομιμοποιώντας τὴν ἄγνοια, τὴν ἀγραμματοσύνη, τὴν ἔλλειψη ταλέντου καὶ ἐν τέλει τὸν εὐτελισμὸ τῆς λογοτεχνίας.

Μοῦ φαίνεται πὼς τὸ πρόβλημα σχετίζεται μὲ δύο στοιχεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους ποὺ γράφουν λογοτεχνία: τὴν ἀνασφάλεια καὶ τὴν φιλοδοξία. Ἡ φιλοδοξία εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη μου, δεδομένη, καθὼς εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν πράξη τῆς δημοσίευσης ἑνὸς λογοτεχνικοῦ γραπτοῦ: δημοσιεύει κανεὶς ἐπειδὴ θέλει νὰ διαβαστεῖ, ἐπειδὴ πιστεύει πὼς ἀξίζει νὰ διαβαστεῖ καὶ ἐπειδὴ ἐλπίζει ὅτι θὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς ἄξιος νὰ διαβαστεῖ˙ χωρὶς τὴν φιλοδοξία δὲν θὰ ὑπῆρχε λογοτεχνικὴ παραγωγή. Ἡ ἀνασφάλεια ὡς πρὸς τὴν ποιότητα τοῦ ἔργου ποὺ παράγει κανείς, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ὑπῆρχε ἐξαρχῆς, προκύπτει συνήθως ἀμέσως μετὰ τὴ δημοσίευση, εἴτε λόγῳ δημόσιας ἀδιαφορίας, εἴτε λόγῳ περιορισμένης ἀπήχησης, εἴτε, πολὺ σπανιότερα, λόγῳ ἐκφρασμένων ἐνδοιασμῶν ἢ ἀντιρρήσεων τῆς κριτικῆς.

Ἡ ἄκριτη ἀποδοχὴ ὁποιασδήποτε πράξης ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ, ἔστω καὶ ἀπὸ ἐλάχιστους, τιμητικὴ πρὸς τὸν συγγραφέα καὶ τὸ ἔργο του ἐξυπηρετεῖ τὴ φιλοδοξία του καὶ θεραπεύει τὴν ἀνασφάλειά του. Καὶ φαίνεται πὼς εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ἀνάγκη τῶν συγγραφέων νὰ ἱκανοποιήσουν τὴ φιλοδοξία τους καὶ νὰ περιορίσουν τὴν ἀνασφάλειά τους, ὥστε ἀκόμη καὶ πολὺ καλὲς καὶ πολὺ ὀξυδερκεῖς κατὰ τὰ ἄλλα συγγραφεῖς ὑποκύπτουν ἀφελῶς (ἂν ὄχι ἐκ προμελέτης) στὸν πειρασμὸ τῆς «τιμῆς» ποὺ τοὺς κάνουν, ξεχνώντας ἢ ἐπιλέγοντας νὰ ξεχάσουν ὅτι ἡ τιμὴ τιμᾶ τὸν τιμώντα.

Δυστυχῶς, ἡ κατάσταση αὐτὴ ἔχει ὁδηγήσει ἤδη στὴν ἠθικὴ ἀπαξίωση τοῦ λογοτεχνικοῦ πεδίου συνολικά. Διότι ἡ ἀξία, ἂς ποῦμε, ἑνὸς βραβείου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ποιοί βραβεύονται καὶ ποιές τοὺς βραβεύουν˙ ἡ ἀξία μιᾶς ἕνωσης ποιητῶν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ τί σόι ποιητὲς συμμετέχουν σὲ αὐτήν καὶ τί ἀκριβῶς κάνουν ὡς μέλη της˙ καὶ γενικὰ ἡ ἀξία ἑνὸς ἐπαίνου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ὀξυδέρκεια καὶ τὴν κριτικὴ ἱκανότητα αὐτῶν ποὺ ἐπιδαψιλεύουν τὸν ἔπαινο. Ἡ σπουδαία ποιήτρια ποὺ ἐντάσσεται σὲ συλλογικότητες ἀλληλολιβανίσματος ἢ ἀποδέχεται διακρίσεις καὶ βραβεῖα ποὺ τῆς ἀπονέμουν θεσμοὶ ἀπαξιωμένοι ἔχει νὰ κερδίσει μόνο τὴν ἀπαξίωση τοῦ δικοῦ της ἔργου διὰ τοῦ συναγελασμοῦ μὲ τὸν πολτό. Ἂν τὸ ἴδιο βραβεῖο τὸ ἔπαιρνε καὶ ὁ Καβάφης καὶ ὁ Σκίπης, προφανῶς μόνον ὁ Σκίπης θὰ ὠφελεῖτο, τοποθετούμενος στὴν ἴδια κατηγορία μὲ τὸν Καβάφη.

Στὴν τελικὴ ἀνάλυση, οὔτε ἡ φιλοδοξία τοῦ συγγραφέα ἱκανοποιεῖται, οὔτε ἡ ἀνασφάλειά του θεραπεύεται, καθὼς ἡ ὑποτιθέμενη τιμὴ καταντᾶ ἀσήμαντη, μὲ τὴ συνενοχὴ βεβαίως τοῦ ἴδιου τοῦ συγγραφέα. Πρόκειται γιὰ ἕναν φαῦλο κύκλο, ἡ συμμετοχὴ στὸν ὁποῖο ἐπικυρώνει ἁπλῶς τὴ φαυλότητά του, ὥσπου ἐξαιτίας ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς φαυλότητας ἡ συμμετοχὴ παύει νὰ εἶναι τιμητική.

Εἶναι καιρός, νομίζω, νὰ ξανασκεφτοῦν οἱ εἰλικρινεῖς δημιουργοὶ σὲ τί εἴδους καταστάσεις συμπράττουν καὶ νὰ ἀποκτήσουν τὸ θάρρος νὰ ἀποχωρήσουν καὶ νὰ ἀπαξιώσουν τοὺς θεσμοὺς ποὺ δὲν ὠφελοῦν οὔτε τὴ λογοτεχνία οὔτε τοὺς ἴδιους. Εἷναι καιρός, μὲ ἄλλα λόγια, νὰ γίνουν πραγματικὰ φιλόδοξοι: νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν εὔκολη ἀλλὰ ἀναποτελεσματικὴ λύση τῆς παροδικῆς καὶ ἀμφίβολης δόξας καὶ νὰ ἐπιδιώξουν διακρίσεις ποὺ νὰ τοὺς ἀξίζουν. Ὑπάρχει ἐλπίδα κάτι ἀκόμη νὰ μπορεῖ νὰ περισωθεῖ.


[1] Ἂλ Πατσίνο, ὡς διάβολος, στὴν ταινία τοῦ 1997 Ὁ Δικηγόρος τοῦ Διαβόλου

[2] Ἡ γελοιογραφία ἀναπαράγεται ἐδῶ: Δασκαλόπουλος, Δ. καὶ Στασινοπούλου Μ., Ο Βίος και το Έργο του Κ. Π. Καβάφη, Ἀθήνα: Μεταίχμιο 2002, σελ. 122.

[3] Τσίρκας, Σ. «Κ.Π. Καβάφης, σχεδίασμα χρονογραφίας τοῦ βίου του», στὴν Ἐπιθεώρηση Τέχνης, τχ. 108, Δεκέμβριος 1963, σ. 699

[πρώτη δημοσίευση στὸ περιοδικὸ Ἀντίλογος, τεῦχος 3, φθινόπωρο 2023]

Σχόλια

Αὐτὸς ὁ ἱστότοπος χρησιμοποιεῖ τὸ Akismet γιὰ νὰ μειώσει τὰ ἀνεπιθύμητα μηνύματα. Μάθετε τί συμβαίνει μὲ τὰ δεδομένα τῶν σχολίων σας.