Ἡ συνήθης διαδρομὴ ποὺ ἀκολουθοῦν οἱ ἐπίδοξες ποιήτριες καὶ ποιητὲς στὸν ἀγγλοσαξωνικὸ κόσμο εἶναι πολὺ συγκεκριμένη: Πρῶτα στέλνεις ποιήματά σου σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ καὶ ἱστοσελίδες. Ἐὰν γίνουν δεκτὰ καὶ ἀφοῦ δημοσιευθοῦν ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ ποιήματα αὐτὰ σὲ διάφορα περιοδικά, τὰ συλλέγεις, πιθανὸν μαζἰ μὲ ἄλλα, καὶ τὰ ἐντάσσεις σὲ μιὰ συλλογή. Ἐν συνεχείᾳ, ὑποβάλλεις τὴ συλλογή σου σὲ μικροὺς ἐκδοτικοὺς οἴκους καὶ σὲ διαγωνισμοὺς τῶν ὁποίων τὸ ἔπαθλο εἶναι ἡ χρηματοδοτόση τῆς ἔκδοσης πρώτων ποιητικῶν συλλογῶν, καὶ περιμένεις. Ἂν ὅλα πᾶνε καλά, δηλαδὴ ἂν τὰ ποιήματά σου ξεχωρίσουν καταρχὰς ἀπὸ τὸν πολτὸ τῶν χιλιάδων ποιημάτων ποὺ ὑποβάλλονται στὰ λογοτεχνικὰ περιοδικά, καὶ ἂν ξεχωρίσουν ἐπίσης ἀπὸ τὶς ἑκατοντάδες ποὺ ὑποβάλλονται στοὺς ἐκδοτικοὺς οἴκους, καὶ ἂν ἐξασφαλίσεις διαγωνιζόμενος κάποια χρηματοδότηση, τότε τὸ ποιητικό σου πόνημα θὰ ἐκδοθεῖ. Ἡ διαδικασία αὐτή, ἀπὸ τὴν ὑποβολὴ ποιημάτων σὲ περιοδικὰ ὣς τὴν ἔκδοση τοῦ βιβλίου, θὰ σοῦ πάρει τοὐλάχιστον τρία χρόνια.
Ὑπάρχει, βέβαια, καὶ ἐναλλακτικὴ λύση, ἂν βιάζεσαι νὰ δεῖς τὸ ἔργο σου τυπωμένο: μπορεῖς νὰ προχωρήσεις σὲ αὐτοέκδοση, ἤ, ἂν θέλεις ὀπωσδήποτε νὰ φαίνεται ὅτι ὑπάρχει καὶ κάποιος ἐκδοτικὸς οἶκος ποὺ σὲ ἐμπιστεύθηκε, νὰ καταφύγεις σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκδοτικὲς ἑταιρεῖες ποὺ οἱ ἀγγλοσάξωνες εὐγενικὰ ὀνομάζουν «ἐκδοτικοὺς οἴκους μὲ χορηγία» (subsidy press) καὶ λιγότερο εὐγενικὰ περιγράφουν ὡς «ἐκδοτικοὺς οἴκους ματαιοδοξίας» (vanity press). Οἱ ἐν λόγῳ ἑταιρεῖες θὰ ἀναλάβουν προθύμως νὰ ἐκδώσουν ὁποιοδήποτε βιβλίο, ἐφόσον ὁ συγγραφέας πληρώσει τὸ ἀντίτιμο. Τὰ κέρδη τῶν περισσότερων τέτοιου εἴδους ἐκδοτικῶν ἑταιρειῶν προέρχονται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὰ ποσὰ ποὺ τοὺς πληρώνουν οἱ συγγραφεῖς˙ ἐξυπακούεται ὅτι δὲν ἀσχολοῦνται οὔτε μὲ τὴν προώθηση οὔτε μὲ τὴ διακίνηση τῶν βιβλίων ποὺ ἐκδίδουν, τὰ ὁποῖα ἐξάλλου δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ εἶναι ὑποψήφια γιὰ κανένα ἀπὸ τὰ πολλὰ βραβεῖα ποὺ ἀπονέμουν διάφορα ἱδρύματα, καθὼς τὰ ἱδρύματα ἀποκλείουν ἐξ ἀρχῆς αὐτοεκδόσεις καὶ ἐκδόσεις ματαιοδοξίας.
Ἡ διαδικασία ἔκδοσης ἑνὸς ποιητικοῦ βιβλίου στὴν Ἑλλάδα παρουσιάζει κάποιες ὁμοιότητες μὲ τὸ τελευταῖο μόνο σκέλος τῆς διαδικασίας τῆς Ἑσπερίας, ἂν καὶ ἀκόμη καὶ ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ σκέλος ὑπάρχουν σημαίνουσες διαφορές. Καὶ ἐδῶ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐκδώσει τὸ βιβλίο του μόνος του ἢ μὲ τὴ βοήθεια κάποιου οἴκου ἐξυπηρέτησης συγγραφικῆς ματαιοδοξίας ἢ μπορεῖ νὰ τὸ ὑποβάλει σὲ ἕναν «κανονικὸ» ἐκδοτικὸ οἶκο. Ὡστόσο, στὴν ἑλληνικὴ ἐκδοτικὴ πραγματικότητα, ἡ πλειονότητα τῶν «κανονικῶν» ἐκδοτικῶν οἴκων ἐκδίδουν ποιητικὰ βιβλία ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι ὁ συγγραφέας θὰ ἐπωμισθεῖ τὰ ἔξοδα τῆς ἔκδοσης καθὼς καὶ κάποιο ἐπιπλέον ποσό, ποὺ κυμαίνεται ἀνάμεσα στὰ τριακόσια καὶ τὰ ἕξι χιλιάδες Εὐρώ, ἀνάλογα μὲ τὸ μέγεθος καὶ τὸ κύρος τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου. Δὲν ὑπάρχει, ἑπομένως, σαφὴς διάκριση μεταξὺ οἴκων συγγραφικῆς ματαιοδοξίας καὶ «κανονικῶν» ἐκδοτικῶν οἴκων, καθὼς ἀκόμη καὶ ἕνα βιβλίο ποὺ ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπὸ ἕναν οἶκο μὲ κάποιο κύρος δὲν μπορεῖ ποτὲ κανεὶς νὰ ξέρει ἂν ἐκδόθηκε μετὰ ἀπὸ ἀξιολόγηση ἢ ἂν ἡ ἔκδοση ἀποτελεῖ τὸν καρπὸ μιᾶς οἰκονομικῆς συναλλαγῆς.
Δεδομένου, λοιπόν, ὅτι δὲν ὑπάρχει οὐσιαστικὰ κανενὸς εἴδους κρησάρα σὲ κανένα στάδιο, τὰ ποιητικὰ βιβλία ποὺ ἐκδίδονται εἶναι δυσανάλογα πολλὰ σὲ σχέση μὲ τὸν πληθυσμὸ τῆς χώρας, καὶ ἀκόμη περισσότερα σὲ σχέση μὲ τὸν πληθυσμὸ ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ποίηση˙ τὸ 2021, γιὰ παράδειγμα, ἐκδόθηκαν 1007. Ἂν λοιπὸν κάποιος ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὴν κριτικὴ τῆς ποίησης ἤθελε νὰ ἀξιολογήσει τὴ σχετικὴ ἐκδοτικὴ παραγωγή, θὰ ἔπρεπε νὰ διαβάζει δύο ποιητικὰ βιβλία τὴν ἡμέρα, ἑφτὰ μέρες τὴν ἑβδομάδα˙ ἐπιπροσθέτως, θὰ ἔπρεπε νὰ βρεῖ κάπως τὸν χρόνο νὰ σχεδιάσει, νὰ γράψει καὶ νὰ ἐπιμεληθεῖ τὶς κριτικὲς ποὺ θὰ ἔγραφε. Καθὼς δὲν ἔχει οὐσιαστικὰ τεθεῖ κανένα ἀξιολογικὸ κριτήριο πρὶν ἐκδοθεῖ τὸ κάθε βιβλίο, μοιραῖα ὅποιος φιλοδοξεῖ νὰ ἀξιολογήσει μετὰ τὴν ἔκδοση εἶναι καταδικασμένος νὰ ἀποτύχει, ἂν μή τι ἄλλο, λόγῳ ἐλλείψεως χρόνου.
Ἀναγκαστικά, ἑπομένως, θὰ πρέπει ὁ κριτικὸς νὰ ἐφαρμόσει ἄλλα κριτήρια, πιθανὸν ὄχι καὶ τόσο ἀξιολογικά, κατὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν ἔργων μὲ τὰ ὁποῖα θὰ καταπιαστεῖ. Οἱ ἐπιλογὲς εἶναι περιορισμένες: βιβλία συγγραφέων ποὺ γνωρίζει προσωπικά, βιβλία συγγραφέων τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα ἀκούγονται ὄχι ἀπαραίτητα γιὰ λόγους ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν ποίηση (π.χ. διάσημων σὲ ἄλλους τομεῖς), βιβλία ποὺ τοῦ προτείνουν φίλοι, βιβλία συγγραφέων ποὺ ἔχουν φροντίσει νὰ τοῦ συστηθοῦν, νὰ τοῦ ὑποβάλουν σέβη καὶ κολακεῖες καὶ νὰ τοῦ ἐγχειρίσουν τὰ βιβλία τους˙ πολὺ σπανίως, θὰ μποροῦσε νὰ συμπεριληφθοῦν καὶ βιβλία ποὺ ἀνακάλυψε τυχαῖα ὁ ἴδιος ὁ κριτικός.
Ἄρα ἂν κάποιος ἐπίδοξος ποιητὴς θέλει μὲ κάποιον τρόπο νὰ ἐνταχθεῖ στὸ λογοτεχνικὸ πεδίο, θὰ πρέπει νὰ γνωρίζει καὶ νὰ ἀκολουθεῖ τοὺς ὅρους τοῦ παιχνιδιοῦ, δηλαδὴ θὰ πρέπει νὰ κινητοποιήσει γνωστοὺς καὶ φίλους νὰ γράψουν, εἴτε ξέρουν γράμματα εἴτε ὄχι, γιὰ τὸ βιβλίο του, νὰ κολακεύσει ὅσο μπορεῖ περισσότερους ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀσχολοῦνται συστηματικὰ μὲ τὴν κριτικὴ τῆς ποίησης, καὶ νὰ στείλει, ἢ ἀκόμα καλύτερα, νὰ δώσει ἰδιοχείρως τὸ βιβλίο του σὲ ὅλους ὅσοι θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ ποῦν ἢ νὰ γράψουν κάτι γιὰ αὐτό. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ, βέβαια, καὶ πράγματι τὸ ἔχουν πεῖ κάποιοι, πὼς ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, αὐτὸ εἶναι τὸ λογοτεχνικὸ πεδίο, καὶ ὅποιος ἐνδιαφέρεται ἂς παίξει σύμφωνα μὲ τοὺς δεδομένους αὐτοὺς κανόνες. Μόνο ποὺ αὐτὸ δὲν λύνει κανένα πρόβλημα, ἀντίθετα διαιωνίζει τὸ πρόβλημα, καὶ εἶναι κρίμα ὅτι τὴ στάση αὐτὴ ἐπιλέγουν ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι ποὺ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους προοδευτικούς, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνονται τὴν ἀντίφαση μεταξὺ αὐτῆς τῆς προγραμματικῆς, ἀξιωματικῆς ἀποδοχῆς τῶν πραγμάτων ὡς ἔχουν καὶ ὁποιασδήποτε προοδευτικῆς πολιτικῆς τοποθέτησης, ἡ ὁποία προγραμματικὰ καὶ ἀξιωματικὰ ἐπίσης ἐπιδιώκει τὴν ἀλλαγὴ ἢ ἀκόμη καὶ τὴν ἀνατροπὴ τῶν δομῶν, τῶν σχέσεων καὶ τῶν ὅρων ποὺ κυριαρχοῦν σὲ ἕνα σάπιο πεδίο.
Ὅπως ἔχουν τὰ πράγματα, ὄχι ἀξιολόγηση δὲν μπορεῖ νὰ γίνει, ἀλλὰ οὔτε κἂν χαρτογράφηση, ὅπως ἔχουν ἀποδείξει ἀπόπειρες ποὺ καὶ ἂν ἀκόμη, μὲ καλὴ πίστη, ὑποθέσουμε ὅτι θέλησαν, πάντως δὲν κατάφεραν, ἀντιμέτωπες μὲ τὸ χάος, νὰ τηρήσουν οὔτε τὰ κριτήρια ποὺ οἱ ἴδιες ἔθεταν[1]. Ὅσο γιὰ τὴν κριτική, αὐτὴ ἔχει μοιραῖα ὑποβαθμιστεῖ εἴτε σὲ παρουσίαση βασισμένη στὰ ὀπισθόφυλλα καὶ στὰ δελτία τύπου εἴτε σὲ ἄκριτο λιβάνισμα φίλων, ἢ ἀκόμη καὶ γόνων φίλων ἢ γόνων ἐπιφανπων συγργαφέων, ποὺ φθάνει ὣς τὸ σημεῖο νὰ διατυπώνονται κρίσεις τοῦ τύπου «ἡ συλλογὴ ποὺ ἀλλάζει τὸ ποιητικὸ τοπίο» ἢ «νέο ρίγος στὴν ἑλληνικὴ ποίηση» ἐνῶ πρόκειται γιὰ ποιήματα τοῦ συρμοῦ, κακέκτυπα συνήθως σλογκανικοῦ βεληνεκοῦς στιχουργημάτων τῶν λιγότερο σημαντικῶν ἐκπροσώπων τῆς γενιᾶς τοῦ ἑβδομήντα, στιχάκια, δηλαδή, προορισμένα νὰ ἀναπαραχθοῦν ἀπὸ εὐσυγκίνητους στὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης.
Ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῶν κριτικῶν, φαίνεται ὅτι ἔχει κάποιο δίκηο ὁ Βασίλης Λαμπρόπουλος[2] ποὺ φαίνεται νὰ θεωρεῖ δεδομένο ὅτι κριτικὴ θὰ γράψει κανεὶς μόνο ὅταν ἡ ἄποψή του δὲν εἶναι ἀρνητικὴ καὶ ἐξηγεῖ ὅτι μπορεῖ ἕνας κριτικὸς νὰ μὴν ἀσχοληθεῖ καθόλου μὲ ἕνα βιβλίο ἐπειδὴ ἁπλῶς δὲν τὸ ἔχει ὑπόψη του, δὲν τὸ ἔχει καταλάβει ἢ δὲν τὸν ἐνδιαφέρει. Δυστυχῶς, ὅμως, ἔχει δίκηο ἐπίσης ὅταν κυνικὰ ὁμολογεῖ ὅτι, ἐφόσον πρόκειται περὶ ἄγνωστου βιβλίου ἄγνωστου συγγραφέα, θὰ πρέπει ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας νὰ φροντίσει νὰ θέσει τὸ ἔργο του «σε κάποιο πλαίσιο αναφοράς, συσχετίζοντάς το με κάποια συναφή έργα και σχόλια» διότι εἶναι δύσκολο ὁ κριτικὸς νὰ κάνει «όλη την προπαρασκευαστική έρευνα». Καὶ ἔχει ἐπίσης δίκηο, δυστυχῶς, ὅταν λέει ὅτι ἐπαρκὴς λόγος γιὰ νὰ μὴ γραφτεῖ ἡ κριτικὴ εἶναι ὁ συγγραφέας νὰ μὴν γνωρίζει τὸ ἔργο τοῦ κριτικοῦ! Πράγματι, φαίνεται πὼς ἡ συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν κριτικῶν κειμένων γράφονται ὑπὸ αὐτὲς τὶς πολὺ συγκεκριμένες προϋποθέσεις: ὁ ποιητής, ὁ ὁποῖος ἔχει μελετήσει τὸ ἔργο τοῦ κριτικοῦ καὶ τὸ δείχνει, συνήθως μὲ κάποια κολακευτικὰ σχόλια, στέλνει τὸ βιβλίο του στὸν κριτικὸ δίνοντάς του καὶ περίληψη τῆς «προπαρασκευαστικῆς ἔρευνας» ποὺ ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας ἔχει κάνει γιὰ τὸ βιβλίο του, ὥστε νὰ κατευθύνει καὶ νὰ διευκολύνει τὴν ἀνάγνωση καὶ ἀξιολόγηση γιὰ τὴν ὁποία φαινομενικὰ ὑπεύθυνος εἶναι ὁ κριτικός!
Εἶναι ἀποκαλυπτικὸ τῆς παρακμῆς τῆς κριτικῆς καὶ τῆς νοσηρῆς δεξίωσης τῆς λογοτεχνίας γενικότερα ὅτι αὐτὰ ποὺ περιγράφει ὁ Λαμπρόπουλος δὲν συμβαίνουν ἁπλῶς, ἀλλὰ καὶ δηλώνονται ἀνερυθρίαστα, ὡς ἐὰν δὲν ἦσαν σκανδαλώδη. Καταλαβαίνω τὴν ἐπιλογὴ νὰ μὴν γράφει κανεὶς ἀρνητικὲς κριτικές, δεδομένου ὅτι ὁ κριτικὸς δὲν ἔχει τὸν χρόνο ἢ τὴ διάθεση νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ λιγότερο ποιοτικὰ βιβλία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὅμως, σὲ ἕνα τοπίο ὅπου ὅσο ἄθλιο καὶ νὰ εἶναι ἕνα βιβλίο, θὰ βρεθοῦν πάντα δυὸ τρεῖς φίλοι νὰ γράψουν καὶ δυὸ τρία ἔγκριτα ἔντυπα νὰ δημοσιεύσουν ἄκριτα ἐπαινετικὲς κριτικές, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ καταπιαστεῖ κανεὶς καὶ μὲ τὴν ἀντιρρητικὴ κριτική. Καὶ πάντως, θὰ ἰσχυριζόμουν, σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ ὅσα γράφει ὁ Λαμπρόπουλος, ὅτι δουλειὰ τοῦ κριτικοῦ, καὶ ἀκόμη περισσότερο τοῦ πανεπιστημιακοῦ, εἶναι ἀκριβῶς νὰ μελετήσει, νὰ κατανοήσει καὶ νὰ ἀξιολογήσει λογοτεχνικὰ ἔργα καὶ νὰ βοηθήσει τοὺς δυνητικοὺς ἀναγνῶστες νὰ προσεγγίσουν τὰ ἔργα ποὺ ἀξίζουν καὶ νὰ ἀποφύγουν τὰ ἔργα ποὺ δὲν ἀξίζουν.
Γιὰ ὅσους πραγματικὰ ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴν λογοτεχνία, εἶναι σαφὲς ὅτι χρειάζεται μιὰ ἀλλαγή, ἂν ὄχι ἀνατροπή, τοῦ παραδείγματος, κάποιο ξεκαθάρισμα τοῦ τοπίου στὸ ἐγχώριο λογοτεχνικὸ πεδίο. Κατὰ τὴ γνώμη μου, τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ γίνει εἶναι νὰ ἐξασφαλιστεῖ ὅτι δίνεται σὲ ὅσους ἐκ τῶν κριτικῶν ἔχουν ἀκόμα ἀγαθὲς προθέσεις ἔστω ἡ δυνατότητα νὰ κάνουν τὴν δουλειά τους: χρειάζεται νὰ τεθοῦν κάποιοι φραγμοὶ στὴν ἀκατάσχετη ἐκδοτικὴ παραγωγὴ ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ἐπιχειρηθεῖ κάποιου εἴδους ἀξιολόγηση. Ὁ Γιῶργος Ἰωάννου θὰ τὸ ἔθετε πολὺ ἁπλά: χρειάζεται μπόγιας σὲ αὐτὸν τὸν (λογοτεχνικὸ) τόπο.
Ἴσως τὸ ἔργο τοῦ κριτικοῦ νὰ ἦταν εὐκολότερο καὶ ἡ κρίση τοῦ κριτικοῦ νὰ ἦταν (πιὸ) ἀξιόπιστη ἂν οἱ διαδικασίες ὑποβολῆς καὶ ἀξιολόγησης ἔργων πρὸς ἔκδοση, καταρχάς, καὶ πρὸς δημόσια κρίση ἐν συνεχείᾳ ἦσαν διαφορετικές, ὥστε τὰ πρὸς κρίση ἔργα νὰ εἶναι σημαντικὰ λιγότερα, οἱ κριτικοὶ νὰ προφταίνουν νὰ ἀξιολογήσουν, καὶ νὰ μὴν χρειάζεται τὸ εἶδος τῆς νοσηρῆς προσωπικῆς ἐμπλοκῆς τοῦ συγγραφέα ποὺ περιγράφει ἀνενδοίαστα ὁ Λαμπρόπουλος γιὰ νὰ προσεχθεῖ ἕνα ἔργο. Κατ᾽ἐλάχιστον θὰ περίμενα:
- Τὰ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ καὶ οἱ ἐκδότες νὰ ἐφαρμόζουν διαδικασίες ἀνώνυμης ὑποβολῆς καὶ ἀξιολόγησης συνεργασιῶν καὶ χειρογράφων.
- Νὰ δηλώνεται στὸ ὀπισθόφυλλο κάθε βιβλίου ἐὰν ἡ ἔκδοση χρηματοδοτήθηκε ἀπὸ κάποιον καί, ἂν ναί, ἀπὸ ποιόν: «ἡ ἔκδοση χρηματοδοτήθηκε ἐξ ὁλοκλήρου / ἐν μέρει ἀπὸ τὸν συγγραφέα / ἀπὸ τὸ Ἵδρυμα Πολιτισμένων Τραπεζιτῶν / ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Τσιμέντων».
- Νὰ χαρακτηρίζεται ἕνα δημοσιευμένο κείμενο «κριτικὴ» μόνο ἐὰν πρόκειται πράγματι περὶ κριτικῆς, ἡ ὁποία δὲν περιλαμβάνει ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ δελτίο τύπου τοῦ ἐκδότη ἢ ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία τοῦ κριτικοῦ μὲ τὸν συγγραφέα.
Ἐνδέχεται, ἂν κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ αὐτονόητα ἐφααρμόζονταν, νὰ ξεκαθάριζε κάπως τὸ τοπίο καὶ νὰ μποροῦσαν καὶ οἱ κριτικοὶ νὰ κάνουν τὴ δουλειά τους. Δὲν πιστεύω ὅμως πὼς ὑπάρχει ἐλπίδα, καθὼς πρακτικὰ μιλῶ γιὰ αὐτοκατάργηση τοῦ λογοτεχνικοῦ πεδίου ὅπως τὸ ξέρουμε: τὸ ξεκαθάρισμα τοῦ τοπίου ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς θὰ σήμαινε ὅτι πολλοὶ (ἂν ὄχι οἱ περισσότεροι) ἀπὸ τοὺς ἐν ἐνεργείᾳ κριτικοὺς καὶ πολλοὶ (ἂν ὄχι οἱ περισσότεροι) ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς ποιητὲς τῶν ἡμερῶν μας θὰ ἐξαφανίζονταν καὶ δὲν θὰ ξαναδιαβάζαμε οὔτε λέξη τους – καὶ οὔτε λέξη γι᾽αὐτούς.
[1] Βλ. Χαρτογραφώντας την ποίηση του 21ου αιώνα. Όψεις, διαθέσεις, ροπές – Πρωτοεμφανιζόμενοι ποιητές (2011-2018), ἐπιμέλεια Μισέλ Φάις, Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν 25/11/2018 (https://t.ly/K7jKP).
[2] Βασίλης Λαμπρόπουλος, Γιατί ο κριτικός δεν έγραψε για το βιβλίο σας; Ἠλεκτρονικὸ περιοδικὸ Χάρτης, 44, Αὔγουστος 2022 (https://t.ly/-xKf)
[πρώτη δημοσίευση: Ἀντίλογος, Τεῦχος 2, Ἄνοιξη 2023]