Λάμπρος

Κυρίως τὰ μάτια του, καὶ οὔτε κἄν, τὸ βλέμμα μᾶλλον ἦταν αὐτὸ ποὺ μὲ αἰχμαλώτισε, βλέμμα πάντα ἑστιασμένο καὶ χαμογελαστό, δὲν ὑπῆρχε περίπτωση νὰ κοιτάξω τὸν Λάμπρο καὶ νὰ μὴ διαπιστώσω ὅτι καὶ ἐκεῖνος ἐπίσης μὲ κοιτοῦσε κατάματα, μοῦ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι πάντα μὲ κοιτοῦσε στὰ μάτια, ὅτι ἤξερε ἀκριβῶς τί σκεφτόμουν, τί σχεδίαζα, τί ἐπρόκειτο νὰ τοῦ πῶ, καὶ ἴσως γι᾽αὐτὸ δὲν τοῦ ἔλεγα αὐτὸ ποὺ ἤθελα νὰ τοῦ πῶ, πάντα πίστευα ὅτι τὸ ἤξερε ἤδη, καὶ μὲ βασάνιζε τὸ γεγονὸς πὼς δὲν μοῦ ἀπαντοῦσε στὴν ἐρώτηση ποὺ ἤξερε ὅτι δὲν τολμοῦσα νὰ κάνω, καὶ ὅσο δὲν ἀπαντοῦσε τόσο ἐγὼ δὲν τολμοῦσα νὰ ρωτήσω, συνέχιζα παρ᾽ὅλα αὐτά, κάθε τρεῖς καὶ λίγο χτυποῦσα τὸ κουδούνι τοῦ σπιτιοῦ του στὴ Μαυρομιχάλη, κι ἐκεῖνος πάντα ἄνοιγε τὴν πόρτα χωρὶς νὰ ρωτήσει ποιός εἶναι καὶ ἔλεγε χαμογελαστὰ «βρέ, βρέ, καλῶς τον» κι ἐγὼ ψέλλιζα πὼς περνοῦσα τυχαῖα κι εἶπα νὰ τοῦ χτυπήσω νὰ πιοῦμε καφέ, καὶ πάντα φιλόξενος μοῦ ἔλεγε τότε, συχνὰ πρὶν ἀποσώσω τὴ δικαιολογία μου, «πέρνα, πέρνα» καὶ πηγαίναμε στὴν κουζίνα καὶ φτιάχναμε νεσκαφέ, καὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση στὴν ἀρχὴ ὅτι πάντα ἦταν ντυμένος σὰν νὰ ἑτοιμαζόταν νὰ βγεῖ, πάντα καθαρός, φρεσκολουσμένος, μὲ σιδερωμένα ροῦχα, ποτὲ δὲν ἄνοιγε τὴν πόρτα ἀγουροξυπνημένος, μὲ ρόμπα ἢ παληόρουχα ἢ ἡμίγυμνος ὅπως τὸν ὀνειρευόμουν, ἀλλὰ σύντομα κατάλαβα πὼς ἀσφαλῶς ἤξερε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ τοῦ χτυπήσω τὴν πόρτα, διότι ὁ Λάμπρος ὅλα τὰ ἤξερε, καὶ προφανῶς προετοιμαζόταν πρὶν μοῦ ἀνοίξει καὶ φρόντιζε νὰ εἶναι εὐπρεπὴς καὶ παρουσιάσιμος, ἴσως μάλιστα τακτοποιοῦσε καὶ τὸ σπίτι λίγο, διότι ὅλα ἦσαν πάντα καθαρὰ καὶ στὴν τρίχα, νομίζω πὼς τὶς περισσότερες φορὲς ἀκόμη καὶ οἱ κοῦπες γιὰ τὸν καφέ μας ἦσαν ἤδη στὸν πάγκο τῆς κουζίνας καὶ ὁ βραστήρας ἦταν ἤδη ἀναμμένος καὶ περίμενε, παρ᾽ὅλη ὅμως τὴν ἐνδυματολογικὴ καὶ σκηνογραφικὴ ἐπιμέλειά του, ὁ Λάμπρος δὲν φαινόταν ποτὲ νὰ ἔχει ἑτοιμάσει καὶ λόγια γιὰ νὰ πεῖ, θέματα γιὰ νὰ συζητήσουμε, καθόταν ἁπλῶς ἀπέναντί μου καὶ χαμογελοῦσε, καὶ πάντα ὑπῆρχε κάποια ἀμηχανία σὲ αὐτὲς τὶς συναντήσεις μας, ποὺ δὲν ὀφειλόταν μόνο στὸ ἀδιαμφισβήτητο γεγονὸς πὼς ἡ δική μου γλώσσα ἦταν συνήθως δεμένη, ἀλλὰ καὶ στὴ δική του ἀπροθυμία νὰ γεμίσει τὰ κενὰ τῆς συζήτησης, κι ἔτσι καταλήγαμε νὰ καθόμαστε ἁπλῶς καὶ νὰ κοιτιόμαστε στὰ μάτια καπνίζοντας καὶ πίνοντας καφὲ ὥσπου ἐγὼ νὰ πῶ κάτι σὰν «πρέπει νὰ φύγω, σὲ δέκα λεπτὰ ἔχω μάθημα», ἢ ἐκεῖνος νὰ ρωτήσει κάτι ἀνώδυνο ποὺ ἐντούτοις δὲν κατάφερνα σχεδὸν ποτὲ νὰ ἀπαντήσω, ἔτσι λοιπὸν ἐλάχιστες λέξεις ἀνταλλάσσαμε κάθε φορὰ ποὺ τὸν ἐπισκεπτόμουν, ἐλάχιστες καὶ ἀνούσιες, ἡ γνωριμία μας στηριζόταν κυρίως σὲ ὅ,τι διαμειβόταν ὅταν συναντιόμασταν ἔξω, σὲ ταβέρνες καὶ μπάρ, μὲ πολυπληθεῖς παρέες, οἱ ὁποῖες μοῦ ἔδιναν μιὰν αἴσθηση ἀσφάλειας, ἕνα ἄλλοθι συνομιλίας χωρὶς τὴν προοπτικὴ τῆς ἄμεσης προσέγγισης, τῆς ἄμεσης ἐξέλιξης ποὺ ἀναπόφευκτα φοβόμουν πάντα, ὡς ἐς ἀεὶ ἀνεκμετάλλευτη δυνατότητα, ὅταν ἤμασταν οἱ δυό μας στὸ σπίτι του, καὶ τὸ μόνο ποὺ μποροῦσα νὰ κάνω ἦταν νὰ τὸν κοιτάζω στὰ μάτια καὶ πολὺ σπανίως νὰ ρίχνω μιὰ φευγαλέα ματιὰ στὸ προσεκτικὰ καλυμμένο σῶμα του, καὶ μέσα σὲ λίγους μῆνες εἶχα φτάσει νὰ τὸν ἐπισκέπτομαι κάθε μεσημέρι καὶ νὰ μὴ λέμε ποτὲ τίποτα, μιὰ τελετουργία βασανιστικὴ καὶ παράλογη, ποὺ διακόπηκε μόνον ὅταν κάποτε ὁ Λάμπρος ἀποφάσισε νὰ μιλήσει καὶ νὰ πεῖ ὅσα ἐγὼ ἀρνούμουν νὰ ὑπαινιχθῶ, «σὲ καταλαβαίνω» μοῦ εἶπε, «σὲ καταλαβαίνω, εἶναι καιρὸς τώρα, παρατηρῶ τὶς κινήσεις σου, τὶς ἀκούσιες κυρίως, τὶς ἀντιδράσεις τοῦ σώματός σου ὅταν μὲ πλησιάζεις, παρατηρῶ τὸ σῶμα σου, τὴν ἀναστάτωσή του, καὶ χαίρομαι καὶ ἀγαλλιῶ, σοῦ ρίχνω καὶ καμμιὰ δεκαριὰ χρόνια, μὴν ξεχνᾶς, καταλαβαίνω περισσότερα ἀπὸ ὅσα νομίζεις, ἀλλὰ μὴν ἀνησυχεῖς καὶ μὴ θλίβεσαι, ὅτι δὲν ἀνταποκρίνομαι δὲν σημαίνει πὼς δὲν σὲ θέλω, ἀντιθέτως, ὅσο πιὸ ἔντονη αἰσθάνομαι τὴν ἀναστάτωση τοῦ σώματός σου ὅταν μὲ πλησιάζεις, τόσο πιὸ ἀναιδὴς ἐπιτίθεται καὶ στὸ δικό μου σῶμα ὁ πόθος, τόσο ποὺ μερικὲς φορὲς μὲ δυσκολία συγκρατιέμαι νὰ μὴν σὲ ἀγκαλιάσω καὶ νὰ μὴ σὲ γδύσω σκίζοντας τὰ ροῦχα καὶ τὰ ἐσώρουχά σου καὶ νὰ μὴ σὲ φιλήσω σὲ ὅλο σου τὸ σῶμα καὶ νὰ μὴ σοῦ χαρίσω ἡδονή, μόνο ποὺ ἐγὼ ξέρω ὅτι ἐπειδὴ ἀκριβῶς σὲ ὀνειρεύομαι, ἐπειδὴ ἀκριβῶς σὲ ποθῶ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς κάθε βράδυ φαντάζομαι πὼς ἑνώνονται ὁλόγυμνα καὶ ἀφύλακτα τὰ σώματά μας, γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ὑποκύψω, ἐγὼ ποὺ ἔχω ὑποκύψει σὲ ὅλους τοὺς πειρασμούς, ποὺ ἔχω γευθεῖ ὅλες τὶς ἡδονές, θὰ σὲ ἀγαπήσω μὲ πόθο ἄμωμο καὶ θὰ στερήσω ἀπὸ τὸ κορμί μου τὴν ἀπόλαυσή σου ὅσο ζῶ, γιατὶ δὲν γίνεται ἀλλιῶς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει», αὐτὰ τὰ ἀκατανόητα, τὰ καταφανῶς ἀντιφατικά, τὰ παρανοϊκά, ναί, παρανοϊκά, μοῦ εἶπε ἕνα μεσημέρι ὁ Λάμπρος, τὸ τελευταῖο ἀπὸ τὰ μεσημέρια ποὺ εἶχα ἐμφανισθεῖ ἀπρόσκλητος στὸ δυάρι του στὴν ὁδὸ Μαυρομιχάλη ἐλπίζοντας πὼς ἐπιτέλους θὰ συμβεῖ αὐτὸ ποὺ τόσους μῆνες σχεδίαζα ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἀποτόλμησα, ἐλπίζοντας πὼς ἐπιτέλους μόλις μὲ δεῖ θὰ μὲ ἀγκαλιάσει καὶ θὰ μὲ φιλήσει μὲ τὸν τρόπο ποὺ δὲν εἶχα τὸ θάρρος νὰ τὸν ἀγκαλιάσω καὶ νὰ τὸν φιλήσω ἐγώ, καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς καθὼς μοῦ ἔλεγε αὐτὰ τὰ ἀκατανόητα μοῦ χάιδευε τὸ χέρι προκαλώντας ἀπίστευτα ρίγη ἡδονικῆς συγκίνησης στὸ κορμί μου, ἴσως μάλιστα αὐτὸ τὸ χάδι νὰ φέρει μέρος τῆς εὐθύνης γιὰ τὸ γεγονὸς πὼς δὲν ὑποπτεύθηκα κἂν τὴν πραγματικὴ φρίκη τῶν λόγων του, πὼς ἀφελῶς ὑπέθεσα γιὰ μιὰν ἀκόμη φορὰ πὼς ἐπρόκειτο γιὰ ἀπόρριψη, περίτεχνη ὁπωσδήποτε, περιδιαγραμμάτου, ἀλλὰ πάντως ἀπόρριψη, ἐνῶ τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Λάμπρου, τὸ νόημα τοῦ σχεδὸν ἀθώου χαδιοῦ ποὺ συνόδευε τὴν ἀσαφὴ ἐκμυστήρευσή του, τὸ νόημα τῆς ἄρνησής του νὰ ὑποκύψει στὸν πόθο ποὺ καὶ τοὺς δυό μας εἶχε κυριεύσει ἦταν πὼς πέθαινε, πὼς φοβόταν νὰ μὴν σκορπίσει τὸν θάνατο, πὼς κατὰ κάποιον τρόπο ἡ ὀδυνηρὴ ἐκείνη ἄρνηση εἶχε στόχο νὰ μὲ προστατεύσει, ἐμένα, τὸν μικρό, ἀθῶο ἐρωτευμένο, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ ὅτι ὁ θάνατος κατοικοῦσε ἤδη σὲ ἕνα σῶμα ποὺ τόσο πολὺ εἶχε ἐρωτευθεῖ, κι ἀκόμη κι ὅταν, μερικοὺς μῆνες μετά, ὁ Λάμπρος ξεψύχησε στὴν κλινικὴ ὅπου νοσηλευόταν μὲ κατ᾽ εὐφημισμὸν λευχαιμία, ἐξακολουθοῦσα νὰ πιστεύω πὼς ἐμένα πάντως μὲ εἶχε ἀπορρίψει, ἐξακολουθοῦσα νὰ ἀρνοῦμαι τὴν ἔνταση τοῦ ὑπόκωφου ὀργασμοῦ ποὺ προξένησε τὸ χέρι του καθὼς χάιδευε τὸ δικό μου τὸ μεσημέρι τῆς ὑπόρρητης ἐξομολόγησης.

Ἀντικατοπτρισμὸς

I lived like an angry guest,
like a partly mended thing, an outgrown child.

Anne Sexton

I

Φοροῦσα τὰ συνηθισμένα: μπάτσος, ναύτης, πυροσβέστης
διότι σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ἡ πρωτοτυπία διαλύει τὶς φαντασιώσεις.
Λικνιζόμουν κι ἕνα ἕνα τ᾽ἀφαιροῦσα: καπέλο, σακάκι, πουκάμισο,
ὕστερα μὲ μιὰ κίνηση τὸ παντελόνι (μὲ velcro βέβαια στὶς ραφὲς)
κι ὕστερα ἀργὰ καὶ βασανιστικὰ ἔβγαζα τὰ ἐσώρουχα
τὸ τελευταῖο εἰδικὰ μπορεῖ νὰ ἔπαιρνε ὣς καὶ δέκα λεπτὰ
ἔπρεπε νὰ παιδέψω τὸ κοινὸ ὥσπου τὸ θεῖο μέλος ν᾽ ἀποκαλύψω.
Τοὺς κοιτοῦσα στὰ μάτια, γιὰ μισὸ δευτερόλεπτο τὸν καθέναν
μ᾽ἔνα χαμόγελο κάπως σαρκαστικό, ὑπεροπτικό,
ἀπολάμβανα τὴν ἀνυπομονησία τῆς ἐπιθυμίας τους
νὰ μὲ δοῦν, νὰ μὲ κοιτάξουν.

Ἀντικειμενικά, δὲν εἶχα τὸ σῶμα τῶν ὀνείρων τους
καὶ δὲν εἶχε σημασία: ἤμουν ἐπάνω στὴ σκηνή,
μὲ παρακολουθοῦσαν τὰ φῶτα, μὲ πλαισίωνε ἡ μουσική,
ἤμουν αὐτὸς ποὺ ἦρθαν γιὰ νὰ δοῦν, ὅποιος κι ἂν ἤμουν,
ἤμουν αὐτὸς ποὺ θ᾽ἀποκαλυφθεῖ, αὐτὸς ποὺ μάταια
ἅπλωναν τὰ χέρια γιὰ ν᾽ἀγγίξουν. Μόνο τὸ βλέμμα
πραγματώνει τὸν πόθο μεταξὺ σκηνῆς καὶ πλατείας
κι ἤξερα πὼς ὅσο κι ἂν ὑπολειπόμουν τῶν πορνοστὰρ
ποὺ τοὺς συντρόφευαν στὸ porndude καὶ στὸ pornhub
τὶς ὧρες τῶν μοναχικῶν ἀπολαύσεων, ἐγὼ τοὐλάχιστον
ἤμουν κοντά τους, ἂν καὶ ὄχι ἀρκετά.

Κι ὅταν ἐπιτέλους, στὴν ἐκπνοὴ τοῦ τραγουδιοῦ
παρουσιαζόταν τὸ θέαμα ποὺ ποθοῦσαν ἐνώπιόν τους
(στύση σκληρὴ μὲ ὑποβοήθηση χημικὴ σὲ μέλος λαδωμένο),
φώναζαν ἐνθουσιασμένοι, ἔξαλλοι ἀλάλαζαν,
σίγουροι πὼς αὐτοὶ ἦσαν ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν κατάστασή μου
στὴν παρουσία τους πὼς ὀφειλόταν ἡ ὀφθαλμοφανὴς
στὸ κέντρο τοῦ κορμιοῦ μου ἐκδήλωση τοῦ πόθου˙
χάνονταν ὅλα τ᾽ἄλλα, δὲν ὑπῆρχε σκηνή, δὲν ὑπῆρχε μουσική,
δὲν ὑπῆρχε πρόσωπο, δὲν ὑπῆρχαν μηροί, δὲν ὑπῆρχε στέρνο,
ἀπρόσωπος καὶ ἀσώματος ὁ φαλλὸς κυριαρχοῦσε
στὸ βακχευμένο πλῆθος.

Ὕστερα σβήνανε τὰ φῶτα καὶ ντυνόμουν, ὄχι πιὰ
μπάτσος, ναύτης, πυροσβέστης μὲ velcro στὶς ραφὲς
ἀλλὰ ἄνθρωπος κανονικὸς τῆς ἡλικίας μου,
μὲ μπλουτζὴν καὶ φανελάκι καὶ κόκκινα σταράκια
κι ἔβγαινα ἀνάμεσά τους νὰ πιῶ ἕνα ποτό.
Κανεὶς ποτὲ δὲν μ᾽ἀναγνώριζε τότε, ἤμουν
ἕνας ἀπ᾽αὐτούς, ἕτοιμος νὰ κοιτάξω καὶ νὰ θαυμάσω
τὸν ἑπόμενο χορευτή, μακριὰ ἀπ᾽τὰ φῶτα,
μὲ στεγνὸ ἐσώρουχο, μὲ ζαρωμένο μέλος,
μέσα στὸ πλῆθος νὰ περιμένω, μὲ ἀνυπόμονη ἐπιθυμία,
τὸ τελευταῖο νούμερο.

ΙΙ

Κοιμόμουν συνήθως μόνος, τὸ πρωί.
Τὸ σῶμα μου πονοῦσε
ὄχι ἀπὸ τὴν κούραση
ἀλλὰ μᾶλλον ἐπειδὴ
τόσα βλέμματα τὸ εἶχαν παραβιάσει
κι ἔτρεχαν αἷμα
οἱ πληγές.

Πάντα μὲ ξυπνοῦσαν ἐφιάλτες:
ἀποδοκιμασίες τοῦ πλήθους
ἀκρωτηριασμένα μέλη
ἡ μάνα μου νὰ χειροκροτεῖ
κανίβαλοι θεατὲς
σιωπηλὴ μουσικὴ
σβησμένα φῶτα.

Τρέμοντας πήγαινα στὸ μπάνιο
ξερνοῦσα
κοιτοῦσα τὸ γυμνό μου σῶμα
στὸν καθρέφτη
δὲν εἶχε ἀληθινὲς πληγὲς
ἀλλὰ δὲν ἦταν καὶ τίποτε σπουδαῖο˙
δὲν ἦταν ὡραῖο.

Ἀδιανόητο πῶς ἔκανα αὐτὴ τὴ δουλειά.
Μὲ δέρμα τόσο πελιδνὸ
κορμὶ πλαδαρὸ
ὄργανο μικρό, ζαρωμένο,
μαλακό, φοβισμένο
καὶ χωρὶς καμμιὰ ἐπιθυμία
ν᾽αὐτοθαυμαστῶ.


III

Μερικὲς φορές, πολὺ σπανίως, ὑπέκυπτα.
Πλησίαζα κάποιον στὸ τέλος τῆς βραδιᾶς
ἂν ἦταν ἀκόμη μόνος τὰ ξημερώματα
τοῦ χαμογελοῦσα καὶ τὸν κοιτοῦσα
μὲ τὸ βλέμμα τοῦ stripper
σαρκαστικὸ κι ὑπεροπτικό˙
μὲ ἀναγνώριζε καὶ λάμπανε τὰ μάτια του
καὶ πάντα ὅποιος κι ἂν ἦταν ἅπλωνε
τὸ χέρι του καὶ μ᾽ἔσφιγγε δυνατὰ ἐκεῖ.

Στὸ σπίτι του, ὅπου κι ἂν ἦταν,
ἐκτυλισσόταν ἡ ἴδια σκηνή:
καθόταν, μοῦ ζητοῦσε νὰ γδυθῶ,
φανταζόταν ἰδιωτικὴ ἐπανάληψη
τοῦ γνωστοῦ θεάματος, διαψευδόταν,
δὲν ὑπῆρχαν κατάλληλα φῶτα
δὲν ὑπῆρχε ἡ σωστὴ μουσική,
παρέμενα ὁλόκληρος, ἄνθρωπος κανονικός,
εὐάλωτα γυμνός.

Ὕστερα ξάπλωνε παραιτημένος
δὲν ἤξερα κἂν τί ἤθελε
ἂν ἤθελε κάτι ἀπὸ μένα
παραμέριζα πάντως ὅσο χρειάζεται
τὸ παντελόνι του καὶ τὸ ἐσώρουχο
κι ἔμπαινα μέσα του μὲ δύναμη
ἐλπίζοντας νὰ ἐξιλεωθῶ
ὕστερα γρήγορα ντυνόμουν κι ἔφευγα
ὅ,τι ὥρα κι ἂν ἦταν.


IV

Κάθε ἀπόγευμα, τηλεφωνοῦσα στὴ μητέρα
τὴν ἴδια πάντα ὥρα, ἕνα ραντεβοὺ καθημερινὸ
μὲ σκοπὸ νὰ καθησυχάσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο
ὅτι εἴμαστε ζωντανοὶ ἀκόμα καὶ συνεχίζουμε.
Δὲν εἴχαμε ποτὲ πολλὰ νὰ ποῦμε,
τὰ προσωπικὰ εἶχαν χρόνια τώρα ἀποκλειστεῖ
γιὰ λόγους ἀμοιβαίας αὐτοπροστασίας, οὔτε ἐγὼ
ἤθελα ν᾽ἀκούω γιὰ ἀρρώστιες καὶ θανάτους, οὔτε ἐκείνη
ἄντεχε νὰ τῆς μιλῶ γιὰ νοσηροὺς ἔρωτες˙
τὰ ἐπαγγελματικά μου τὰ ἐξαντλούσαμε
σὲ δυὸ κουβέντες, ναί, ὅλα καλὰ στὴ δουλειὰ
τῆς ὁποίας ἡ φύση παρέμενε ἀσαφής.

Φτάσαμε τελικὰ νὰ λέμε μόνο γειά, τί κάνεις, καλά.
Κοιτοῦσα συχνὰ τὴν ὀθόνη τοῦ τηλεφώνου
μετὰ τὴ συνδιάλεξη κι ἔλεγχα τὸν χρόνο.
Δεκαεφτά, εἴκοσι, εἴκοσι ἕξι τὸ πολὺ
δευτερόλεπτα, ἄρχισα νὰ τὰ καταγράφω
χωρὶς ἄλλες ἐνδείξεις στὸν ὑπολογιστὴ
σ᾽ἕνα λογιστικὸ φύλλο ποὺ ὀνόμασα
συγγενικὰ δικαιώματα καὶ κάθε μήνα
ἔβγαζα τὸν μέσο ὅρο διάρκειας τῶν συνδιαλέξεων
ὥσπου πέθανε
κι ἔκλεισα τοὺς λογαριασμούς μου.

Πένθησα σιωπηλός.


V

Ὅταν συμπληρώθηκαν ἕξι μῆνες σιωπῆς
ἕξι μῆνες ποὺ δὲν μίλησα σὲ ἄνθρωπο
παρατήρησα πὼς δὲν καταλάβαινα πιὰ
τόσο εὔκολα τί ἔλεγαν οἱ ἄλλοι γύρω μου
– χρειαζόταν νὰ τὸ ἐπεξεργαστῶ, σὰν νὰ μιλοῦσαν
ξένη γλώσσα ποὺ γνώριζα ἐλάχιστα.

Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔδωσα πολλὴ σημασία
ἄλλωστε δὲν ἦταν πιὰ χρήσιμο
οὔτε ν᾽ ἀκούω οὔτε ν᾽ ἀποκρίνομαι
τὸ μόνο ποὺ μὲ κρατοῦσε στὴ ζωὴ
ἦταν ἡ ἔκθεση τοῦ σώματός μου
ἡ διαψευσμένη προσδοκία τῆς ἁφῆς.

Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς διαπίστωνα
πὼς ὅλο καὶ πιὸ δύσκολα ἔβγαζε νόημα
τὸ ἀφασικὸ μυαλό μου ἀπὸ τὶς ἀδέσποτες ὁμιλίες
κι ἀναρωτήθηκα ἂν ἄξιζε τὸν κόπο
κάποια προσπάθεια νὰ κάνω νὰ διατηρήσω
μιὰν ἐλάχιστη δυνατότητα ἐπικοινωνίας.

Υἱοθέτησα μὲ πολὺ κόπο καὶ πολλὴ ἐπιμονὴ
μιὰ καινούρια συνήθεια: κάθε ἀπόγευμα
τὴν ἴδια πάντα ὥρα, σὰν ραντεβοὺ καθημερινό,
διάβαζα δυὸ σελίδες ἀπὸ τὸ μαγικὸ βουνό,
χρονομετρώντας προσεκτικὰ τὴ διάρκεια
τῆς ἄσκησης αὐτῆς ἀναγνωστικῆς κατανόησης.

Ὅταν κατάφερα νὰ ρίξω τὸν χρόνο στὸ μισὸ
ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ ἡμίωρο, πρόσθεσα μιὰ σελίδα,
τρεῖς μῆνες μετὰ ἄλλη μία, καὶ εἶχα φτάσει σχεδὸν
στὴ μέση τοῦ μυθιστορήματος ὅταν
πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ ζοριστῶ καὶ νὰ ἐπιχειρήσω
ἀσκήσεις ἀκουστικῆς κατανόησης κι ἄρχισα
ν᾽ἀκούω ραδιόφωνο καὶ νὰ παρακολουθῶ τηλεόραση.

Ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς μητέρας μου πέρασαν
ἔτσι δυόμισι χρόνια σχεδὸν καθημερινῆς ἄσκησης
μὲ ἀποτελέσματα ἱκανοποιητικά, ὄχι ὅμως
ἔξοχα, κι ἀναρωτήθηκα πῶς εἶναι δυνατὸν
νὰ χάνει κανεὶς τόσα πολλά ἐνῶ στερήθηκε τόσο λίγα
(ἐν προκειμένῳ, μιὰ ἀνούσια συνδιάλεξη λίγων δευτερολέπτων).


VI

Εἶπα καλοῦ κακοῦ νὰ ξαναμάθω νὰ μιλάω ἐπίσης.
Ἐμπιστεύθηκα καὶ πάλι τὸν γραπτὸ λόγο καταρχὰς
κι ἔγραφα σημειώματα εἰς ἑαυτὸν
σὲ καθημερινὴ βεβαίως βάση ἐπὶ μῆνες
ὥσπου ν᾽ἀποκτήσω τὸ θάρρος
ν᾽ἀρχίσω κυριολεκτικὰ νὰ παραμιλῶ.

Πρόσεχα, ἐντούτοις, νὰ μὴν εἶναι παραλήρημα
τὸ παραμιλητό μου, νὰ ἔχει συνέπεια καὶ συνοχή,
μὲ κύριες καὶ δευτερεύουσες προτάσεις
σωστὰ συνταγμένες, καὶ μὲ λογικὸ εἱρμό.
Τὰ κατάφερα, ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἂν καὶ ποτὲ
δὲν μοῦ ἔλεγα τίποτα σημαντικό.

Σὲ περιγραφὲς κυρίως ἐπιδιδόμουν
ἀντικειμένων καὶ κλειστῶν χώρων
κι ἀργότερα προσώπων ἀγνώστων
ἐπιλεγμένων τυχαῖα ἀπὸ τὸ κοινό.
Μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες, δοκιμάστηκα
καὶ στὴν ἀφήγηση ἁπλῶν περιστατικῶν.

Τὰ κουτσοκαταφέρνω πιά, ὁμολογῶ,
μόνο μὲ τὶς συγκεκριμένες ἔννοιες δυσκολεύομαι
καὶ μὲ τὴ μυθοπλασία τῶν ἐφιαλτῶν,
ἰδίως ὅταν ἀκούω θορύβους κι ὁμιλίες
ἀπὸ τὸ διπλανὸ διαμέρισμα καὶ τρομοκρατοῦμαι
ὅτι μπορεῖ κάποιος νὰ μὲ ἀκούει.


VII

Δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω ἂν ὑποψιασθῶ
πὼς κάποιος μὲ ἀκούει. Τὰ χάνω.
Ἂν ἔχω ἤδη ξεκινήσει τὸ παραμιλητὸ
καὶ μοῦ περάσει ἀπ᾽τὸ μυαλὸ
πὼς μὲ ἀκοῦν, πνίγομαι, δὲν μπορῶ
ν᾽ἀνασάνω, σταματῶ στὴ μέση τῆς λέξης,
στὴ μέση τῆς συλλαβῆς ἂν χρειαστεῖ,
ὥστε μόνον ἤχοι ἄναρθροι νὰ φτάσουν
στὸν ἐπίδοξο ὠτακουστὴ
χωρὶς ρυθμό, χωρὶς εἱρμό, χωρὶς νόημα.


Εἶναι αὐστηρὰ ἰδιωτικὴ ἀπόλαυση ἡ ὁμιλία
δὲν εἶναι ἐπικοινωνιακή, δὲν ἔχει πρόθεση
νὰ ἀπευθυνθεῖ, μόνο κάπως νὰ ὑπάρξει
σὰν βάκιλλος σὲ γυάλινο κώδωνα κλεισμένος.

Ἔχω βάψει ὅλους τοὺς τοίχους ἄσπρους
καὶ τὰ πατώματα καὶ τὰ ταβάνια, μὲ ἀσβέστη
κι ἔχω συνδέσει φῶτα δυνατά, χιλιάδες βὰτ
σὲ κάθε δωμάτιο ἀνάβουν μέρα νύχτα
τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς κλινικῆς γιὰ ν᾽ἀναπλάσω
τὸ λευκὸ κελλί, τὴν ἀπουσία ἐρεθισμάτων,
τὴ νέκρωση τῶν αἰσθήσεων, τὴ σιωπή,
κυρίως τὴν ἀπαστράπτουσα ἐκείνη σιωπὴ
χωρὶς ὕπνο καὶ χωρὶς ξυπνημό,
ὅπου τὸ φῶς μοῦ στερεῖ τὸ φῶς μου.

Οἱ αἰσθήσεις μπερδεύονται, ἀκούω τὴ λάμψη,
βλέπω τὴ σιωπή, ὀσφραίνομαι τὴν ἀπόσταση,
γεύομαι τὴ φθορά. Ἀγγίζω τὴ σήψη.
Ἥσυχος ἐγκαταλείπω τὰ ἐγκόσμια.

[Ὁ Ἀντικατοπτρισμὸς προέρχεται ἀπὸ τὸ Μαντεῖο. Πρωτοδημοσιεύθηκε στὸ διαδικτυακὸ περιοδικὸ Χάρτης, τεῦχος 54, Ἰούνιος 2023]

Ὁ Γάτος II

Ἕνα φίδι στὴν τσέπη σου. Θὰ τὸ κρατήσεις;

Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου

Καθόμουν καὶ διάβαζα ποιήματα τῆς Μαρίας Σερβάκη. Μὲ δυσκολία, καθὼς ὁ γάτος διεκδικοῦσε τὴν προσοχή μου. Μικρὸς καὶ παιχνιδιάρης, ὅλο καὶ πιὸ ἀπαιτητικός, ἀντέχει τὸ πολὺ δέκα λεπτὰ ἡσυχίας καὶ μετὰ ἔρχεται φωνάζοντας καὶ σκαρφαλώνει πάνω μου, ἀνεβαίνει στὸν ὦμο μου, ξαπλώνει πάνω στὴ σελίδα ποὺ διαβάζω, κι ἂν δὲν σταματήσω πάραυτα ὅ,τι κάνω γιὰ ν᾽ἀσχοληθῶ μαζί του, νὰ τὸν χαϊδέψω, νὰ τοῦ γλυκομιλήσω, νὰ παίξω κρυφτὸ ἢ κυνηγητό, οἱ φωνὲς ποὺ βγάζει μέσα στὸ αὐτί μου εἶναι ἐκκωφαντικές.

Ἀλλὰ διάβαζα τὰ ποιήματα τῆς Μαρίας καὶ δὲν μποροῦσα νὰ σταματήσω, ἐξάλλου μόλις πρὶν λίγο μὲ εἶχε ἀφήσει ἥσυχο, ἐξοργίστηκα, φώναξα, τὸν ἔβρισα παληόγατο καὶ τοῦ εἶπα ὅτι δὲν τὸν ἀγαπῶ καὶ ὁ γάτος ἔφυγε ντροπιασμένος καὶ πῆγε καὶ κάθησε σὲ μιὰ μακρινὴ γωνιὰ τοῦ δωματίου καὶ λίγους στίχους ἀργότερα μετάνοιωσα γιὰ τὴν ἀθλιότητά μου, δὲν μποροῦσα ἄλλωστε νὰ συγκεντρωθῶ στὸ ποίημα, μὲ ἀπασχολοῦσε ὁ γάτος, πόσο τὸν στεναχώρησα, πόσο τὸν πλήγωσα, μὲ πόση σκληρότητα τοῦ εἶπα πὼς δὲν τὸν ἀγαποῦσα.

Καὶ σηκώθηκα καὶ πῆγα καὶ τὸν βούτηξα ἀπὸ τὴ γωνιὰ τοῦ δωματίου καὶ τὸν πῆρα ἀγκαλιὰ καὶ μὲ κοίταξε μὲ λατρεία καὶ ξαφνικὰ συνειδητοποίησα πόσο ἀνυπεράσπιστος εἶναι ὁ μικρός μου γάτος, πόσο εὔκολα, πόσο ἀπερίσκεπτα μποροῦσα νὰ τὸν πληγώσω, καὶ ὅσο γουργούριζε στὴν ἀγκαλιά μου τόσο πιὸ ἄσχημα αἰσθανόμουν καὶ ἔβαλα τὰ κλάματα καὶ ἦταν ἀπερίγραπτη ἡ δυστυχία ποὺ μὲ κατέλαβε καὶ ἤθελα νὰ πεθάνω ἀπὸ τὴ ντροπή μου καὶ τὴν ἐνοχή μου, καὶ τότε ὁ γάτος ἄρχισε νὰ τρίβεται πάνω μου καὶ νὰ μὲ γλείφει καὶ νὰ μὲ κοιτάζει στὰ μάτια καὶ κατάλαβα πὼς δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἐλπίδα, μόνο ἀνυπεράσπιστοι θὰ προσπαθήσουν νὰ μᾶς ὑπερασπιστοῦν τοὺς ἀνυπεράσπιστους, ἀναποτελεσματικὰ βεβαίως καὶ μάταια, εὐτυχῶς ὅμως ὁ γάτος ἄλλαξε πολὺ σύντομα διάθεση, ἔβγαλε νύχια, ἔδειξε δόντια, δάγκωσε ὅσο πιὸ δυνατὰ μποροῦσε τὸ χέρι ποὺ τὸν χάιδευε, μὲ πῆραν τὰ αἵματα, ὧρες κοιτοῦσα τὸ αἶμα νὰ τρέχει καὶ παρακολουθοῦσα τὸν γάτο νὰ γλείφεται.