Συμφόρηση στὴν Ἐμμανουὴλ Μπενάκη

Εἴκοσι λεπτὰ σταματημένο
μὲ κορναρίσματα καὶ βρισιὲς νὰ τὸ περικυκλώνουν
ὑβρίδιο μοῦ φαίνεται
μεταξὺ κλούβας καὶ ἀσθενοφόρου.

Πλησιάζω.
Ἀτάραχος ὁ ὁδηγὸς περιμένει.
Σκέφτομαι κάπου ἐδῶ γύρω θὰ βρίσκονται
καὶ οἱ τραυματιοφορεῖς ἢ οἱ μπάτσοι.
Κάποιον θὰ συλλαμβάνουν
ἢ θὰ δένουν στὸ φορεῖο.

Δὲν προφταίνω ἀπὸ ποῦ ξεπήδησαν νὰ δῶ:
μὲ ἀκινητοποιοῦν
μὲ δένουν στὸ φορεῖο
μοῦ περνᾶνε χειροπέδες
μὲ φορτώνουν στὰ γρήγορα
ἡ σειρήνα ἀντικαθιστᾶ τὰ κορναρίσματα
καὶ ἡ Μπενάκη ἀποσυμφορεῖται.

Σὲ χρόνο μηδὲν ἔχω βρεθεῖ
σ᾽ ἕναν κῆπο ἥσυχο καὶ ἀχανή.
Ἀπολαμβάνω τὴ φύση
ἀναπνέω τὸν καθαρὸ ἀέρα
κάνω τὸν περίπατό μου
συναντῶ ἀνθρώπους.

Spiro Agnew,
ἢ Διονύσιος Σολωμός,
ἢ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, μοῦ λένε,
χαίρω πολύ. Ὁμοίως, τοὺς ἀπαντῶ,
καὶ χαμογελῶ πρὶν μὲ τὴ σειρά μου συστηθῶ:
ἐμένα μὲ λένε Marie Bonaparte,
Audre Lorde, Γεώργιο Ψύλλιαρη,
Sylvia Rivera, Ναπολέοντα Λαπαθιώτη,
καὶ ἄλλα ὀνόματα, πολλά,
κάθε φορὰ διαφορετικά.

Σὲ αὐτὸν τὸν κῆπο
ἔχουν τελειώσει πιὰ τὰ ψέματα.

Louise Glück, Ἡ ἄρνηση τοῦ θανάτου

1. Ταξιδιωτικὸ ἡμερολόγιο

Τὸ διαβατήριό μου εἶχε ξεμείνει σὲ κάποιο πανδοχεῖο ὅπου διανυκτερεύσαμε κάποτε
δὲν θυμᾶμαι πῶς τὸ λέγανε. Ἔτσι ξεκίνησαν ὅλα.
Στὸ ἑπόμενο ξενοδοχεῖο δὲν μὲ δέχθηκαν
ὡραῖο ξενοδοχεῖο, μέσα στὶς πορτοκαλιές, μὲ θέα στὴ θάλασσα.
Τακτοποιήθηκες χωρὶς δεύτερη σκέψη
στὸ δωμάτιο ποὺ θὰ ἦταν τὸ δωμάτιό μας
καὶ λίγο ἀργότερα βγῆκες στὸ μπαλκόνι
καὶ μοῦ πετοῦσες σοκολατάκια μὲ ἀσημὶ περιτύλιγμα. Τὴν ἄλλη μέρα
ἔφυγες γιὰ νὰ συνεχίσεις τὸ ταξίδι ποὺ θὰ κάναμε μαζί.

Ὁ θυρωρὸς ἐξασφάλισε μιὰ παληὰ κουβέρτα γιὰ μένα.
Τὶς μέρες, καθόμουν ἔξω ἀπὸ τὴν κουζίνα. Τὶς νύχτες, ἅπλωνα τὴν κουβέρτα μου
ἀνάμεσα στὶς πορτοκαλιές. Κάθε μέρα τὰ ἴδια, μόνον ὁ καιρὸς ἄλλαζε.

Πέρασε καιρὸς καὶ τὸ προσωπικὸ ἄρχισε νὰ μὲ λυπᾶται.
Ὁ γκροὺμ μοῦ ἔφερνε φαΐ ἀπὸ τὸν μπουφὲ τοῦ δείπνου
καμιὰ πατάτα, κανένα κομμάτι κρέας. Ποῦ καὶ ποῦ λάμβανα καὶ κὰρτ ποστὰλ
μὲ ἰλλουστρασιὸν ἀξιοθέατα καὶ ἔργα τέχνης.
Μιὰ φορά, μἐ ἔνα βουνὸ χιονισμένο. Κι ἕνα μήνα ἀργότερα,
ἐμφανίστηκε κι ἔνα ὑστερόγραφο: μὲ χαιρετισμοὺς ἀπὸ τὸν Χ.

Ἕνα μήνα, λέω, ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν εἶχα αἴσθηση τοῦ χρόνου.
Ὁ γκροὺμ ἐξαφανίστηκε. Ἐμφανίστηκε ἄλλος καὶ μετὰ κι ἄλλος, νομίζω.
Καμιὰ φορὰ ἐρχόταν κάποιος γκροὺμ καὶ ξάπλωνε μαζί μου στὴν κουβέρτα.

Τὶς λάτρευα ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες! Ὁλόιδια ἡ καθεμιὰ μὲ τὴν προκάτοχό της.
Ἐκεῖ ἦταν τὰ πέτρινα σκαλιὰ ποὺ ἀνεβαίναμε μαζὶ
καὶ ἠ μικρὴ πόλη ὅπου πηγαίναμε γιὰ πρωινό.
Μποροῦσα νὰ διακρίνω τὴν παραλία ὅπου κολυμπούσαμε, ἀλλὰ ὄχι νὰ ἀκούσω πιὰ
τὰ παιδιὰ ποὺ φώναζαν τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, οὔτε ἐσένα μποροῦσα
νὰ ἀκούσω νὰ μὲ ρωτᾶς ᾶν θὰ ἤθελα κάτι δροσερὸ νὰ πιῶ
ποὺ πάντα ἤθελα.

Ὅταν ἔπαψαν οἱ κὰρτ ποστάλ, ἄρχισα νὰ ξαναδιαβάζω τὶς παληές.
Ἔβλεπα τὸν ἑαυτό μου νὰ στέκεται κάτω ἀπὸ τὸ μπαλκόνι
ἐνῶ ἔβρεχε φιλιὰ μὲ ἀσημὶ περιτύλιγμα, καὶ δὲν πίστευα πὼς μὲ ἐγκαταλείπεις
καὶ σὲ ἐκλιπαροῦσα, ἂν καὶ χωρὶς λόγια –

Ὁ θυρωρός, ἀντιλήφθηκα, στεκόταν πλάι μου.
Μὴ λυπᾶσαι, εἶπε. Ἔχεις ξεκινήσει τὸ δικό σου ταξίδι,
ὅμως δὲν πηγαίνεις ἀλλοῦ, ὅπως ὁ φίλος σου, ἀλλὰ μέσα σου, στὶς ἀναμνήσεις σου.
Καθὼς χάνονται, ἴσως πετύχεις
ἐκείνη τὴν ἀξιοζήλευτη κενότητα μέσα στὴν ὁποία
ὅλα κυλοῦν, ὅπως στὴν ἄδεια κούπα τοῦ Ταοτετζίνγκ –
Τὰ πάντα ἀλλάζουν, εἶπε, καὶ τὰ πάντα συνδέονται.
Ἐπίσης τὰ πάντα ἐπανέρχονται, ἀλλὰ καθετὶ ποὺ ἐπανέρχεται
εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔφυγε –

Σὲ κοιτάζαμε καθὼς ἔφευγες. Κατεβαίνοντας τὰ πέτρινα σκαλιὰ
ποὺ ὁδηγοῦσαν στὴν πόλη. Αἰσθάνθηκα
πὼς κάτι ἀληθινὸ εἶχε εἰπωθεῖ
καὶ μολονότι θὰ προτιμοῦσα νὰ τὸ ἔχω πεῖ ἐγὼ ἡ ἴδια
χάρηκα ὅτι τοὐλάχιστον τὸ εἶχα ἀκούσει.

2. Ἡ ἱστορία τοῦ διαβατηρίου

Ἐκεῖνο ἐπέστρεψε, ἀλλὰ ἐσὺ ὄχι.
Νά πῶς συνέβη:

Μιὰ μέρα ἔφτασε ἕνας φάκελος,
μὲ γραμματόσημα μιᾶς μικρῆς εὐρωπαϊκῆς χώρας.
Ὁ θυρωρὸς μοῦ τὸν ἐνεχείρισε μὲ ἐπισημότητα.
Προσπάθησα νὰ τὸν ἀνοίξω ἐξίσου εὐπρεπῶς.

Μέσα ἦταν τὸ διαβατήριό μου.
Ἐκεῖ ἦταν καὶ τὸ πρόσωπό μου, ἢ αὐτὸ ποὺ ἦταν τὸ πρόσωπό μου
κάποτε, στὸ βαθὺ παρελθόν.
Ἤμουν ὅμως ἀλλοῦ πιά,
τὸ πρόσωπο αὐτὸ ποὺ χαμογελοῦσε μὲ αὐτοπεποίθηση,
πλῆρες ἀναμνήσεων ἀπὸ τὰ ταξίδια ποὺ κάναμε μαζὶ
καὶ τὰ ὄνειρα ποὺ κάναμε γιὰ ἄλλα ταξίδια –

Τὸ πέταξα στὴ θάλασσα.

Βυθίστηκε ἀμέσως.
Στὸν βυθό, στὸν βυθό, ἐνῶ ἐγὼ ἐξακολούθησα
νὰ κοιτάζω ἐπίμονα τὰ κενὰ νερά.

Ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα ὁ θυρωρὸς μὲ παρακολουθοῦσε.
Ἔλα, εἶπε, στηρίξου στὸ μπράτσο μου. Καὶ ἀρχίσαμε
νὰ περπατᾶμε γύρω ἀπὸ τὴ λίμνη, κατὰ τὴν καθημερινή μου συνήθεια.

Παρατηρῶ, εἶπε, πὼς δὲν θέλεις πιὰ
νὰ ἐπιστρέψεις στὴν παληά σου ζωή,
δηλαδή νὰ περπατᾶς σὲ εὐθεία ὅπως ὁ χρόνος
ἐπιτάσσει, ἀλλὰ μᾶλλον (σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔγνεψε πρὸς τὴ λίμνη)
προτιμᾶς νὰ περπατᾶς σ᾽ἕναν κύκλο ποὺ φιλοδοξεῖ
νὰ καταλήξει σ᾽ἐκείνη τὴν ἀκινησία στὴν καρδιὰ τῶν πραγμάτων,
ἂν καὶ μοῦ ἀρέσει νὰ πιστεύω πὼς μοιάζει ἐπίσης μὲ ρολόι.

Τότε ἀνέσυρε ἀπὸ τὴν τσέπη του
τὸ μεγάλο ρολόι ποὺ εἶχε πάντα μαζί του. Σὲ προκαλῶ, εἶπε,
νὰ τὸ κοιτάξεις καὶ νὰ πεῖς ἂν εἶναι Δευτέρα ἢ Τρίτη.
Ἂν ὅμως κοιτάξεις τὸ χέρι ποὺ τὸ κρατάει, θὰ ἀντιληφθεῖς πὼς δὲν εἶμαι
νεαρὸς πιά, τὰ μαλλιά μου ἄσπρισαν.
Καὶ οὔτε θὰ ἐκπλαγεῖς ἂν σοῦ πῶ
πὼς κάποτε ἦταν σκοῦρα, ὅπως πιστεύω πὼς ἧταν καὶ τὰ δικά σου
καὶ σγουρά, θὰ ἔλεγα.

Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς ἀπαγγελίας, καὶ οἱ δυό μας
παρακολουθούσαμε κάτι παιδιὰ ποὺ παίζανε στὰ ρηχά,
φορώντας πλαστικὰ σωσίβια.
Κόκκινα καὶ μπλέ, πράσινα καὶ κίτρινα,
ἕνα οὐράνιο τόξο ἀπὸ παιδιὰ ποὺ καταβρέχονταν στὴ διάφανη λίμνη.

Ἄκουγα τὸ ρολόι νὰ χτυπάει
φαινομενικὰ δηλώνοντας πὼς ὁ χρόνος περνάει
ἐνῶ στὴν πραγματικότητα τὸν ἀκύρωνε.

Πρέπει νὰ ἀναρωτηθεῖς, εἶπε, ἂν αὐταπατᾶσαι.
Ὅτι κοιτάζεις τὸ ρολόι, ἐννοῶ, καὶ ὄχι
τὸ χέρι ποὺ τὸ κρατάει. Σταθήκαμε γιὰ λίγο, ἀτενίζοντας τὴ λίμνη,
καὶ ὁ καθένας σκεφτόταν τὶς δικές του σκέψεις.

Ἀλλὰ ἔτσι δὲν εἶναι, ἀκριβῶς ὅπως τὴν περιγράφεις,
εἶπα, καὶ ἡ ζωὴ τοῦ φιλοσόφου. Ποὺ ἐπαναλαμβάνει τὴν ἴδια διαδρομὴ
περιμένοντας ὥσπου ἡ ἀλήθεια νὰ ἀποκαλυφθεῖ.

Ἀλλὰ δὲν δημιουργεῖς πιὰ πράγματα, εἶπε, ὅπως κάνει
ὁ φιλόσοφος. Θυμᾶσαι τότε ποὺ διατηροῦσες αὐτὸ ποὺ ὀνόμαζες
ταξιδιωτικὸ ἡμερολόγιο; Μοῦ τὸ διάβαζες τακτικά.
Θυμᾶμαι ὅτι περιεῖχε κάθε λογῆς ἱστορίες,
κυρίως ἱστορίες γιὰ τὸν ἔρωτα καὶ ἱστορίες γιὰ τὴν ἀπώλεια, διανθισμένες
μὲ φανταστικὲς λεπτομέρειες ποὺ οἱ περισσότεροι δὲν θὰ πρόσεχαν,

ἐντούτοις, καθὼς τὶς ἄκουγα εἶχα τὴν αἴσθηση πὼς ἄκουγα
τὶς δικές μου ἐμπειρίες, μόνο ποὺ ἡ διατύπωση ἦταν πολὺ ὡραιότερη,
ἐγὼ ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τὰ πῶ τόσο ὡραῖα. Αἰσθανόμουν

ὅτι μιλοῦσες σὲ ἐμένα ἢ γιὰ ἐμένα ἂν καὶ ἤμουν πάντα πλάι σου.
Πῶς τὸ λέγανε; Ταξιδιωτικὸ ἡμερολόγιο νομίζω πὼς τὸ ἀποκαλοῦσες
ἂν καὶ ἐγὼ συχνὰ τὸ ἔλεγα Ἄρνηση τοῦ Θανάτου, ἀπηχώντας τὸν Ἔρνεστ Μπέκερ.
Ἐπίσης ἐμένα μὲ ἀποκαλοῦσες κάτι παράξενο.

Θυρωρό, εἶπα. Θυρωρὸ σὲ ἀποκαλοῦσα.
Καὶ πιὸ πρὶν σὲ ἀποκαλοῦσα ἐσὺ,  ποὺ ἀποτελεῖ, πιστεύω,
σύμβαση τῆς μυθοπλασίας.

Rick Barot, Οἱ ἐραστὲς

Ὁ ἕνας εἶναι ἀκόμη ἐκεῖ, μέσα σὲ μυρωδιὲς καμμένων τὸστ
καὶ ἄπλυτων ρούχων τῶν εἴκοσί μου χρόνων, περιμένει πάντα στημένος
ἔξω ἀπὸ κάποιο σταθμὸ κάποιος νὰ τὸν πλησιάσει, μὲ τρυφερότητα
ἀσυνήθιστη μέσα στὸ μέταλλο καὶ τὸν γρανίτη τέτοιων κτηρίων.

Ἄλλος ἕνας εἶναι ἀκόμη στὴν πλαγιὰ δίπλα στὸ ποτάμι
μὲ τὸ μπλουτζὴν κατεβασμένο ὣς τὰ γόνατα
κι ἐγὼ προσπαθῶ νὰ βγάλω τὰ ἀγκάθια τῶν κάκτων ἀπὸ τὸ μπούτι του
Ὁ οὐρανὸς ἀργοπορεῖ, ἔχει πάρει τὸ χρῶμα τοῦ σταφυλιοῦ. Σὲ λίγο καιρὀ
θὰ πάει στὸν πόλεμο, θὰ γράψει γράμματα ποὺ τώρα κοιμοῦνται σ᾽ἕνα κουτὶ
στὸ ὑπόγειο, δίπλα στὸ κιβώτιο μὲ τὰ χριστουγεννιάτικα στολίδια.

Ἀνοίγω ἕνα βιβλίο ποὺ διάβαζα στὸ πανεπιστήμιο
καὶ βλέπω ἄλλον ἕνα στὸ περιθώριο τῶν σελίδων, ὁ γραφικός του χαρακτήρας
θυμίζει ἐξαίσια φυλλώματα , σὰν τὰ φύλλα καὶ τὰ ἄνθη
στὰ μεσαιωνικὰ χειρόγραφα, τὸ κάθε «ο» σὰν μικροσκοπικὸ ἀγριοκάστανο
οἱ σελίδες τοῦ παλιοῦ βιβλίου κιτρινισμένες σὰν τὰ δάχτυλα τῶν καπνιστῶν.

Ἄλλος ἕνας καβαλάει ἀκόμα τὴ μηχανή του
πάει ἀπὸ τὸ Κοννέτικατ στὸ Μανχάτταν, καὶ τὰ σαββατοκύριακα κάνει
τὸν ταξιτζὴ γιὰ νὰ πληρώσει τὰ δίδακτρα. Τὶς νύχτες ποὺ μὲ ἔπαιρνε μὲ τὴ μηχανή,
κι ἀκουμποῦσα τὸ κεφάλι μου στὴν πλάτη του πάνω στὸ μαῦρο πέτσινο, ἤξερα
πὼς θὰ πέθαινα πολλὲς φορὲς προτοῦ πεθάνω.

Ἕνας θάνατος γιὰ ἐκεῖνον ποὺ περπατοῦσε στὴ λεωφόρο
κι ἀναρωτιόταν πῶς θὰ χωρέσει τὸ μπουφὰν
πάνω ἀπὸ τὸ ἀποκριάτικο κοστούμι. Ἕνας θάνατος γιὰ ἐκεῖνον
ποὺ τὸν ἀπέρριψαν γονεῖς κι ἀδέλφια.
Ἕνας θάνατος γιὰ ἐκεῖνον ποὺ κλειδωνόταν στὸ δωμάτιό του κι ἔκανε μουντζοῦρες
σ᾽ἕνα σημειωματάριο, ξανὰ καὶ ξανὰ καὶ ξανά.

Ἄλλος ἕνας στέκεται δίπλα μου στὸ μουσεῖο, κοιτάζει
σὲ μιὰ γυάλινη προθήκη ἕνα χέρι ἀπὸ ἀσήμι
ποὺ μοιάζει μὲ δαγκάνα πάνω στὸ γκρὶ βελοῦδο.
Kι ἄλλος ἕνας βρίσκεται στοὺς ἀτελείωτους δενδρόκηπους τοῦ παπποῦ του
ποὺ μοιάζουν ἀκόμη πιὸ ἀχανεῖς ἐπειδὴ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἀγόρι
κι ἔχει χαθεῖ, κι ἂς εἶναι ὅλα ὅσα βλέπει μέρος τοῦ βασιλείου του.

Καμιὰ λογικὴ δὲν ὁρίζει τί συγκρατοῦμε.
Τὶς φακίδες στὰ χέρια του. Τὴν οὐλὴ ἀπὸ τὸ χειρουργεῖο
στὸν ὦμο του. Τὴ λειψανοθήκη ποὺ μένει ἄθικτη κι ἂς ἔχουν λιώσει τὰ ἅγια λείψανα.

Τοὺς βλέπω σ᾽ἕνα καφέ, ἐρωτευμένους.
Εἶναι δύο ἔφηβοι δίπλα δίπλα σὲ ἔναν καναπέ,
ἀγκαλιάζονται σφιχτά, ὁ ἕνας κρατᾶ τὸ τηλέφωνό του
φωτογραφίζονται μαζὶ καὶ λάμπουν τὰ πρόσωπά τους στὸ ψυχρὸ φῶς .
Ἤμουν αὐτοί, καὶ ὅλα ὅσα τοὺς συμβαίνουν στὴ συνέχεια


καὶ μοῦ χρειάστηκε ὁλόκληρη ἡ καρδιά μου γιὰ νὰ τοὺς χωρέσω καὶ τοὺς δύο.
Καμιὰ λογικὴ δὲν ὁρίζει τί συγκρατοῦμε, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ἑαυτούς μας.

Εἶμαι κοντά του σὲ μιὰ παραλία τὸ καλοκαίρι, κι ὁ οὐρανὸς λάμπει σὰν κάρβουνο.
Κάθομαι πλάι του σὲ ἕνα πεζοδρόμιο
καὶ κλαίει. Εἶμαι μόνος στὸ δωμάτιο ἑνὸς ξενοδοχείου
καὶ σκέφτομαι ὅλες τὶς παγομηχανὲς ποὺ βάζουνε παντοῦ σὲ ὅλα τὰ ξενοδοχεῖα
σὲ ὅλη τὴν Ἀμερική, θλιμμένες μηχανὲς ποὺ ὀνειρεύονται ἀκατάπαυστα
τὸν κάθε καθαρὸ κύβο φωτὸς ποὺ θὰ φτιάξουν.