Συνομιλητές: Χρῆστος Ἀγγελάκος, George Le Nonce
Ἀθήνα, 20 Μαρτίου 2014, Βιβλιοπωλεῖο Ἰανός.


Χρήστος: Κάποιο νέο και νεανικό περιοδικό έγραψε για σένα πως είσαι μια αινιγματική περσόνα του διαδικτύου. Αισθάνεσαι «αινιγματική περσόνα του διαδικτύου»;
George: Ὄχι ἰδιαίτερα. Ἂν καὶ μπορεῖ νὰ ὑπῆρξα κάποτε ἂν ὄχι αἰνιγματικός, πάντως ἀγνώστου ταυτότητος διαδικτυακὸ ὑποκείμενο, ὅσο προχωροῦσε αὐτὸ τὸ πείραμα μὲ τὴν ποίηση στὸ διαδίκτυο, τόσο γινόμουν καὶ πιὸ ἐξωστρεφής, ἐπιθυμώντας προφανῶς νὰ ἀντικαταστήσω ὡς φυσικὴ παρουσία τὴν διαδικτυακὴ φασματικὴ περσόνα.
Εἶμαι πιὰ ἐδῶ, μὲ τὸ πρόσωπό μου, ἀκόμη καὶ ἐκτὸς διαδικτύου, χρόνια τώρα, καὶ πλέον ἀκόμη καὶ μέσῳ ἑνὸς βιβλίου. Καὶ προσπαθῶ νὰ ἀγαπηθῶ, ὅπως κάθε ἄλλος ἄνθρωπος, ψευδώνυμος ἢ ὄχι, ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ δείξει τὰ γραπτά του.
Συγχρόνως, βέβαια, ἡ φυσικὴ παρουσία ἔχει καταντήσει μιὰ προέκταση τοῦ διαδικτυακοῦ αὐτοῦ φαντάσματος, τὸ ὁποῖο ὑπογράφει τὰ ποιήματα, ὑπογράφει κείμενα, ἐμφανίζεται ποῦ καὶ ποῦ, πολὺ σπανίως πράγματι, ἐπὶ σκηνῆς˙ ἐνῶ ὁ ἄλλος, ἡ φυσικὴ παρουσία μὲ τὸ κατὰ κόσμον ὄνομα, περιορίζει τὴν ὕπαρξή του ὅλο καὶ περισσότερο, κυκλοφορεῖ πιὰ μόνο στὸ χῶρο τοῦ βιοπορισμοῦ καὶ τῆς γραφειοκρατίας, καὶ ἔτσι διασώζεται καὶ αὐτοπροστατεύεται.
Χρήστος: Επιθυμώντας να τροφοδοτήσω, κι εγώ με τη σειρά μου, αυτή την αινιγματικότητα, παραθέτω ένα σύντομο βιογραφικό, δημοσιευμένο στη Wikipedia, το 2027.
Ο George Le Nonce είναι Αλεξανδρινός και Αθηναίος, Έλλην, φιλέλλην και διεθνής. Οι ρίζες του απλώνονται στο Διευθυντήριο της Γαλλικής Επανάστασης, στους Καρμπονάρους της Τεργέστης, στην εξέγερση της Κροστάνδης και στo μεσοπολεμικό Βερολίνο. Διαθέτει μια μοναδική συλλογή από πορσελάνινες νεκρές ποιήτριες. Η τελευταία, σπασμένη από την ουρά της γάτας του Peggy, βαφτισιμιάς της Guggenheim, ξανακολλήθηκε με περισσή φροντίδα από την ποιήτρια Γλυκερία Μπασδέκη στην Ξάνθη. Ο George Le Nonce έχει εφτά ομπρέλες, κι όταν βρέχει κυκλοφορεί και με τις εφτά. Έχει αναλάβει την αισθητική αναβάθμιση των Εξαρχείων, σύμφωνα με την τελευταία παράλογη επιθυμία του Luchino Visconti. Oι φήμες λένε πως κάποτε ζήτησε καλύτερο δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο στο Μαρόκο, ισχυριζόμενος πως είναι μικρανιψιός της Marlene Dietrich. Aκούει μουσική ανάμεσα στις τρεις με πέντε τα ξημερώματα, όταν οι άλλοι κοιμούνται. Οι φωτογραφίες όπου ερμηνεύει τον Άμλετ, σε παραστάσεις περιοδεύοντος θιάσου, έχουν όλες καταστραφεί. Στην όψιμη νεότητά του επιστρέφει στον μοντερνισμό, γυρίζοντας την πλάτη στο μεταμοντέρνο, επειδή, σύμφωνα με δηλώσεις του, στερείται χιούμορ. Η γραφή του συγκεράζει την «πρόζα του μαινομένου» με την «ποίηση του σωφρονούντος», σύμφωνα με τη διατύπωση του Harold Bloom στη μεταθανάτια έκδοση του άγραφου ακόμη βιβλίου του.
Ας πάμε όμως στα ποιήματα: ένα βιβλίο 160 σελίδων, κι ένα εξώφυλλο-δείγμα της υψηλής αισθητικής της Μικρής Άρκτου, του Παρασκευά Καρασούλου και των συνεργατών του.
Προτού περάσω στις ερωτήσεις που αφορούν τα ποιήματα, θέλω να κάνω μια γενική παρατήρηση: γράφεις στο πολυτονικό σύστημα και ακολουθείς την παλαιά ορθογραφία. Τούτο στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να εκληφθεί ως ιδιοτροπία, στη χειρότερη ως καθήλωση.
Εσύ τι σήμα θέλεις να δώσεις μ’ αυτές σου τις επιλογές;
George: Ὁπωσδήποτε μιλᾶμε πράγματι καὶ γιὰ ἰδιοτροπία καὶ γιὰ καθήλωση. Ἡ ἰδιοτροπία ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν τυπογραφικὴ ἐμφάνιση τῶν ποιημάτων: βλέπω τὰ τονικὰ σημάδια, τὶς βαρεῖες, τὶς ὀξεῖες, τὶς περισπωμένες, τὰ πνεύματα, σὰν λίγο πολὺ ἄχρηστα, ἀλλὰ πάντως ἐνδιαφέροντα στολίδια.
Πρόκειται, ἴσως, γιὰ ἕνα εἶδος συντηρητισμοῦ, καθὼς τὰ ὡραιότερα ποιητικὰ κείμενα ποὺ ἔχω διαβάσει τυχαίνει νὰ εἶναι πολυτονισμένα, εἶμαι βλέπεις καὶ σαρανταεφτὰ χρονῶν, καὶ στὰ ἐφηβικὰ καὶ μετεφηβικά μου χρόνια ὅλα σχεδὸν τὰ βιβλία ἦσαν πολυτονισμένα, ἐνδέχεται λοιπὸν αὐτὸ ποὺ ἐμφανίζω ὡς ἰδιοτροπία νὰ εἶναι ἐπίσης μιὰ καθήλωση στὸ ἀναγνωστικό μου παρελθόν.
Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ ἕνας ἄλλος λόγος, μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἄλλοθί μου, ἀλλὰ τὸ σκέφτομαι συχνά: ὑπάρχουν περιπτώσεις, ἰδιαίτερα σὲ ἕνα εἶδος γραφῆς ὅπως ἡ ποίηση, ποὺ θέλει νὰ ἐπιτρέπει ἢ καὶ νὰ καλλιεργεῖ τὴν ἀμφισημία, ἢ καὶ τὴν πολυσημία, ὑπάρχουν περιπτώσεις ὅπου ἡ ὀρθογραφία καὶ ὁ πολυτονισμὸς ἐνδέχεται νὰ προσθέσουν κάτι στὸ νόημα. Γιὰ παράδειγμα, ὅταν ὁ Γιῶργος Χειμωνᾶς γράφει «ἐδοῦλευε», μὲ περισπωμένη, μιὰ περισπωμένη ποὺ οἱ κανόνες ἀπαγορεύουν, μᾶς ἀναγκάζει νὰ ἀνακαλέσουμε τὸν δοῦλο, ὅταν γράφει «φῶσφορος», μὲ τὴν ἴδια παράνομη περισπωμένη, μᾶς ἀναγκάζει νὰ ἀνακαλέσουμε τὸ φῶς. Αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ χωρὶς πολυτονισμό.
Κατὰ τὰ ἄλλα πάντως, δὲν ὑποστηρίζω τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ πολυτονικοῦ, δὲν τὸ θεωρῶ ἀνώτερο, οὔτε κἂν ἀκριβέστερο, ἁπλῶς θέλω νὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ αὐτὴ ἡ καθήλωση, χωρὶς νὰ ἐξάγονται αὐθαιρέτως συμπεράσματα γιὰ πολιτικὲς ἢ θεολογικὲς θέσεις!


Χρήστος: Ο τίτλος της συλλογής, “Ο Εμονίδης”, προέρχεται από το ποίημα του Καβάφη “Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ.Χ.”
“Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ.Χ.”
Στίχοι του νέου Τεμέθου του ερωτοπαθούς.
Με τίτλον «Ο Εμονίδης»— του Aντιόχου Επιφανούς
ο προσφιλής εταίρος· ένας περικαλλής
νέος εκ Σαμοσάτων. Μα αν έγιναν οι στίχοι
θερμοί, συγκινημένοι είναι που ο Εμονίδης
(από την παλαιάν εκείνην εποχή·
το εκατόν τριάντα επτά της βασιλείας Ελλήνων!—
ίσως και λίγο πριν) στο ποίημα ετέθη
ως όνομα ψιλόν· ευάρμοστον εν τούτοις.
Μια αγάπη του Τεμέθου το ποίημα εκφράζει,
ωραίαν κι αξίαν αυτού. Εμείς οι μυημένοι
οι φίλοι του οι στενοί· εμείς οι μυημένοι
γνωρίζουμε για ποιόνα εγράφησαν οι στίχοι.
Οι ανίδεοι Aντιοχείς διαβάζουν, Εμονίδην.
Οι αναγνώστες της ποίησης είμαστε «ανίδεοι Αντιοχείς»; Είμαστε αυτοί που δε θα φτάσουν ποτέ στο μυαλό ή στην καρδιά του ποιητή; Εκείνοι που διαβάζουν αλλιώς (καθένας με τον τρόπο του) τις εικόνες στην οθόνη της ποίησης;
George: Δὲν ξέρω πόση σημασία ἔχει ἂν εἴμαστε ἢ δὲν εἴμαστε Ἀντιοχεῖς, ἀνίδεοι, μυημένοι ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Ὅπως λές, διαβάζει καθένας μὲ τὸν τρόπο του, καθεὶς μὲ τὰ ὅπλα του, ποὺ λέει καὶ ἕνας ποιητὴς μὲ τὸν ὁποῖο δὲν ἔχω μεγάλη σχέση.
Ἕνα ποίημα ἀσφαλῶς θέτει κάποιους ὅρους γιὰ τὴν ἀνάγνωσή του, δὲν πιστεύω ὅτι μπορεῖ νὰ διαβάσει κανεὶς ὅ,τι τοῦ κατέβη σὲ ἕνα ποίημα, ἀλλὰ σίγουρα μπορεῖ διαφορετικοὶ ἄνθρωποι νὰ διαβάσουν τὸ ἴδιο ποίημα μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν εἶναι αὐθαίρετες οἱ ἀναγνώσεις τους. Καὶ μάλιστα, θὰ ἔλεγα ὅτι ἡ καλὴ ποίηση ἐνθαρρύνει κάποιου εἴδους πολυερμηνεία.
Μιλώντας γιὰ τὸ συγκεκριμένο βιβλίο, τώρα, τὸν Ἐμονίδη, παίζω ἕνα παιχνίδι μὲ τὸν τίτλο, διότι ὀνομάζω τὸ βιβλίο Ἐμονίδη, δηλαδὴ δίνω στὰ ποιήματά μου τὸ ὄνομα, τὸ ψεύτικο ὄνομα, τὸ «ψιλὸν ὄνομα» τὸ ὁποῖο οἱ ἀνίδεοι Ἀντιοχεῖς στὸ ποίημα τοῦ Καβάφη αύταπατῶνται ὅτι εἶναι τὸ πραγματικὸ ἀντικείμενο τοῦ ποιητικοῦ πόθου. Μὲ τὴν προφανὴ ἀναφορὰ στὸ καβαφικὸ ποίημα, δηλώνω ὅτι ἐνδεχομένως οἱ μυημένοι, οἱ φίλοι οἱ στενοί, καταλαβαίνουν, γνωρίζουν «γιὰ ποιόνα ἐγράφησαν οἱ στίχοι», ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ βαφτίζω τὰ ποιήματα μὲ τὸ ὑποτιθέμενο ψιλὸ ὄνομα.
Ἑπομένως: Ἂν ὅσοι θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους μυημένους ποῦν πὼς ἀσφαλῶς δὲν πρόκειται γιὰ τὸν Ἐμονίδη, πὼς αὐτοὶ μόνο ξέρουν τί πραγματικὰ λέει τὸ ποίημα, ὁ τίτλος τοὺς διαψεύδει. Ἂν ποῦν πὼς ναί, γιὰ τὸν Ἐμονίδη πρόκειται, τὸ περιεχόμενο τοῦ καβαφικοῦ ποιήματος ἀπὸ ὅπου κατάγεται ὁ τίτλος, πάλι τοὺς διαψεύδει. Τελικά, κανεὶς δὲν ξέρει ἂν ἔχουν δίκηο οἱ μυημένοι ἢ οἱ ἀνίδεοι Ἀντιοχεῖς!
Χρήστος: Εγώ στον δικό σου “Εμονίδη”, από την πρώτη στιγμή που τον είδα γραμμένο στο εξώφυλλο της συλλογής σου, πρόσθεσα άλλο ένα “μι”. Με τον τρόπο μου τον μετέτρεψα σ’ έναν κύριο προσκολλημένο στις εμμονές του.
Η ποίηση είναι μια εμμονική διαδικασία; Τα ποίημα είναι προϊόντα αυτής της εμμονής;
George: Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἄλλο παιχνίδι ποὺ θὰ ἤθελα νὰ παίξω μὲ τὸν τίτλο, ἀλλὰ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ἡ ὀρθογραφία δὲν βοηθάει: θὰ βοηθοῦσε ἂν ὁ καβαφικὸς Ἐμονίδης γραφόταν μὲ δύο μὶ ἢ ἂν ἡ ἐμμονὴ γραφόταν μὲ ἕνα. Εὐτυχῶς, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού, ὅπως ἐσύ, προσθέτουν τὸ ἐλλεῖπον μί! Πραγματικά, ὁ Ἐμονίδης ἀποτελεῖ μιὰν ἐμμονή.
Εἶναι ἐμμονικὴ διαδικασία ἡ ποίηση – καὶ ἡ γραφὴ καὶ ἡ ἀνάγνωση τῆς ποίησης, τοὐλάχιστον γιὰ μένα. Στὰ ἀγαπημένα ποιήματα, στοὺς ἀγαπημένους ποιητές, ἐπιστρέφω συχνά, μὲ τὴν ἴδια πάντα ἐμμονικὴ εὐχαρίστηση.
Ἀπὸ τὴ σκοπιὰ πάλι τοῦ δημιουργοῦ, ἡ ποίηση ἐνδέχεται νὰ εἶναι ἐμμονικὴ μὲ τὴν ἔννοια ὄτι μιλάει γιὰ πολὺ λίγα, τελικά, πράγματα, γιὰ πολλὲς ἐκφάνσεις μιᾶς περιορισμένης «θεματικῆς», καὶ νὰ προσπαθεῖ ἁπλῶς νὰ ἀρθρωθεῖ μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ ἀκρίβεια, μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ πυκνότητα. Σὲ ἕνα ποίημα ποὺ γράφω μπορεῖ νὰ ἐπανέρχομαι ἐπὶ μῆνες, ἐνίοτε χρόνια, διορθώνοντας καὶ παραλλάσσοντας ἴσως ἐλάχιστα πράγματα κάθε φορά, μιὰ λέξη, ἕνα κόμμα, ἕνα στίχο. Ὑποψιάζομαι ὅτι δὲν θὰ φτάσω ποτὲ νὰ καταφέρω νὰ πῶ αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ φαντάζομαι ὄτι θέλω νὰ πῶ, ἀλλὰ ἐπιμένω.
Ἄρα καὶ ἡ ἀφορμή, ἂς ποῦμε, τοῦ ποιήματος, τὸ πράγμα ποὺ θέλει κανεὶς νὰ πεῖ σὲ ἕνα ποίημα, εἶναι ἀντικείμενο ἐμμονῆς, ἀλλιῶς δὲν θὰ ἔγραφε κανεὶς γι᾽αὐτό, ἢ τοὐλάχιστον δὲν θὰ ἔγραφε ποίημα. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἴδιο τὸ γράψιμο καὶ ξαναγράψιμο ἐνὸς ποιήματος εἶναι, γιὰ μερικοὺς ἀπὸ ἐμᾶς, κι αὐτὸ μιὰ ἐμμονικὴ διαδικασία.
Χρήστος: Το ποιητικό σώμα του Εμονίδη επιμερίζεται (ή διαμελίζεται, αν θες) σε 7 ενότητες.
Ι. Εξ ιδίων τα αλλότρια [13 ποιήματα]
ΙΙ. Θεός να μην το κάμη [15 ποιήματα]
ΙΙΙ. Αμάχανον όρπετον [18 ποιήματα]
ΙV. Επί σκηνής [11 ποιήματα]
V. Tα επικείμενα [14 ποιήματα]
VI. Kόρακας κοράκου μάτι [12 ποιήματα]
VII. Ποιος άδοξος ποιητής [17 ποιήματα]
Σύνολο: 100 ποιήματα, άλλα γραμμένα κατά στίχους κι άλλα πεζόμορφα.
Θα έλεγες πως αυτές οι ενότητες είναι οι διαστρωματώσεις ενός ποιητικού υλικού που ξεκίνησε πριν από χρόνια, κι εξακολούθησε να γράφεται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους; Ποια είναι η ιστορία αυτής της έκδοσης;
George: Ἡ πρώτη φορὰ ποὺ μοῦ πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ ὅτι ἴσως θὰ ἤθελα νὰ ἐκδώσω ἕνα ποιητικὸ βιβλίο ἦταν πρὶν εἴκοσι πέντε χρόνια. Εὐτυχῶς, δὲν τὸ διέπραξα, τὸ μετάνοιωσα κυριολεκτικὰ στὸ παρὰ πέντε. Ἀλλὰ δεδομένης τῆς ἐμμονῆς ποὺ λέγαμε πρίν, ὑπάρχουν τρία τέσσερα ποιήματα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς τὰ ὁποῖα κάπως κατάφεραν νὰ ἐπιβιώσουν, μὲ λιγότερες ἢ περισσότερες ἐπεμβάσεις, ὣς σήμερα. Ἀπὸ τὶς ἑπόμενες δύο δεκατίες ἐπέζησαν καμμιὰ δεκαριὰ ἀκόμη, καὶ αὐτὰ μὲ ἀλλεπάλληλα, βεβαίως, χειρουργεῖα.
Πρὶν δυὸ χρόνια περίπου, ἀποφάσισα ὅτι θὰ προσπαθήσω νὰ ἐκδώσω κάποια ποιήματά μου. Πέρασα δυὸ τρεῖς μῆνες μαζεύοντας, διαλέγοντας, κόβοντας, ράβοντας, κατατάσσοντας, ξαναχειρουργώντας, κατὰ κύριο λόγο ποιήματα τῆς πιὸ πρόσφατης ἐσοδείας μαζὶ μὲ δἐκα δεκαπέντε παληότερα ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ ἀποχωριστῶ. Καὶ τὸ Μάρτιο τοῦ 2013 τὰ ἔστειλα σὲ τρεῖς ἐκδοτικοὺς οἴκους ποὺ ἐκτιμῶ. Εὐτυχῶς, μοῦ ἀπάντησε ἡ μικρὴ ἄρκτος.
Ὣς τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2013, ὁπότε τὸ βιβλίο ἔπρεπε νὰ πάει στὸ τυπογραφεῖο, οἱ ἐπεμβάσεις συνεχίστηκαν. Τὴν τελευταία ἑνότητα, ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ ἤδη δημοσιευμένα, σὲ περιοδικά, ποιήματα, τὴν ἀντικατέστησα μὲ μιὰ καινούρια, ἔκοψα ποιήματα ἀπὸ τὶς ἄλλες ἑνότητες, ἔβαλα ἄλλα, συνήθως νεότερα, στὴ θέση τους, ἄλλαξα ἀρκετὲς φορὲς τὴ σειρὰ τῶν ποιημάτων, ξαναχειρούργησα, τελικὰ κατέληξα σὲ αὐτὴν τὴν σύνθεση, μὲ τὴν ὁποία παραδόξως εἶμαι ἀκόμη εὐχαριστημένος.
Ἀλλὰ τελικά, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχει ποίημα στὸν Ἐμονίδη συνομήλικο μὲ κάποιους ἀπὸ τοὺς πιθανοὺς ἀναγνῶστες, κατὰ κανόνα τὰ ποιήματα τοῦ Ἐμονίδη εἶναι νεαρότατα, ἡ ἡλικία τους εἶναι ἀπὸ ἕξι μηνῶν ὣς τριῶν ἐτῶν.
Χρήστος: Πάμε στην πρώτη ενότητα: «Εξ ιδίων τα αλλότρια». Στο εμμονικό πλαίσιο, στο οποίο διαβάζω αυτά τα ποιήματα, πρωταγωνιστούν η οικογένεια, ο θάνατος, η αρρώστεια, ο εγκλεισμός, το νοσοκομείο, το ίδρυμα, η τεφροδόχος, το οστεοφυλάκιο, κλπ. Σήματα όλα ενός αμφίρροπου πένθους που άλλοτε αποδέχεται το θάνατο κι άλλοτε επιχειρεί να τον αποτρέψει. Συχνότερα, το ίδιο πένθος φωλιάζει στα όνειρα.
Ορίζοντας τη γεωγραφία της πρώτης ενότητας, θα έλεγα πως ο θάνατος είναι το τετελεσμένο γεγονός που συνέβη στην αντίπερα όχθη, την όχθη της ζωής. Μεσολαβεί το ποτάμι του χρόνου ή του ονείρου, και στην άλλη μεριά, τη μεριά της ποίησης, βρίσκεσαι εσύ που προσπαθείς να αποδεχτείς, να ερμηνεύσεις ή και να αρνηθείς το γεγονός του θανάτου. Σε κάθε περίπτωση η ματαίωση είναι ισχυρή.
Η ποίησή σου είναι μια διαχείριση του μάταιου;
George: Ἡ ματαίωση εἶναι ἰσχυρή – ἀκριβῶς. Καὶ στὴν πρώτη ἐνότητα κοιτάζω τὴν καταγωγή της.
Ἡ οἰκογένεια, ἡ ὁποία εἶναι πράγματι ἐμμονικὰ παρούσα καὶ σὲ ἄλλες ἑνότητες – ἰδίως ἡ κραταιὰ μητέρα, ἀλλὰ σὲ ἕνα βαθμὸ καὶ ὁ πατέρας, καὶ οἱ λοιποὶ συγγενεῖς – πολὺ σωστὰ διέγνωσες ὅτι σχεδὸν μονοπωλεῖ τὴν πρώτη ἑνότητα.
Καὶ ἡ οἰκογένεια εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ κρατοῦν δέσμια τὴν παιδικὴ καὶ ἐν μέρει τὴν ἐφηβική σου ἡλικία, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐνηλικιώνεσαι δὲν τὸ βάζουν κάτω˙ ἄλλωστε ἀποτελεῖς κατὰ μιὰ ἔννοια τὸ νόημα τῆς ζωῆς τους, λογικὸ εἶναι νὰ μὴν σοῦ παραδίδονται, παραδίδονται ἐντούτοις στὴ φθορά, καὶ τοὺς βλέπεις νὰ φθείρονται καὶ νὰ φθίνουν, νὰ χάνουν μοιραῖα ὄχι μόνο τὸν ἔλεγχο ποὺ εἶχαν κάποτε τῆς δικῆς σου ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔλεγχο τῆς δικῆς τους, καὶ κάποτε νὰ χάνουν καὶ τὴν ζωή τους τὴν ἴδια. Πεθαίνουν ἢ ἀναχωροῦν σὰν νὰ πεθαίνουν. Αὐτὸ εἶναι πραγματικὰ τὸ τέλος, αὐτὸ εἶναι τὸ μὴ ἀναστρέψιμο, τὸ τετελεσμένο, ποὺ ὅμως εἶχε προοικονομηθεῖ, τὸ ἤξερες πὼς ἐρχόταν, ἔβλεπες πῶς ἐρχόταν, καὶ σὲ ἐνθουσίαζε καὶ συγχρόνως σὲ τρόμαζε ἡ βεβαιότητα τοῦ τέλους αὐτοῦ.
Ὅταν χάνεις τοὺς συγγενεῖς, ὅταν ἐξορίζονται σὲ ἕνα ἄσυλο, σὲ μιὰ φυλακή, σὲ ἕναν θάνατο, φαντάζεσαι ὅτι λύνονται κατὰ κάποιον τρόπο τὰ δεσμά. Ἀλλὰ τότε, συμβαίνει ἐπίσης κάτι ποὺ δὲν περίμενες καὶ ποὺ εἶναι ἐφιαλτικό: ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι ἐξακολουθεῖς νὰ ἀποτελεῖς τὸ νόημα τῆς ζωῆς τους, ὅτι φέρεις τὴν κληρονομιά τους, καί, τὸ χειρότερο, ὅτι ἐπίσης εἶσαι καὶ ἐσὺ συγγενής. Αὐτὸ κάπως προσπαθεῖς νὰ τὸ διαχειριστεῖς – αὐτὸ εἶναι ἡ μεγάλη ματαίωση.


Χρήστος: Η δεύτερη ενότητα «Θεός να μην το κάμη» δανείζεται το τίτλο της από το ποίημα του Βιζυηνού «Το όνειρον». Τούτη η αναφορά μοιάζει να σε ωθεί να εμβαθύνεις στις εμμονές του νοσοκομείου, του ψυχιατρείου, του εκλεισμού. Κι ωστόσο, δίπλα της, βλέπουμε να κυριαρχεί μια άλλη εμμονή, την οποία συγκροτεί το ζεύγος «ύπνος-θάνατος». Καθώς λοιπόν τα ποιήματα μεταφέρονται «παρά δήμον ονείρων», πυκνώνουν, θαρρείς, τα ποιητικά μοτίβα που κουβαλάνε «το βάρος του ύπνου», σύμφωνα με τη δική σου διατύπωση: οι αλλεπάλληλες αναφορές στη νύχτα, ο φόβος, το σώμα που γεμίζει λέπια, το φίδι, οι εραστές που φοράνε άλλο πρόσωπο κάθε φορά, ο διαρκής πνιγμός, ο τάφος, ο ποιητής που ονειρεύεται το θάνατό του. Εξίσου ενδεικτικός είναι και ο μηχανισμός των ονείρων που μοιάζει να κινεί τα ποιήματά σου: οι μεταμορφώσεις των οικείων προσώπων σε άλλα πρόσωπα, οι εναλλαγές των τόπων και των τοπίων, η κατάργηση του ρεαλιστικού χρόνου, το αίσθημα της δύσπνοιας που περνάει στους στίχους.
Με δυο λόγια, οι λέξεις σου ξύνουν την άκρη του ονείρου για να μας αποκαλύψουν το παράδοξο, το παράλογο, το αφανές, την αθέατη, συχνά εφιαλτική όψη της ζωής. Εντέλει, το ίδιο το στοίχημά της με το θάνατο.
Κι έτσι τα ποιήματά σου γίνονται εξόχως ανησυχητικά: τα διατρέχει μια ορισμένη αίσθηση απειλής, σαν τάση ηλεκτρικού ρεύματος.
Τούτη η απειλή είναι για μένα το βασικό συστατικό της γραφής σου, αυτή που φτιάχνει τα ποιήματα. Ποιήματα απειλημένα, απειλητικά, ψύχραιμες καταγραφές του εφιάλτη. Ο Ουμπέρτο Έκο έχει πει πως «το όνειρο είναι μια γραφή, και οι περισσότερες γραφές δεν είναι παρά όνειρα.» Εσύ γιατί καταφεύγεις στη γλώσσα των ονείρων και πώς τη χρησιμοποιείς;
George: Συμφωνοῦμε: μιὰ κυρίαρχη ὄψη τῆς ποίησης εἶναι αὐτὸ ποὺ καὶ ἐγὼ ὀνομάζω ἐφιάλτη. Μὲ ἁπλὰ λόγια, ὁ ἐφιάλτης γιὰ τὸν ὁποῖο μιλάω εἶναι ἡ ἀποκάλυψη ὅτι τὰ πράγματα δὲν εἶναι ὅπως φαίνονται. Νομίζεις ὅτι ὀνειρεύεσαι, ἀλλὰ εἶσαι ξύπνιος, νομίζεις ὅτι εἶσαι ξύπνιος, ἀλλὰ ὀνειρεύεσαι, νομίζεις ὅτι ἔχεις φύγει ἀλλὰ εἶσαι πάντα ἐκεῖ, νομίζεις ὅτι εἶσαι ὁ γόης τοῦ φιδιοῦ ἀλλὰ εἶσαι στὴν πραγματικότητα τὸ ἴδιο τὸ φίδι.
Πρόκειται γιὰ τὴν ἄλλη ὄψη τῆς πραγματικότητας, αὐτὴν ποὺ μπορεῖ στὴν ἀρχὴ νὰ μὴν εἶναι ὀρατή, ἀλλὰ ὅταν σοῦ ἀποκαλύψει τὸ πρόσωπό της ἀντιλαμβάνεσαι ἀμέσως πὼς αὐτό, βεβαίως, ἦταν πάντα τὸ φρικτὸ πρόσωπό της καὶ πὼς ἦταν ἀφελὲς ἐκ μέρους σου νὰ προσπαθεῖς νὰ αὐταπατηθεῖς τόσον καιρὸ γιὰ νὰ προστατευθεῖς.
Τὰ ποιήματα, λοιπόν, ἀποκαλύπτουν αὐτὴν τὴν ἐφιαλτικὴ ὄψη τῆς πραγματικότητας, μὲ ὁποιοδήποτε κόστος. Πρόκειται, ὅπως λέει καὶ ὁ Φωκᾶς, γιὰ «ὑπομνήσεις ἑνὸς βάθους ποὺ ἐπικαλύφθηκε γι᾽ ἀσφάλεια».
Χρήστος: Η τρίτη ενότητα επιγράφεται με δυο λέξεις που έρχονται από την ποίηση της Σαπφούς: άμαχανον όρπετον: ακαταμάχητο ερπετό. Ακαταμάχητο ερπετό είναι ο έρωτας, ο εραστής, το φανταστικό σώμα του, το καταφαγωμένο από την απώλεια σώμα.
Αυτή η απώλεια καθορίζει τα ποίηματά σου: αποτυπώνει το σώμα του έρωτα ενώ ταυτόχρονα το εξαφανίζει. «Και η ποίηση δεν προκύπτει», λες σ’ ένα στίχο σου. Και όμως προκύπτει. Η ποίηση που προκύπτει δημιουργεί το νέο ζεύγος του έρωτα και του θανάτου, πανομοιότυπο σχεδόν με το ζεύγος «ύπνος-θάνατος» της προηγούμενης ενότητας, με τον θάνατο να είναι ο κοινός παρονομαστής στην εξίσωση της ποιητικής σου. Ρομαντικά μοτίβα, αναμφίβολα, που τα εξελίσσεις και τα ανανεώνεις μέσα στο σύστημα των δικών σου εξομολογημένων σημείων.
Ωστόσο, η τρίτη ενότητα διαφοροποιείται σημαντικά από τις δύο προηγούμενες. Εδώ απευθύνεσαι. Απευθύνεσαι στον πραγματικό ή στον φανταστικό εραστή ή στη διπλοτυπία τους. Το αποτέλεσμα αυτής της απεύθυνσης είναι μια λαβωμένη σωματικότητα, από τη στιγμή που ο εραστής, ως αντικείμενο του πόθου, μετατρέπεται σε αφορμή για το ερωτικό υποκείμενο. Αφορμή να ερωτευτεί μόνο του, και από μόνο του, να ερωτευτεί την ίδια του τη φαντασίωση.
Θα ήθελα να θυμίσω μια φράση του Ρολάν Μπαρτ, από τα Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου: «Ο τρόμος του αφανισμού είναι πιο ισχυρός από το άγχος της απώλειας.» Τα ποιήματά σου ξανακάνουν διαρκώς το ίδιο πέρασμα. Από τη μια κατάσταση στην άλλη. Υπογραμμίζοντας παράλληλα πώς το άγχος της απώλειας είναι για τον εραστή· ο τρόμος του αφανισμού για τον ποιητή.
«Η επιθυμία / η επιθυμία πάνω απ’ όλα», λες σ’ ένα ποίημα σου. Εισάγεις μιαν αμφιθυμία, η οποία συμπορεύεται με το καβαφικό ίχνος που διεισδύει στα ποιήματά του: τα ποιήματα γράφονται τη στιγμή που πεθαίνουν οι επιθυμίες.
Η ποίησή σου τρέφεται από το σώμα της ερωτικής, και δη της ομοερωτικής επιθυμίας;
George: Ναί, τὸ ἀμάχανον ὄρπετον εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς, εἶναι συγχρόνως καὶ ἀκαταμάχητο καὶ ἑρπετό.
Ἀκαταμάχητο ἐπειδὴ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖς, διότι δὲν εἶναι μόνο πὼς ἡ ἐπιθυμία, ἡ ἐρωτικὴ ἐπιθυμία, τίθεται πάνω ἀπὸ ὅλα καὶ μπορεῖ νὰ τὰ καταστρέψει ὅλα σὲ μιὰ στιγμή, ἰσχύει ἐπίσης πὼς «μόνον ὁ πόθος γεννᾶ τὸν ἔρωτα / ὁ πόθος ποτὲ δὲν ἕπεται» (ποίημα: ὁ πόθος), ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ εἶναι συγχρόνως τὸ ἀνεπίτευκτο τέλος.
Ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης καὶ ἑρπετό, σέρνεται σὰν τὸν χριστιανικὸ ὄφι, σοῦ παρουσιάζεται μὲ διάφορα προσωπεῖα, δημιουργεῖ ἐκφάνσεις τοῦ ἐφιάλτη ποὺ λέγαμε προηγουμένως, ἀλλὰ ἀπὸ κάτω κρύβεται ἡ «ἔλλειψη μιᾶς ἔλλειψης», ἡ ἐπιθυμία ἐπιθυμεῖ τὸν ἑαυτό της. Καὶ ἡ ποιητικὴ ἐξιδανίκευση εἶναι ἁπλῶς ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς ματαίωσης, ἡ στιγμὴ τῆς ἀλήθειας, μιὰ τρομερὴ στιγμή, πράγματι, ὅπως ἀκριβῶς λέει ὁ Μπὰρτ στὸ ἀπόσπασμα ποὺ παρέθεσες.
Καὶ τελικὰ ἡ συνθήκη στὴν ὁποία προκύπτει (ἢ ἀγωνίζεται νὰ προκύψει) ἡ ποίηση περιγράφεται ἐπίσης ἀπὸ τὸν Barthes, ποὺ ἀνέφερες ἤδη, ὁ ὁποῖος, ἂν θυμᾶμαι καλά, λέει κάπου: «γράφει κανεὶς γιὰ νὰ ἀγαπηθεῖ˙ διαβάζεται χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἀγαπηθεῖ».
Χρήστος: Η τέταρτη ενότητα-τέταρτη εμμονή επιχειρεί μια αποφασιστική μετατόπιση: τα ποιήματα μεταφέρονται στη σκηνή του θεάτρου. «Επί σκηνής» είναι άλλωστε κι ο τίτλος της ενότητας αυτής. Ο χώρος της σκηνής προϋποθέτει βέβαια και το χώρο των παρασκηνίων: οι επιθυμίες, οι αναστολές, οι ενορμήσεις, τα ένστικτα και οι ματαιώσεις γίνονται τα νέα πρόσωπα του δράματος. Βγαίνουν από το παρασκήνιο του ψυχισμού στη σκηνή της λευκής σελίδας για να παίξουν σε μια σκηνοθεσία του φωτός και της σκιάς, του ειπωμένου και του ανείπωτου. Εδώ οι χειρονομίες συμπράττουν με τη συστολή, ο έρωτας συμπρωταγωνιστεί με το τέλος του, οι λέξεις υπαγορεύουν τις αποσιωπήσεις.
Ο ίδιος ο ποιητής γίνεται άλλοτε πρωταγωνιστής κι άλλοτε θεατής στο ίδιο του το έργο, και η δισυπόστατη φύση του, ο διχασμός του, παρουσιάζεται απτός και οικείος στο ονειρικό πλαίσιο της συλλογής. Η ποιητική ειρωνεία, έκδηλη όσο και λεπτή, ορίζει την απόσταση από την οποία θα παρακολουθήσουμε τις νέες διαδραματίσεις.
Ωστόσο τα έργα σου μοιάζουν με κολάζ από παλαιότερα έργα. Μιλάω για ένα πολυσχιδές σύστημα αναφορών που διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή, ορίζοντας όχι μόνο τις αναγνωστικές σου επιλογές, αλλά και την ίδια την καταγωγή σου: Ο Καβάφης πριν και πάνω απ’ όλα, ο Γιώργος Χειμωνάς με την Εκδρομή, ο T. S. Eliot με την «Οικογενειακή Συγκέντρωση», οι σαιξπηρικοί ήρωες Άμλετ και Μάκβεθ, ο σοφόκλειος Οιδίπους Τύραννος, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Νίκος Φωκάς, η αείμνηστη Αλόη Σιδέρη που κρύβεται πίσω από το αρχικό γράμμα του ονόματός της, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Όμηρος με την Οδύσσεια και την Ιλιάδα του, αλλά και ο Νίτσε με τις αβύσσους του, η Σαπφώ, ο Τζον Ντον, ο Έζρα Πάουντ, ο Αμπιγιέρ του Γέιτς και ο Γαλάζιος Άγγελος του Χάινριχ Μαν και του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, ο Τόμας Μαν, τόσο με το Μαγικό Βουνό όσο και με το Θάνατο στη Βενετία, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, η Πολιτεία του Πλάτωνα, ο Γοργίας, ο Κόλεριτζ πιασμένος από το χέρι της Λώρι Άντερσον, η πεισιθάνατη Σύλβια Πλαθ με τον δοξαστικό Ανδρέα Εμπειρίκο, ο Αναγνωστάκης, ο Κλείτος Κύρου, ο Καρυωτάκης, ο Καρούζος, ο Χόλινγκχερστ, ο Άσμπερι, η Έμιλι Ντίκινσον, η Σίβυλλα του Πετρώνιου και ο εκλιπών Γιάννης Βαρβέρης.
Μόνο μέσα στο “Querelle”, το τελευταίο ποίημα στην ενότητα “Επί σκηνής”, βλέπουμε να συνυπάρχουν ο Ζαν Ζενέ με τον Καβγατζή του, ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ο Ομηρικός Ελπήνορας και ο Οδυσσέας, η Νέκυια, η λυρική Σαπφώ και η Δαντική Κόλαση με το ζεύγος των εραστών της, την Φραντσέσκα και τον Πάολο. Δεν πρόκειται για απλή συνύπαρξη φυσικά, αλλά για μια σειρά πρωτεϊκές μεταμορφώσεις που δημιουργούν ένα ολόκληρο ποιητικό σύμπαν.
Γιατί το χρειάζεσαι αυτό το σύστημα αναφορών; Σε νοιάζει να δηλώσεις την ποιητική σου καταγωγή ή να ξεχρεώσεις τα αναγνωστικά σου δάνεια που αφηγούνται τη δική σου περιπέτεια της γνώσης, τη δική σου αισθηματική αγωγή;
George: Ἀπερίφραστα δηλώνω πὼς ναί, μὲ νοιάζει νὰ δηλώσω τὴν ποιητική μου καταγωγή, μὲ νοιάζει νὰ δείξω σὲ ποιές γραφὲς εἶμαι εὐγνώμων.
Ἐντούτοις, καὶ νομίζω αὐτὸ ἰσχύει στὶς περισσότερες ἀπόπειρες διακειμενικότητας στὴ λογοτεχνία, οἱ διακειμενικὲς ἀναφορὲς ἀποτελοῦν ἐπίσης ἕνα ἐπιπλέον παιχνίδι, μιὰ ἐπιπλέον δυνατότητα νοηματοδότησης. Τὸ ποίημα μπορεῖ νὰ ζήσει, ἂν ζήσει, εἴτε ἀναγνωρίσει κανεὶς τὴν παρουσία, γιὰ παράδειγμα, τῆς ἀγαπημένης μου φίλης Ἀλόης Σιδέρη, εἴτε ὄχι. Ἐνδέχεται, ὅμως, ἡ ἀναγνώριση τῆς παρουσίας της νὰ ἀνοίξει ἕνα ἀκόμη παράθυρο νοήματος.
Στὴν ἐνότητα «ἐπὶ σκηνῆς» τοῦ Ἐμονίδη, ὅπου πράγματι ἐμφανίζονται θεατρικὰ προσωπεῖα, θεατρικὲς πράξεις, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόμος τῶν παρασκηνίων, οἱ ἀναφορὲς αὐτὲς σὲ κάποιου εἴδους, ὅπως εἶπες, αἰσθηματικὴ ἀγωγή, εἶναι ἴσως περισσότερες ἀπὸ ὅσες ὑπάρχουν στὶς ἄλλες ἑνότητες, μὲ τὴν ἐξαίρεση τῆς τελευταίας. Μᾶλλον ἐπειδὴ τὸ θέατρο εἶναι ὁ κατεξοχὴν χῶρος ὅπου οἱ ἐφιαλτικὲς μεταμορφώσεις ἀποτελοῦν τὸν κανόνα, καὶ ἑπομένως χρειάζονται περισσότερα ἀποτρόπαια γιὰ νὰ προστατευθεῖ κανείς.


Χρήστος: Kάθε μία από τις 7 ενότητες του Εμονίδη μπορεί να τη δει κανείς ως αυτόνομη, ολιγοσέλιδη ποιητική συλλογή. Παρά τους κοινούς θεματικούς άξονες που τις διατρέχουν και τα ποιητικά μοτίβα που ανακυκλώνονται από τη μια ενότητα στην άλλη, η καθεμιά τους διατηρεί μια αυτοτέλεια, ενώ αλλάζουν ανεπαίσθητα τόσο ο χειρισμός του υλικού όσο και η θερμοκρασία της γραφής. Έτσι, στα «Επικείμενα», την πέμπτη ενότητα της συλλογής, τα 14 ποιήματα αναλαμβάνουν να μας ξανασυστήσουν το ποιητικό «Εγώ»: ένα «Εγώ» ευάλωτο και απροστάτευτο που ξοδεύεται στα όνειρα και στην απραξία, στις υποθέσεις και τις φαντασιώσεις. Ένα «Εγώ» που μιλάει για τον εαυτό του στο πρώτο ή στο δεύτερο πρόσωπο, παρακολουθώντας την ίδια του την αποσύνθεση: «Σαν νεκρή στάχτη τα μέλη του / από τσιγάρο που ξεχάστηκε στο τασάκι.»
Αυτό το «Εγώ» παράγει μια ποίηση χαμηλόφωνη, εξομολογητική, σχεδόν λυρική, η οποία προσφέρει μια ανάδρομη προοπτική, καθώς το βλέμμα που στρέφεται προς τα πίσω αναστοχάζεται, νοσταλγεί, διαπιστώνει το ανέφικτο του έρωτα, το μάταιο της προσμονής, τη βεβαιότητα του επικείμενου τέλους.
Σε κάθε περίπτωση, το ποιητικό «Εγώ» παγιδεύεται ανάμεσα στο «πολύ νωρίς» και στο «πολύ αργά», στο ασύμπτωτο του εσωτερικού και του ρεαλιστικού χρόνου, σε μια α-συγχρονία, κοντολογής, που το εξορίζει στα σκοτάδια των γηρατειών, εκεί όπου συνδιαλέγεσαι με την πιο δηλωμένη σου επιρροή, την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να προβάλεις (καίρια ή άκαιρα, τι σημασία έχει πια;) το αίτημα για μια αυξημένη δραματικότητα.
Ισχυρίζομαι πως ο γηραιός –ή ίσως πρόωρα γερασμένος– ποιητής είναι άλλο ένα προσωπείο του ποιητικού «Εγώ», ένα τέχνασμα που θα του επιτρέψει να εγκατασταθεί στην καρδιά του τέλους, όπου θα ξαναστήσει απ’ την αρχή μια νέα μυθοπλασία, μπλέκοντας αξεδιάλυτα τα επικείμενα με τα τετελεσμένα. Ίσως αυτή η μυθοπλασία είναι και η μόνη που επίκειται τελικά, καθώς εσύ ο ίδιος μιλάς για τη βεβαιότητα του τέλους, στήνοντας το δικό σου χρονικό των προαναγγελθέντων θανάτων.
Τι δηλώνει αυτή η διαρκής αναφορά στο παρελθόν, η προσήλωση στο τέλος, η εμμονή στην αναδρομή; Πρόκειται για ένα τέχνασμα ή για το ίδιο το στίγμα της ποιητικής σου ιδιοσυγκρασίας;
George: Παράξενο μοῦ φαίνεται ὅτι μοῦ λὲς πὼς στὰ «ἐπικείμενα» βλέπεις μιὰ διαρκὴ ἀναφορἀ στὸ παρελθόν, ἡ δική μου ἐντύπωση ἦταν πὼς τὰ «ἐπικείμενα» μιλοῦσαν γιὰ τὸ μέλλον! Ἂν καὶ ἴσως μιλοῦν γιὰ τὸ μέλλον διὰ τῆς ἀναδρομῆς στὸ παρελθόν, ἢ μὲ τὴν προϋπόθεση ποὺ ἐπιβάλλει τὸ παρελθόν.
Δὲν πρόκειται, ὅμως, γιὰ τὰ ἐπικείμενα στὰ ὁποῖα ἀναφερόταν ὁ ἐξαίσιος Φαῖδρος Μπαρλᾶς, ὁ ὁποῖος κατέληγε «ἀτάραχοι λοιπὸν ἂς ἀφήσουμε / τὰ ἐπικείμενα / νὰ ἐπίκεινται».
Ἐγώ, ὡς διαγνωσμένα ἐμμονικός, ἀδυνατῶ νὰ ἀφήσω τὰ ἐπικείμενα νὰ ἐπίκεινται. Ἀντιθέτως, τὰ μελετῶ, ἐπιχειρῶ νὰ τὰ προβλέψω, νὰ προφυλαχθῶ εἰ δυνατόν, ἢ ἔστω νὰ τὰ ἀντιμετωπίσω. Ἡ ἡλικία εἶναι ἕνα ὅπλο σὲ αὐτὴ τὴ διαδικασία: κομίζοντας ὅλο καὶ περισσότερες προγεύσεις τῆς ἐπικείμενης φθορᾶς σὲ προσανατολίζει ὡς πρὸς τὸ ἀναπόφευκτο.
Ἀλλὰ βέβαια, ἔχεις δίκηο: ἡ ἡλικία εἶναι ἐπίσης ἕνα τέχνασμα, νεότατοι εἴμαστε ἀκόμη, ἴσως τὸ προσωπεῖο τοῦ γηραιοῦ ποιητῆ διευκολύνει τὴν ἀναπόληση, τὴν ἐξακρίβωση τῆς καταγωγῆς τῆς μνήμης καὶ τῆς ἐπιθυμίας, καὶ συγχρόνως φέρνει τὴν εἰκόνα τοῦ τέλους πιὸ κοντά, ὥστε καὶ αὐτὸ νὰ μπορέσει πιὸ ἐξονυχιστικὰ νὰ ἐξετασθεῖ.
Χρήστος: Η προτελευταία ενότητα επιγράφεται: «Κόρακας κοράκου μάτι». Εδώ, ο κόρακας μπορεί να είναι και ο ποιητής. Την ερμηνεία αυτή, όσο αυθαίρετη κι αν ακούγεται, μου την υποβάλλουν τα «ποιήματα ποιητικής» που συγκεντρώνονται συνειδητά σ’ αυτή την ενότητα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν διαμιάς τα εξής πέντε: «Με λιγότερη ένταση», «μετά δέκα έτη», «Τα ποιήματα», «Επιθεώρηση», «Δοκιμές». Σ’ αυτά τα ποιήματα μιλάς για τις λέξεις και τη δύναμη ή την αδυναμία τους, για τους στίχους, τις ομοιοκαταληξίες ή τον απόηχό τους, για τη γραφή που τη λογαριάζεις πάντοτε έναντια στη ζωή και για τα ποίηματα που βλασταίνουν στις παρυφές του ονείρου ή του θανάτου, όπως το περίφημο λείψανο στην Έρημη Χώρα.
Θα επιμείνω ωστόσο στο πρώτο, στο «Με λιγότερη ένταση». Όχι μόνο γιατί θεωρώ πως συνοψίζει τη λογική και την τεχνική της συλλογή σου, αλλά κυρίως γιατί δίνει τα κλειδιά για να προσεγγίσουμε τα εκατό σου ποιήματα και τη ματιά με την οποία γράφτηκαν.
Λέξη κλειδί: η αποδόμηση. Η αποσυναρμολόγηση της πραγματικότητας, ο τεμαχισμός του γεγονότος, ο κατακερματισμός του αισθητού. Η ψυχραιμία του ποιητικού λόγου και η αποστασιοποίηση που υιοθετείται, με κάνουν να μιλώ για έναν χειρουργικό τρόπο, όπου ο ποιητής κατατέμνει με το νυστέρι τα βιώματα, τα οποία δεν θα μπορέσει να τα ξανα-ενώσει παρά σε μία ποιητική πραγματικότητα. Αλλά ακόμη και τότε, η εικόνα θα είναι αλλιώτικη. Ή μάλλον, αλλοιωμένη.
Αναγνωρίζεσαι σ’ αυτή τη λειτουργία; Η αποδόμηση του πραγματικού οδηγεί στη δόμηση του ποιητικού γεγονότος;
George: Ναί. Περὶ αὐτοῦ ἀκριβῶς πρόκειται. Κόρακας, ποὺ βγάζει ὅμως κοράκου μάτι, εἶναι ὁ ποιητής.
Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μὲ ἀπασχολεῖ ὅλο καὶ περισσότερο αὐτὴ ἡ παληὰ ἰδέα τῆς σχέσης μεταξὺ τῆς γραφῆς καὶ τοῦ βιώματος (ἢ βιόμματος, γιὰ νὰ θυμηθῶ πάλι τὸν Χειμωνᾶ καὶ τὴν ὀρθογραφία του). Μὲ ἀπασχολεῖ κατὰ πόσο ἡ ποίηση ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μιὰ βιωματικὴ ἐμπειρία ὡς ἐκλυτήριο αἴτιο, ποὺ λένε καὶ οἱ ψυχίατροι. Ἢ ἂν μπορεῖ νὰ συνεχίσει μὲ ἕναν τρόπο κάπως αὐτιστικό, ἐν μέρει αὐτοαναφορικό, χωρὶς «φρέσκες» ἐμπειρίες, ἂν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ἡ ποίηση ἐξετάζοντας ἀναμνήσεις ἀναμνήσεων, ἕνα εἶδος γεροντικῆς, ὕστερης καβαφικῆς ποίησης. Μὲ ἀπασχολεῖ ἐπίσης τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ ποίηση ἀντιστρατεύεται τὴ ζωή, ἢ ἀκόμη σὲ ἕσχατες περιπτώσεις, ἂν καθυποτάσσει τὴ ζωή, μὲ τὴν (παρανοϊκὴ ἴσως) ἔννοια ὅτι προκαλεῖ βιωματικὲς ἐμπειρίες μὲ μόνο στόχο νὰ ἀποκομίσει πρώτη ὕλη ἐπὶ τῆς ὁποίας νὰ ἐργασθεῖ.
Δὲν ἔχω ἀπάντηση σὲ κανένα ἀπὸ τὰ δύο ἐρωτήματα.
Μοῦ φαίνεται, ὅμως, ὅτι ἡ ποίηση, στὴν περίπτωσή μου τοὐλάχιστον, ἔχει πράγματι ἕνα στοιχεῖο χειρουργικοῦ τεμαχισμοῦ τῆς πραγματικότητας: ἀκόμη καὶ χρόνια μετὰ ἀπὸ ἕνα γεγονὸς μπορεῖ ἡ ἀνάμνησή του νὰ ἐπιστρέφει σὲ ἕνα ποίημα, καὶ ἔτσι νὰ ἀποκαλύπτεται μιὰ ἄλλη ὄψη τοῦ γεγονότος, πιθανότατα ἐξίσου πραγματική, ἡ ὁποία ὅμως παρέμενε κρυφὴ ὣς τὴ στιγμὴ ποὺ τὴν περιέλαβε ἡ ἐγκεφαλικὴ διαδικασία ποὺ κατέληξε στὴ σύνθεση ἑνὸς ποιήματος.


Χρήστος: Πάμε στην τελευταία ενότητα, όπου το θέμα σου δεν είναι πια η ποιητική, αλλά η ίδια η ποίηση. Ο τίτλος της: «ποιος άδοξος ποιητής» έρχεται από την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» του Καρυωτάκη. Εδώ η ποιητική ειρωνεία γίνεται αυτοσαρκασμός, και μάλιστα άγριος:
«Οι αρσενοκοίτες ποιητές δεν έχουμε πια πέραση.
Τα δε λυρικά ποιήματα
σαν αυτά εδώ δηλαδή
όσα μιλάνε για την ποίηση και για τον έρωτα
είναι σκουπίδια.»
Ανθολογώ πρόχειρα:
-«Τέτοια αντίτιμα να πληρώνω/και τα ποιήματα ελάσσονα να παραμένουν/και τα ποιήματα ασήμαντα να επιμένουν.»
-«Και γράφει ποιήματα/περί των ποιημάτων/που δεν μπορεί πια να γράψει.
Σαν ποιητής.»
-«Η ποίηση δεν τελειώνει ποτέ/παρά την αλαζονεία των ποιητών.»
-«Οσονούπω/θα ανακαλύψουμε τον τροχό/και θα τρέχουμε σε αγώνες ποιητικούς/με χίλια χιλιόμετρα την ώρα.»
Σε πιάνει, θαρρείς, μια εμμονή –η τελευταία στη σειρά εμμονή– να ξηλώσεις το σκηνικό που έστησες στις προηγούμενες ενότητες. Ει δυνατόν, να μη μείνει τίποτε όρθιο. Και μέσα στην καταστροφή να εξαφανιστεί πρώτο το «Εγώ» του ποιητή που εξακολουθεί να μιλάει, σαν νεκρός που εκφωνεί τον επικήδειό του.
Ποιος εκδικείται τον ποιητή; Η τέχνη του, η ζωή του, ο εαυτός του, η αυτοαναφορικότητα, η επιδίωξη για κοινωνικό αντίκρυσμα της ποίησής του ή μήπως η ίδια του η αλαζονεία;
George: Κανείς, δυστυχῶς, δὲν ἐκδικεῖται τὸν ποιητή, ἂν καὶ τοῦ χρειάζεται!
Ἀντιθέτως, μοῦ φαίνεται ὅτι ὑπάρχει ἐγγενῶς μιὰ οἴηση ἡ ὁποία καθορίζει τὸν ποιητή, μιὰ αἴσθηση ἂς ποῦμε καλλιτεχνικῆς ἀνωτερότητας, ἕως καὶ μεσσιανισμοῦ σὲ κάποιες θλιβερὲς περιπτώσεις. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀντίληψη δὲν συμβαδίζει κἂν συνήθως οὔτε μὲ τὴν ποιότητα τοῦ παραγόμενου ποιητικοῦ ἔργου οὔτε μὲ τὴ λειτουργία του.
Στὴν τελευταία ἑνότητα τοῦ Ἐμονίδη προσπαθῶ νὰ κάνω ἕνα πράγματι σαρκαστικὸ σχόλιο γιὰ τὸν κοινωνικὸ ρόλο τῆς ποίησης (τὴν ἀντίληψη τοῦ ποιητῆ γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τὸ ρόλο του, γιὰ τὰ λογοτεχνικὰ περιοδικά, γιὰ τὰ βραβεῖα, γιὰ τὶς παρουσιάσεις ποιημάτων καὶ ποιητῶν, τὶς «συνεντεύξεις» ὅπως ἐτούτη ἐδῶ) καὶ ἐπίσης νὰ κάνω ἕνα σχόλιο γιὰ τὰ ὑλικὰ καὶ γιὰ τὴν τεχνικὴ τῆς ποίησης. Καὶ αὐτὸ τὸ σχόλιο θέλω νὰ τὸ κάνω, καὶ θέλω νὰ εἶναι ἡ «τελευταία λέξη» τοῦ βιβλίου ἀκριβῶς ἐπειδή, ἐκδιδόμενος ἐπιτέλους, διατρέχω σαφῶς τὸν κίνδυνο νὰ μὲ πάρω στὰ σοβαρά. Καὶ δὲν ἐννοῶ «νὰ πάρω τὴν ποίηση στὰ σοβαρὰ», ἐννοῶ νὰ πάρω στὰ σοβαρὰ τοὺς ποιητὲς καὶ τὸν ἑαυτό μου ὡς ποιητή, μιὰ διαδικασία ἡ ὁποία ἀκυρώνει κάτι ποὺ θεωρῶ βασικὸ γιὰ τὴν ποίηση: τὴν συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας, τῆς ταπεινότητας καὶ ἐν τέλει τῆς ματαιότητας τῆς ἐνασχόλησής μας μαζί της.

