Louise Glück, Ποιήματα ἀπὸ τὴν Πιστὴ καὶ Ἐνάρετη Νύχτα

Ἡ Λουὶζ Γκλὺκ γεννήθηκε στὴν Νέα Ὑόρκη τὸ 1943 καὶ πρωτοεμφανίστηκε στὰ γράμματα σὲ ἡλικία εἴκοσι πέντε ἐτῶν μὲ τὴ συλλογὴ Firstborn. Ἔκτοτε, ἔχει δημοσιεύσει ἀκόμη δώδεκα ποιητικὰ βιβλία, συμπεριλαμβανομένου τοῦ συγκεντρωτικοῦ τόμου Poems: 1962-2012, καθὼς καὶ δύο συλλογὲς δοκιμίων περὶ τῆς ποίησης. Τὰ ποιήματα ποὺ μεταφράζονται ἐδῶ προέρχονται ἀπὸ τὸ τελευταῖο της ποιητικὸ βιβλίο, μὲ τίτλο Πιστὴ κι Ἐνάρετη Νύχτα, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε τὸ 2014 καὶ ἀπέσπασε τὸ ἀμερικανικὸ Ἐθνικὸ Βραβεῖο Βιβλίου στὴν κατηγορία τῆς ποίησης. Ἡ Γκλὺκ ἔχει ἐπίσης τιμηθεῖ μὲ τὸ βραβεῖο Πούλιτζερ τὸ 1993 καθὼς καὶ μὲ διάφορα ἄλλα βραβεῖα.

Ἡ ποίηση τῆς Γκλύκ, ἂν καὶ ἔχει ὁμοιότητες μὲ τὴ λεγόμενη «ἐξομολογητικὴ ποίηση» τοῦ Λόουελ (καὶ ὣς ἕνα βαθμὸ τῆς Πλὰθ καὶ τῆς Σέξτον), καθὼς στηρίζεται στὴ διερεύνηση κατὰ κύριο λόγο προσωπικῶν καὶ πολὺ προσωπικῶν βιωμάτων,  ἐπεξεργάζεται τὸ βιωματικὸ ὑλικὸ μὲ τρόπους τελείως διαφορετικούς, φροντίζοντας νὰ ἀποστασιοποιεῖται ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὸ περιγράφει. Ἔτσι, ἐνῶ εἶναι συχνὲς οἱ ἀναφορὲς σὲ κρίσιμα γεγονότα τῆς ζωῆς τῆς ποιήτριας (ἐνδεικτικά: θάνατοι συγγενικῶν προσώπων, χωρισμοί, ἀσθένειες, ἀγροτικὴ ζωή), ἡ διάκριση τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου ἀπὸ τὸ λυρικὸ ἐγὼ εἶναι σαφὴς καὶ δηλωμένη: Ὁ ὁμιλητὴς στὰ ποιήματα τῆς Glück μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας μεσήλικας ζωγράφος ἢ ἕνας ἡλικιωμένος συγγραφέας (ὅπως στὴν Πιστὴ κι Ἐνάρετη Νύχτα), κάποιο ἱστορικὸ ἢ μυθικὸ πρόσωπο (ὅπως στὶς συλλογὲς The Triumph of Achilles καὶ Ararat) ἢ ἀκόμη καὶ ἕνα λουλούδι (ὅπως στὸ ἔργο της Wild Iris). Τὸ φύλο, ἡ ἡλικία, τὸ παρελθὸν τοῦ ὁμιλητῆ ἀλλάζουν ἀπὸ βιβλίο σὲ βιβλίο ἢ ἀκόμη ἀπὸ ποίημα σὲ ποίημα, δίνοντας στὴν ποιήτρια τὴ δυνατότητα νὰ ἐξερευνήσει τὴ (δεδομένη) βιωματικὴ βάση ἀπὸ διαφορετικὲς πλευρὲς στὴν ἀναζήτησή της τῆς ἀλήθειας. Ὅπως ἡ ἴδια λέει, στὸ δοκίμιό της “Against Sincerity” [Glück, Louise (1994), Proofs and Theories: Essays on Poetry, Νέα Ὑόρκη: Ecco, σελ. 44] πηγὴ τῆς τέχνης εἶναι τὸ βίωμα, τελικὸ προϊὸν εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ ὁ καλλιτέχνης, ἐπεξεργαζόμενος τὸ πραγματικό, διαρκῶς ἐπεμβαίνει καὶ διαχειρίζεται, ψεύδεται καὶ διαγράφει, στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἀλήθεια τῆς γραφῆς, ἑπομένως, γιὰ τὴν Γκλύκ, δὲν θὰ ἀνιχνευθεῖ σὲ ἡμερολογιακὲς καταγραφές,  ἀλλὰ χρειάζεται ἐπεξεργασία ὥστε νὰ ἀναδυθεῖ μέσα ἀπὸ ἕνα ποιητικὸ ἔργο.

Ἐπιπροσθέτως τῶν διαφόρων ποιητικῶν προσωπείων ποὺ χτίζει ἡ ποιήτρια μὲ αὐτὸν τὸν σκοπό, ἡ ἀποστασιοποίησή της ἀπὸ τὴν ποιητικὴ τῆς ἀφελοῦς καταγραφῆς τοῦ προσωπικοῦ βιώματος ἐπιτυγχάνεται ἐπίσης μέσῳ τῶν γλωσσικῶν ἐπιλογῶν της. Γλωσσικά, ἡ ἔκφρασή της εἶναι σαφὴς καὶ καθαρή, τὸ λεξιλόγιο σὲ γενικὲς γραμμὲς ἁπλὸ καὶ περιορισμένο καὶ ὁ τόνος εἶναι αὐτὸς τῆς καθημερινῆς προφορικῆς ὁμιλίας.  Συχνά, ὅμως, καὶ κατὰ κανόνα ἀπροσδόκητα,  παρεισφρέουν μὴ περιγραφικά, μὴ ἀφηγηματικὰ σχόλια, στὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται ἀφηρημένα οὐσιαστικὰ καὶ συζητοῦνται ἀφηρημένες ἔννοιες, δίνοντας τὴν ἐντύπωση ὑφολογικὰ παρείσακτων στίχων, οἱ ὁποῖοι προσγειώνουν τὸ συναίσθημα καὶ συγχρόνως τὸ ἐπεξεργάζονται, τὸ ἀποστάζουν, τὸ ἐξυψώνουν καὶ τὸ καθιστοῦν ἀξιομνημόνευτο, ἄρα, κατὰ τὴν ἀντίληψη τῆς Γκλύκ [ὅ.π., σελ. 45], εἰλικρινές.  Ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὰ τὰ σχόλια, ἐντούτοις, ἡ Γκλὺκ παραμένει σαφὴς καὶ ξεκάθαρη: ἡ ποιήτρια ἀποστρέφεται τὴν ἀμφισημία, τὴν ἀσάφεια καὶ αὐτὸ ποὺ ἡ ἴδια περιγράφει ὡς «σκέψη ποὺ διαφημίζει ὅτι σκέφτεται» [βλ. κυρίως τὸ δοκίμιό της “Ersatz Thought” στὸ Glück, Louise (2017) American Originality, Νέα ὙόρκηFarrar, Straus and Giroux].
Παρ᾽ ὅλα αὐτά, ἡ ποίηση τῆς Γκλὺκ δὲν εἶναι ποτἐ φλύαρη. Τόσο στὰ περιγραφικὰ-ἀφηγηματικὰ μέρη ὅσο καὶ στὰ ἐπεξηγηματικὰ-σχολιαστικά, ἡ ποιήτρια λέει τόσα μόνο ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα ὥστε νὰ ἐνεργοποιηθεῖ τὸ βλέμμα ἢ/καὶ ἡ σκέψη τοῦ ἀναγνώστη. Ἄλλωστε, ἡ ποιήτρια ἔχει ἐξηγήσει σὲ σχετικὸ δοκίμιό της ὅτι στὴν ποίηση τὴν ἐνδιαφέρει «ἡ ἔλλειψη, τὸ ἄρρητο, τὸ ὑπόρρητο, ἡ εὔγλωττη, ἐσκεμμένη σιωπή» [Glück (1994), ὅ.π., σελ. 74].  Ἡ ἀναλογία μὲ τὴν ἄποψη τῆς Σόνταγκ περὶ τῆς λειτουργίας τῆς σιωπῆς [Sontag, Susan (1969), Styles of Radical Will, Νέα Ὑόρκη: Farrar, Straus and Giroux, σελ. 14] εἶναι σαφής: ἡ σιωπὴ δείχνει πάντα τὴν ὑπέρβασή της – μέσω μιᾶς ὁμιλίας πέραν τῆς σιωπῆς.

Τὰ ποιήματα ποὺ μεταφράζονται ἐδῶ προέρχονται ὅλα ἀπὸ τὴν τελευταία συλλογὴ τῆς ποιήτριας. Στὸ «Πιστὴ κι Ἐνάρετη Νύχτα», ποὺ ἔδωσε καὶ τὸν τίτλο του στὴ συλλογή, ὁ ὁμιλητὴς εἶναι ἀρσενικοῦ γένους, πιθανότατα ζωγράφος, ποὺ ἀνακαλεῖ καὶ σχολιάζει ἔντονα βιώματα τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, μὲ πλάγιες ἀναφορὲς στὸ μύθο τοῦ βασιληᾶ Ἀρθούρου, τὸν ὁποῖο ἀπηχεῖ (μὲ ἕνα λογοπαίγνιο ποὺ δὲν μεταφράζεται) καὶ ὁ τίτλος, ὅπου ἡ λέξη night (νύχτα) ἀντικαθιστᾶ τὴν ὁμόηχή της knight (ἱππότης). Στὸ δεύτερο καὶ στὸ τρίτο ποίημα («Κῆπος τὸ Καλοκαίρι» καὶ «Ἐπισκέπτες ἀπὸ τὸ Ἐξωτερικὸ») διερευνᾶται ὁ θάνατος τῆς μητέρας, ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς παιδικῆς καὶ τῆς ὥριμης ἡλικίας ἀντίστοιχα.

Ἄλλα ποιήματα τῆς Γκλὺκ ἔχουν μεταφρασθεῖ στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὴν Δήμητρα Κωτούλα (Ποίηση, τεῦχος 24, 2004), ἐνῶ τὸ δοκίμιό της «Διάσπαση, δισταγμός, σιωπὴ» ἔχει μεταφρασθεῖ ἀπὸ τὸν Γιῶργο Λαμπράκο (Ποιητική, τεῦχος 5, 2010). Δικές μου μεταφράσεις μου ὀκτὼ σύντομων πεζῶν ποιημάτων της ἀπὸ τὴν Πιστὴ κι Ἐνάρετη Νύχτα ἔχουν δημοσιευθεῖ στὸ διαδικτυακὸ Φρέαρ.


Πιστὴ κι ἐνάρετη νύχτα

Ἡ ἱστορία μου ξεκινᾶ πολὺ ἁπλά: μποροῦσα νὰ μιλήσω καὶ ἤμουν εὐτυχής.
Ἤ: μποροῦσα νὰ μιλήσω, ἑπομένως ἤμουν εὐτυχής.
Ἤ: ἤμουν εὐτυχής, ὁπότε μιλοῦσα.
Ἔμοιαζα μὲ λαμπερὸ φῶς στὴ μέση κάποιου σκοτεινοῦ δωματίου.

Ἂν εἶναι τόσο δύσκολο νὰ ξεκινήσω, φαντάσου πῶς θὰ εἶναι νὰ καταλήξω –
στὸ κρεβάτι μου, πάνω σὲ σεντόνια μὲ πολύχρωμα καραβάκια
ποὺ φέρνουν στὸν νοῦ, συγχρόνως, εἰκόνες περιπέτειας (μὲ τὴ μορφὴ ἐξερεύνησης)
καὶ μιὰ αἴσθηση ἀπαλοῦ λικνίσματος, ὅπως στὴν κούνια ἑνὸς μωροῦ.

Ἄνοιξη, καὶ οἱ κουρτίνες κουνιοῦνται.
Μπαίνει τὸ ἀεράκι, φέρνει τὰ πρῶτα ἔντομα.
Ἕνα βουητὸ ποὺ θυμίζει τὸν ἦχο τῆς προσευχῆς.

Ἀναμνήσεις 
ποὺ ἀπαρτίζουν μιὰ μεγαλύτερη ἀνάμνηση.
Σημεῖα καθαρότητας μὲς στὴν ὀμίχλη, ὁρατὰ μόνο κατὰ διαστήματα,
σὰν φάρος τοῦ ὁποίου τὸ μοναδικὸ καθῆκον
εἶναι νὰ ἐκπέμπει ἕνα σῆμα.

Ποιά εἶναι, ὅμως, ἀλήθεια, ἡ χρησιμότητα τοῦ φάρου;
Ἐδῶ εἶναι ὁ βορρᾶς, λέει.
Δὲν λέει: εἶμαι τὸ ἀσφαλές σου λιμάνι.

Πρὸς μεγάλη του δυσαρέσκεια, μοιραζόμουν αὐτὸ τὸ δωμάτιο μὲ τὸν μεγάλο μου ἀδελφό.
Γιὰ νὰ μὲ τιμωρήσει ποὺ ὑπῆρχα, μὲ κρατοῦσε ξύπνιο καὶ μοῦ διάβαζε
στὸ κίτρινο φῶς τοῦ πορτατὶφ περιπέτειες.

Οἱ συνήθειες περασμένων καιρῶν: ὁ ἀδελφός μου στὴ δική του πλευρὰ τοῦ κρεββατιοῦ,
ὑποταγμένος, ἀλλὰ μὲ τὴ θέλησή του,
μὲ τὰ χέρια νὰ καλύπτουν τὸ φωτεινό του κεφάλι, νὰ κρύβουν τὸ πρόσωπό του –

Τὴν ἐποχὴ γιὰ τὴν ὁποία μιλῶ,
ὁ ἀδελφός μου διάβαζε ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο
ἡ πιστὴ καὶ ἐνάρετη νύχτα.
Αὐτὴ νὰ ἦταν ἄραγε ἐκείνη ἡ νύχτα, ποὺ ἐκεῖνος διάβαζε καὶ ἐγὼ ἔμενα ξάγρυπνος;
Ὄχι – ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ νύχτα πολὺ καιρὸ πρίν, μὲ μιὰ σκοτεινὴ λίμνη ποὺ μέσα της
ἐμφανίστηκε ἕνας βράχος, καὶ πάνω στὸν βράχο
φύτρωνε ἕνα σπαθί.

Οἱ ἐντυπώσεις πήγαιναν κι ἐρχόντουσαν μέσα στὸ κεφάλι μου,
ἕνα ἀχνὸ βουητό, ὅπως τὰ ἔντομα.
Ὅταν δὲν παρατηροῦσα τὸν ἀδελφό μου, ξάπλωνα στὸ μικρὸ κρεββάτι ποὺ μοιραζόμασταν
καὶ κοιτοῦσα τὸ ταβάνι – ποὺ ποτὲ
δὲν ἦταν τὸ ἀγαπημένο μου σημεῖο τοῦ δωματίου. Μοῦ θύμιζε
αὐτὰ ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ δῶ, τὸν οὐρανὸ προφανῶς, ἀλλὰ ἀκόμη πιὸ ἐπώδυνα
τοὺς γονεῖς μου στὰ λευκὰ σύννεφα ντυμένους μὲ τὰ λευκὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσαν στὰ ταξίδια.

Καὶ ὅμως, ταξίδευα κι ἐγὼ
στὴν προκειμένη περίπτωση ἀνεπαισθήτως
ἀπὸ τὴ νύχτα ἐκείνη ὣς τὸ ἑπόμενο πρωὶ
καὶ φοροῦσα κι ἐγὼ ἐπίσης εἰδικὰ ροῦχα:
ριγὲ πυτζάμες.


Φαντασθεῖτε, σᾶς παρακαλῶ, μιὰν ἀνοιξιάτικη μέρα.
Μιὰν ἀνώδυνη μέρα: τὰ γενέθλιά μου.
Στὸν κάτω ὄροφο, τρία δῶρα πάνω στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας.

Τὸ πρῶτο δῶρο, κολλαρισμένα μαντήλια μὲ μονόγραμμα. 
Τὸ δεύτερο δῶρο, χρωματιστὰ μολύβια τακτοποιημένα
σὲ τρεῖς σειρές, σὰν σχολικὴ φωτογραφία.
Τὸ τρίτο δῶρο, ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο Τὸ Πρῶτο μου Ἀναγνωστικό.

Ἡ θεία μου δίπλωσε τὰ χαρτιὰ τοῦ περιτυλίγματος
τὶς κορδέλες τὶς ἔκανε ὡραῖα ρολλά.
Ὁ ἀδελφός μου μοῦ ἔδωσε μιὰ σοκολάτα
τυλιγμένη σὲ ἀσημόχαρτο.

Ὕστερα, ξαφνικά, ἔμεινα μόνος.

Ἴσως ἡ δουλειὰ τῶν πολὺ μικρῶν παιδιῶν
εἶναι νὰ παρατηροῦν καὶ νὰ ἀκοῦν:

Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὅλοι εἶχαν δουλειὰ – 
ἐγὼ ἄκουγα τοὺς ποικίλους ἤχους ποὺ ἔκαναν τὰ πουλιὰ ποὺ ταΐζαμε,
τὰ διάφορα ἔντομα ποὺ γεννιοῦνταν καὶ τὰ πιὸ μικρούλικα
ποὺ περπατοῦσαν στὸ περβάζι, καὶ ἀπὸ τὸν πάνω ὄροφο
τὴ ραπτομηχανὴ τῆς θείας μου καθὼς γάζωνε
ἕνα σωρὸ φορέματα – 

Ἀνήσυχος, εἶσαι ἀνήσυχος;
Περιμένεις νὰ τελειώσει ἡ μέρα, νὰ ἐπιστρέψει ὁ ἀδελφός σου μὲ τὸ βιβλίο του;
Νὰ ξανάλθει ἡ νύχτα, πιστή, ἐνάρετη,
καὶ νὰ κλείσει κάπως τὸ σχίσμα ἀνάμεσα
σ᾽ ἐσένα καὶ στοὺς γονεῖς σου;

Αὐτὸ δὲν συνέβη, βεβαίως, ἀμέσως.
Μεσολάβησαν τὰ γενέθλιά μου.
Μὲ κάποιον τρόπο τὸ λαμπερὸ ξεκίνημα μετατράπηκε
σὲ ἀτέρμονη συνέχεια.

Εἶχε καλὸ καιρὸ γιὰ τέλος Ἀπριλίου. Φουσκωτὰ
σύννεφα πάνω ἀπ᾽τὰ κεφάλια μας κολυμποῦσαν ἀνάμεσα στὶς μηλιές.
Ἄνοιξα τὸ Πρῶτο μου Ἀναγνωστικό, ποὺ μᾶλλον ἦταν
μιὰ ἱστορία γιὰ δύο παιδιὰ –  δὲν μποροῦσα νὰ διαβάσω τὶς λέξεις.

Στὴ σελίδα τρία, ἐμφανιζόταν ἕνα σκυλί.
Στὴ σελίδα πέντε, ὑπῆρχε μιὰ μπάλα – ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ
τὴν πετοῦσε ἀπίστευτα ψηλά, καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ
τὸ σκυλὶ ἀπογειωνόταν καὶ πήγαινε στὸν οὐρανὸ νὰ βρεῖ τὴ μπάλα.
Αὐτὴ μᾶλλον ἦταν ἡ ἱστορία.

Γύρισα τὶς σελίδες. Ὅταν τέλειωσα,
ξανάρχισα ἀπὸ τὴν ἀρχή, κι ἔτσι ἡ ἱστορία πῆρε ἕνα κυκλικὸ σχῆμα, 
σὰν τὸν ζωδιακό. Μὲ ζάλιζε. Ἡ κίτρινη μπάλα

φαινόταν ἀκόλαστη, αἰσθανόταν ἐξίσου 
ἄνετα στὰ χέρια τοῦ παιδιοῦ καὶ στὸ στόμα τοῦ σκυλιοῦ –



Χέρια μὲ ἔπιαναν, μὲ σήκωναν.
Θὰ μποροῦσε νὰ ἀνήκουν σὲ ὁποιονδήποτε, 
ἄντρα ἢ γυναίκα.
Δάκρυα ἔπεφταν στὸ δέρμα μου. Τίνος τὰ δάκρυα;
Ἢ μήπως ἤμασταν ἔξω στὴ βροχὴ καὶ περιμέναμε νὰ ἔρθει τὸ αὐτοκίνητο;

Ἡ μέρα εἶχε γίνει ἀσταθής.
Ρωγμὲς ἐμφανίστηκαν στὸ ἀπέραντο γαλάζιο, ἤ,
γιὰ νὰ εἶμαι πιὸ ἀκριβής, ξαφνικὰ μαῦρα σύννεφα
ἐπιβλήθηκαν στὸ βαθυκύανο φόντο.

Κάπου ἐκεῖ, στὸ βαθὺ παρελθόν,
ἡ μάνα κι ὁ πατέρας μου
ξεκινοῦσαν τὸ τελευταῖο τους ταξίδι
ἡ μάνα μου φιλοῦσε τρυφερὰ τὸ καινούριο μωρό, ὁ πατέρας μου
πετοῦσε τὸν ἀδελφό μου στὸν ἀέρα.

Κάθησα στὸ παράθυρο, καὶ πότε συνέχιζα
τὸ πρῶτο μου μάθημα ἀνάγνωσης
πότε παρατηροῦσα τὸν χρόνο ποὺ περνοῦσε, εἰσαγωγικὸ μάθημα
φιλοσοφίας καὶ θρησκείας.

Ἴσως κοιμήθηκα. Ὅταν ξύπνησα
ὁ οὐρανὸς εἶχε ἀλλάξει. Ἔβρεχε ἐλαφρὰ
καὶ γίνονταν ὅλα φρέσκα, σὰν καινούρια – 

Συνέχισα νὰ παρατηρῶ
τὶς ἀγωνιώδεις ἐπαφὲς τοῦ σκυλιοῦ
μὲ τὴν κίτρινη μπάλα, τὴν ὁποία
σύντομα θὰ ἀντικαθιστοῦσε
κάποιο ἄλλο ἀντικείμενο, ἴσως κάποιο λούτρινο –

Καὶ μετὰ ξαφνικὰ ἦρθε τὸ βράδι.
Ἄκουσα τὴ φωνὴ τοῦ ἀδελφοῦ μου
«ἦρθα» ἔλεγε.

Πόσο εἶχε μεγαλώσει, φαινόταν νὰ ἔχει μεγαλώσει πολὺ ἀπὸ τὸ πρωί.
Ἀκούμπησε τὰ βιβλία του δίπλα στὴν ὀμπρελοθήκη
καὶ πῆγε νὰ πλύνει τὸ πρόσωπό του.
Οἱ τιράντες τῆς σχολικῆς στολῆς του 
κρέμονταν κάτω ἀπὸ τὰ γόνατά του.

Δὲν ἔχετε ἰδέα πόσο ταράζεται
ἕνα μικρὸ παιδὶ ὅταν
κάτι συνεχὲς σταματᾶ.

Οἱ ἤχοι, στὴν προκειμένη περίπτωση, ἀπὸ τὴ ραπτομηχανὴ
σὰν τρυπάνι, ἀλλὰ ἀπὸ πολὺ μακριὰ – 

Ἐξαφανίστηκαν. Σιωπὴ ἁπλώθηκε παντοῦ.
Καὶ ὕστερα, μὲς στὴ σιωπή, βήματα.
Καὶ ὕστερα βρεθήκαμε ὅλοι μαζί, μὲ τὴ θεία μου καὶ τὸν ἀδελφό μου.



Ὕστερα σερβιρίστηκε τὸ τσάι.
Μπροστά μου, ἕνα κομμάτι γλυκὸ μὲ πιπερόριζα
καὶ πάνω στὸ γλυκὸ
ἕνα κερί, ποὺ θὰ ἄναβαν ἀργότερα.
Εἶσαι τόσο ἥσυχος, εἶπε ἡ θεία μου.

Ἦταν ἀλήθεια – 
δὲν ἔβγαινε ὁ παραμικρὸς ἦχος ἀπὸ τὸ στόμα μου. Παρ᾽ὅλα αὐτὰ
οἱ ἦχοι ἦσαν στὸ κεφάλι μου, ἀλλὰ πιθανὸν ἐκφράζονταν μὲ τρόπο
λιγότερο ἀκριβή, σὰν σκέψεις ἴσως,
ἂν καὶ τὴ στιγμὴ ἐκείνη μοῦ φαίνονταν ἀκόμη ἦχοι.

Ἦταν κάτι ἐκεῖ ὅπου πρὶν δὲν ἦταν τίποτε
Ἢ θὰ ἔπρεπε νὰ πῶ, δὲν ἦταν τίποτε ἐκεῖ
ἀλλὰ τὸ εἶχαν μολύνει τὰ ἐρωτήματα –

Τὰ ἐρωτήματα περιτριγύριζαν τὸ κεφάλι μου˙ εἶχαν τὴν τάση
νὰ ὀργανώνονται σὲ ζῶνες, σὰν πλανῆτες –

Ἔξω, ἔπεφτε ἡ νύχτα. Ἐπρόκειτο ἄραγε
γιὰ ἐκείνη τὴ χαμένη νύχτα, ποὺ τὴ σκέπαζαν ἀστέρια καὶ τὴ ράντιζε τὸ σεληνόφως
σὰν κάποιο χημικὸ συντηρητικὸ
ποὺ διατηρεῖ ἀναλλοίωτα ὅλα ὅσα βύθίζεις μέσα του;

Ἡ θεία μου εἶχε ἀνάψει τὸ κερί.

Τὸ σκοτάδι κατέκλυσε τὴ γῆ
καὶ στὴ θάλασσα ἡ νύχτα ἐπέπλεε
καρφωμένη σὲ μιὰ σανίδα –

Ἂν μποροῦσα νὰ μιλήσω, τί θὰ ἔλεγα;
Νομίζω ὅτι θὰ 
ἀποχαιρετοῦσα, γιατὶ κατὰ κάποιον τρόπο
ἦταν ἀποχαιρετισμὸς αὐτό –

Λοιπόν, τί θὰ μποροῦσα νὰ κάνω; Δὲν ἤμουν
μωρὸ παιδὶ πιά.

Τὸ σκοτάδι μοῦ φαινόταν πὼς μὲ παρηγορεῖ.
Μποροῦσα νὰ δῶ, ἁμυδρά, τὰ γαλάζια καὶ κίτρινα
καραβάκια στὴ μαξιλαροθήκη.

Ἤμουν μόνος μὲ τὸν ἀδελφό μου˙
ξαπλώναμε στὸ σκοτάδι, ἀναπνέαμε μαζί,
μᾶς ἕνωνε ἡ πιὸ στενὴ οἰκειότητα.

Εἶχα σκεφτεῖ πὼς οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ χωριστοῦν
σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ προχωρήσουν μπροστὰ
κι ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐπιστρέψουν πίσω.
Ἢ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ, αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ συνεχίσουν νὰ πορεύονται
κι ἐκείνους ποὺ θέλουν κάτι νὰ τοὺς κόψει τὴν πορεία
τὸ φλεγόμενο σπαθί, ἂς ποῦμε.



Ὁ ἀδελφός μου πῆρε τὸ χέρι μου.
Σύντομα θὰ κοβόταν καὶ θὰ αἰωρεῖτο στὸν ἀέρα
ἂν καὶ ἴσως, ὅπως τὸ σκεφτόταν ὁ ἀδελφός μου,
ὅλα αὐτὰ βρίσκονταν στὴ σφαίρα τῆς φαντασίας, ὅπου τὸ χέρι μου θὰ σωζόταν –

Ὅταν ἔχει ἐπιτέλους ξεκινήσει, πῶς σταματάει κανείς;
Ὑποθέτω πὼς μπορῶ ἁπλῶς νὰ περιμένω νὰ μὲ διακόψουν
ὅπως διέκοψε τοὺς γονεῖς μου ἐκεῖνο τὸ δέντρο ποὺ ἔπεσε πάνω τους
κι ὕστερα ἂς ποῦμε πὼς ἡ βάρκα ταξίδεψε 
γιὰ τελευταία φορὰ πέρα ἀπὸ τὰ βουνά.
Κάπως, λένε, σὰν νὰ κοιμᾶται κανεὶς
ὁπότε κοιμήθηκα.

Τὴν ἑπόμενη μέρα, μποροῦσα καὶ πάλι νὰ μιλήσω.
Ἡ θεία μου καταχάρηκε –
φαίνεται πὼς ἡ εὐτυχία εἶχε φύγει ἀπὸ μένα
κι εἶχε πάει σὲ ἐκείνην, ἀλλὰ βέβαια
ἐκείνη τὴ χρειαζόταν περισσότερο, εἶχε δυὸ παιδιὰ ν᾽ ἀναθρέψει.

Μοῦ ἄρεσε νὰ κάθομαι καὶ νὰ συλλογίζομαι
περνοῦσα τὶς μέρες μου μὲ τὰ χρωματιστὰ μολύβια
(γρήγορα ἐξάντλησα τὰ πιὸ σκοτεινὰ χρώματα)
ἂν καὶ αὐτὸ ποὺ ἀποτύπωνα, ὅπως εἶπα στὴ θεία μου,
δὲν ἦταν τόσο μιὰ ἀντικειμενικὴ καταγραφὴ τοῦ κόσμου
ὅσο ἕνα ὅραμα τῆς μεταμόρφωσής του
μετὰ τὴ διέλευσή του ἀπὸ τὸ κενὸ τοῦ ἑαυτοῦ μου.

Εἶναι μᾶλλον, ἔλεγα, ὁ κόσμος τὴν ἄνοιξη.

Ὅταν δὲν ἤμουν ἀπασχολημένος μὲ τὸν κόσμο
ζωγράφιζα πορτραῖτα τῆς μητέρας μου
γιὰ τὰ ὁποῖα πόζαρε ἡ θεία μου,
κρατώντας, σύμφωνα μὲ τὶς ὀδηγίες μου,
ἕνα κλαδάκι ἀπὸ φίκο.

Ὅσο γιὰ τὸ μυστήριο τῆς σιωπῆς μου:
ἀκόμα δὲν μποροῦσα νὰ ἐξηγήσω
ὄχι τόσο τὴν ἀποχώρηση τῆς ψυχῆς μου
ὅσο τὴν ἐπιστροφή της, δεδομένου ὅτι ἐπέστρεψε μ᾽ἄδεια χέρια –

Ἴσως ἡ ψυχὴ μοιάζει μὲ δύτη
ποὺ τὸ ὀξυγόνο στὴ φιάλη τοῦ φτάνει μόνο
γιὰ νὰ ἐξερευνήσει τὰ βάθη γιὰ λίγα λεπτὰ –
κι ὕστερα τὰ πνευμόνια του τὸν στέλνουν πίσω.

Εἶμαι βέβαιος, πὼς κάποια ἐπίθεση δέχονταν οἱ πνεύμονες,
ἴσως ἀπὸ μιὰ ἐπιθυμία θανάτου –
(ἡ λέξη ψυχὴ ποὺ χρησιμοποιῶ εἶναι ἕνας συμβιβασμός).

Ἀσφαλῶς, κατὰ μία ἔννοια, τὰ χέρια μου δὲν ἦσαν ἄδεια:
εἶχα τὰ χρωματιστά μου μολύβια.
Κατὰ μία ἄλλη ἔννοια, αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα:
εἶχα ἀποδεχθεῖ ὑποκατάστατα.



Ἦσαν δύσκολα τὰ ἀνοιχτὰ χρώματα,
αὐτὰ ποὺ εἶχαν μείνει, ἂν καὶ ἡ θεία μου τὰ προτιμοῦσε βεβαίως –
πίστευε πὼς ὅλα τὰ παιδιὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀνοιχτόκαρδα.

Κι ἔτσι περνοῦσε ὁ καιρός: ἔγινα
ἔφηβος ὅπως ὁ ἀδελφός μου, κι ἀργότερα
ἄντρας.

Νομίζω ὅτι ἐδῶ θὰ σᾶς ἀφήσω. Φαίνεται τελικὰ
πὼς δὲν ὑπάρχει τέλεια κατάληξη.
Στὴν πραγματικότητα, ὑπάρχουν ἄπειρες καταλήξεις.
Ἢ ἴσως, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ξεκινάει κανεὶς
ὑπάρχουν μόνο καταλήξεις.



Κῆπος τὸ καλοκαίρι

1.

Πρὶν ἀπὸ λίγες ἑβδομάδες ἀνακάλυψα μιὰ φωτογραφία τῆς μαμᾶς μου
καθόταν στὸν ἥλιο, μὲ πρόσωπο ἀναψοκοκκινισμένο σὰν νἄχει ὁλοκληρώσει ἄθλο ἢ θρίαμβο.
Ὁ ἥλιος ἔλαμπε. Τὰ σκυλιὰ
κοιμοῦνταν στὰ πόδια της ὅπου κοιμόταν ἐπίσης ὁ χρόνος,
ἥρεμος καὶ ἀκίνητος ὅπως σὲ ὅλες τὶς φωτογραφίες.

Σκούπισα τὴ σκόνη ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς μαμᾶς μου.
Εἶναι γεγονὸς πὼς ἡ σκόνη κάλυπτε τὰ πάντα˙ σὰν τὴν ἐπίμονη
ἀχλὺ τῆς νοσταλγίας μοῦ φαινόταν ποὺ προστατεύει ὅλα τὰ λείψανα τῆς παιδικῆς ἡλικίας.
Στὸ φόντο, ποικίλα ἔπιπλα, δέντρα καὶ θαμνοειδῆ.
Ὁ ἥλιος κατέβηκε πιὸ χαμηλὰ στὸν οὐρανό, οἱ σκιὲς μεγάλωσαν καὶ σκοτείνιασαν.
Ὅσο πιὸ πολλὴ σκόνη ἀφαιροῦσα, τόσο πιὸ πολὺ μεγάλωναν οἱ σκιές.
Ἔφτασε τὸ καλοκαίρι. Τὰ παιδιὰ
ἔσκυψαν πάνω ἀπὸ τὸ παρτέρι μὲ τὰ τριαντάφυλλα, οἱ σκιές τους
ἑνώνονταν μὲ τὶς σκιὲς τῶν λουλουδιῶν.

Μιὰ λέξη ἦρθε στὸ νοῦ μου, ποὺ εἶχε νὰ κάνει
μὲ αὐτὲς τὶς ἀνακατατάξεις καὶ τὶς ἀλλαγές, αὐτοὺς τοὺς ἀφανισμοὺς
ποὺ πλέον ἦσαν ἐμφανεῖς –

Ἦρθε, καὶ σχεδὸν ἀμέσως χάθηκε.
Τί νὰ ἦταν; τυφλότητα, σκοτάδι, κίνδυνος, σύγχυση;

Ἔφτασε τὸ καλοκαίρι, καὶ μετὰ τὸ φθινόπωρο. Τὰ φύλλα ποὺ κιτρινίζουν,
Τὰ παιδιὰ  φωτεινὲς κηλίδες σὲ ἕναν πολτὸ σκοτωμένου καφὲ καὶ γκρίζου.


2.

Ὅταν συνῆλθα κάπως ἀπὸ αὐτὰ τὰ συμβάντα
ἔβαλα τὴ φωτογραφία πίσω ἐκεῖ ποὺ τὴν εἶχα βρεῖ
ἀνάμεσα στὶς σελίδες ἑνὸς παμπάλαιου βιβλίου,
τὸ ὁποῖο εἶχε σὲ πολλὲς σελίδες
σημειώσεις στὸ περιθώριο, μερικὲς φορὲς λέξεις ἀλλὰ πιὸ συχνὰ
ἁπλῶς ἐνθουσιώδη ἐρωτηματικὰ καὶ θαυμαστικὰ
ποὺ σήμαιναν «συμφωνῶ» ἢ «δὲν εἶμαι σίγουρος, μὲ μπερδεύει αὐτό» –

Ἡ μελάνη εἶχε ξεθωριάσει. Σὲ κάποια σημεῖα δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω
τί μπορεῖ νὰ σκεφτόταν ὁ ἀναγνώστης
ἀλλὰ μέσα στὶς μουτζοῦρες διαισθανόμουν
κάτι τὸ ἐπεῖγον, σὰν νὰ εἶχαν χυθεῖ δάκρυα.

Κράτησα τὸ βιβλίο γιὰ λίγο.
Ἦταν ὁ Θάνατος στὴ Βενετία (σὲ μετάφραση)˙
εἶχα μαρκάρει τὴ σωστὴ σελίδα σὲ περίπτωση πού, ὅπως πίστευε ὁ Φρόυντ,
τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο.

Ἔτσι ἡ μικρὴ φωτογραφία 
θάφτηκε ξανά, ὅπως θάβεται τὸ παρελθὸν μέσα στὸ μέλλον.
Στὸ περιθώριο ὑπῆρχαν δύο λέξεις,
ποὺ τὶς ἕνωνε ἕνα βέλος: «στειρότητα» καί, πιὸ κάτω, «λήθη» – 

«Καὶ τοῦ φαινόταν πὼς ὁ ὠχρὸς καὶ ὡραῖος
ψυχαγωγὸς ἐκεῖ ἔξω τοῦ χαμογελοῦσε καὶ τοῦ ἔγνεφε.»


3.

Εἶναι τόσο ἥσυχος ὁ κῆπος˙
Κανένα ἀεράκι δὲν ταράζει τὶς κερασιές.
Εἶναι πιὰ καλοκαίρι.

Εἶναι τόσο ἥσυχα
τώρα ποὺ ἔχει θριαμβεύσει ἡ ζωή.  Ὁ τραχὺς

κορμὸς τοῦ φίκου
στηρίζει τὰ ἀκίνητα
ράφια τῶν φυλλωμάτων,

στὸ ἔδαφος τὸ γρασίδι
πλούσιο, ἰριδίζει –

Καὶ στὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ
ὁ ἀναιδὴς θεός.

Τὰ πράγματα εἶναι, λέει. Εἶναι, δὲν ἀλλάζουν˙
ἡ ἀπόκριση δὲν ἀλλάζει.

Πῶς ἔχει σωπάσει, ἡ σκηνὴ
ἀλλὰ καὶ τὸ κοινό˙ δὲν τολμᾶς οὔτε ἀνάσα νὰ πάρεις
γιὰ νὰ μὴν ταράξεις τὴ σιωπή.

Πρέπει νὰ εἶναι πολὺ κοντά,
δὲν φαίνεται ἡ σκιά του στὸ γρασίδι.

Εἶναι ὅλα τόσο ἥσυχα, τόσο σιωπηλά,
σὰν ἕνα ἀπόγευμα στὴν Πομπηία.


4.

Ἡ μαμὰ πέθανε χθὲς τὴ νύχτα
ἡ μαμὰ ποὺ ποτὲ δὲν πεθαίνει.

Τὸν ἔνοιωθες τὸν χειμώνα,
ἀπεῖχε πολλοὺς μῆνες ἀκόμη
τὸν ἔνοιωθες, ὅμως, παρ᾽ὅλα αὐτά.

Ἦταν 10 Μαΐου.
Οἱ ὑάκινθοι καὶ οἱ μηλιὲς 
ἄνθιζαν στὸν πίσω κῆπο.

Ἀκούγαμε 
τὴ Μαρία ποὺ τραγουδοῦσε τραγούδια ἀπ᾽ τὴν Τσεχοσλοβακία –

Εἶμαι τόσο μόνη –
τέτοιου εἴδους τραγούδια.

Εἶμαι τόσο μόνη,
χωρὶς μάνα, χωρὶς πατέρα –
ἔφυγαν κι ἀδειάζει τὸ μυαλό μου.

Τὸ χῶμα εὐώδιαζε˙
τὰ πιάτα στὸ νεροχύτη
πλυμένα ἀλλὰ παρατημένα.

Κάτω ἀπὸ τὴν πανσέληνο
ἡ Μαρία μάζευε καὶ δίπλωνε τὰ ροῦχα˙
τὰ κοκκαλωμένα σεντόνια γίνονταν
στεγνὰ ἄσπρα κομμάτια σεληνόφωτος.

Εἶμαι τόσο μόνη, ἀλλὰ μὲ τὴ μουσικὴ
ἡ ἀπελπισία μου γίνεται χαρά.

Ἦταν 10 Μαΐου
ὅπως πιὸ πρὶν ἦταν 9 Μαΐου, 8 Μαΐου.

Ἡ μαμὰ κοιμόταν στὸ κρεββάτι της
μὲ τὰ χέρια σὲ ἔκταση καὶ τὸ κεφάλι
νὰ ἰσορροπεῖ ἀνάμεσά τους.



5.

Ἡ Βεατρίκη πῆγε τὰ παιδιὰ στὸ πάρκο στὸ Σίνταρχερστ.
Ὁ ἥλιος ἔλαμπε. Ἀεροπλάνα
Πετοῦσαν μπρὸς πίσω στὸν οὐρανό, ἥρεμα καθὼς ὁ πόλεμος εἶχε τελειώσει.

Ἦταν ὁ κόσμος τῆς φαντασίας της:
Τί εἶναι ἀληθινὸ καὶ τί ψεύτικο δὲν εἶχε σημασία.

Καλογυαλισμένος καὶ ἀπαστράπτων –
αὐτὸς ἦταν ὁ κόσμος. Ἡ σκόνη τῆς ἔκρηξης
δὲν εἶχε ἀκόμη καλύψει τὴν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων.

Τὰ ἀεροπλάνα πετοῦσαν μπρὸς πίσω, πήγαιναν
στὴ Ρώμη καὶ στὸ Παρίσι – γιὰ νὰ πᾶς
ἔπρεπε νὰ πετάξεις πάνω ἀπὸ τὸ πάρκο. Τὰ πάντα
ἔπρεπε νὰ περάσουν, τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ σταματήσει –

Τὰ παιδιὰ κρατοῦσαν τὸ ἕνα τὸ χέρι τοῦ ἄλλου, ἔσκυβαν
νὰ μυρίσουν τὰ τριαντάφυλλα.
Ἦσαν πέντε καὶ ἑφτὰ χρονῶν.

Ἄπειρος, ἄπειρος – αὐτὴ
ἦταν ἡ ἀντίληψή της τοῦ χρόνου.

Κάθισε σὲ ἕνα παγκάκι, μισοκρυμμένο πίσω ἀπὸ τὶς βαλανιδιές.
Μακρυά, ὁ φόβος πλησίαζε καὶ ἀναχωροῦσε˙
ὁ ἦχος του ἐρχόταν ἀπὸ τὸν σταθμὸ τοῦ τραίνου.
Ὁ οὐρανὸς ἦταν ρὸζ καὶ πορτοκαλί, γερασμένος καθὼς τελείωνε ἠ μέρα.

Δὲν εἶχε ἀέρα. Ἡ καλοκαιρινὴ μέρα
ἔριχνε μιὰ σκιὰ σὲ σχῆμα βαλανιδιᾶς στὴν πράσινη χλόη.





Ἐπισκέπτες ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ

1.

Συνέβη λίγο καιρὸ ἀφοῦ εἶχα περάσει πιὰ στὴν ἡλικία
τὴν ὁποία μόνον ὅταν μιλᾶ γιὰ ἄλλους τὴν ἀναφέρει κανεὶς
ἀλλὰ δὲν παραδέχεται ὅτι τὴν ἔχει φθάσει ὁ ἴδιος. Στὴ μέση τῆς νύχτας
χτύπησε τὸ τηλέφωνο. Χτυποῦσε, χτυποῦσε
σὰν νὰ μὲ εἶχε ἀνάγκη ὅλος ὁ κόσμος
ἐνῶ βεβαίως ἴσχυε τὸ ἀντίστροφο.

Ἔμεινα στὸ κρεββάτι,  καὶ προσπαθοῦσα νὰ ἀναλύσω
τὸ κουδούνισμα. Διέκρινα
τὴν ἐπιμονὴ τῆς μάνας μου καὶ συγχρόνως τοῦ πατέρα μου
τὴν ἐπώδυνη ἀμηχανία.

Ὅταν τὸ σήκωσα, ἡ γραμμὴ ἦταν νεκρή.
Ἢ μήπως τὸ τηλέφωνο δούλευε ἀλλὰ ἦταν νεκρὸς αὐτὸς ποὺ μὲ καλοῦσε;
Ἢ μήπως δὲν χτυποῦσε τὸ τηλέφωνο, ἀλλὰ ἴσως ἡ πόρτα;


2.

Ἡ μάνα μου καὶ ὁ πατέρας μου στέκονταν στὸ κρύο
στὸ κεφαλόσκαλο. Ἡ μάνα μου μὲ κοίταξε κατάματα,
ἦταν κι αὐτὴ κάποιας κόρη, μιὰ γυναίκα ὅπως ἐγώ.
Ποτὲ δὲν μᾶς σκέφτεσαι, εἶπε.

Τὰ διαβάζουμε τὰ βιβλία σου ὅταν μᾶς τὰ φέρνουνε στὸν οὐρανό.
Δὲν μᾶς ἀναφέρεις ποτὲ πιά, οὔτε τὴν ἀδελφή σου ἀναφέρεις.
Καὶ ἔδειξαν μὲ τὸ δάχτυλο τὴ νεκρὴ ἀδελφή μου, μιὰν ἄγνωστη,
σφιχτὰ τυλιγμένη στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας μου.

Ἀλλὰ γιὰ ἐμᾶς, εἶπε, δὲν ἤθελες νὰ ὑπάρχεις.
Καὶ ἡ ἀδελφή σου – ἔχεις τὴν ψυχὴ τῆς ἀδελφῆς σου.
Καὶ ἀμέσως μετὰ ἐξαφανίστηκαν, σὰν Μορμόνοι ἱεραπόστολοι.


3.

Ὁ δρόμος ἦταν πάλι λευκὸς
λευκὸ χιόνι κάλυπτε ὅλους τοὺς θάμνους
καὶ τὰ δέντρα λαμπύριζαν φυλακισμένα μὲς στὸν πάγο.

Ξάπλωσα στὸ σκοτάδι καὶ περίμενα νὰ τελειώσει ἡ νύχτα.
Φαινόταν ἡ πιὸ μεγάλη νύχτα ποὺ εἶχα περάσει ποτέ,
μεγαλύτερη καὶ ἀπὸ τὴ νύχτα ποὺ γεννήθηκα.

Γράφω γιὰ σένα συνέχεια, εἶπα δυνατά.
Κάθε φορὰ ποὺ λέω «ἐγὼ», πρόκειται γιὰ ἐσένα.



4.


Ἔξω ὁ δρόμος ἦταν σιωπηλός.
Τὸ ἀκουστικὸ ἔμενε πεταμένο ἀνάμεσα στὰ τσαλακωμένα σεντόνια,
τὸ πεισματάρικο κουδούνισμα εἶχε σταματήσει ἐδῶ καὶ λίγες ὧρες.

Τὸ ἄφησα ὅπως ἦταν˙
μὲ τὸ μακρύ του καλώδιο νὰ χάνεται κάτω ἀπὸ τὰ ἔπιπλα.

Παρατήρησα τὸ χιόνι ποὺ ἔπεφτε,
καὶ δὲν ἔκρυβε τὰ πράγματα
ἁπλῶς τὰ ἔκανε νὰ φαίνονται μεγαλύτερα  ἀπὸ ὅσο ἦσαν.

Ποιός τηλεφωνοῦσε στὴ μέση τῆς νύχτας;
Τηλεφωνήματα ἐνοχλητικά, τηλεφωνήματα ποὺ φέρνουν ἀπελπισία.
Χαρὰ θὰ πεῖ νὰ κοιμᾶσαι σὰν μωρό.



[Πρώτη δημοσίευση στὸ περιοδικὸ Ποιητική, τεῦχος 24, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2019]

Σχόλια

Αὐτὸς ὁ ἱστότοπος χρησιμοποιεῖ τὸ Akismet γιὰ νὰ μειώσει τὰ ἀνεπιθύμητα μηνύματα. Μάθετε τί συμβαίνει μὲ τὰ δεδομένα τῶν σχολίων σας.