Est-ce que vous pourriez supporter la poésie que vous avez?

Θέσεις γιὰ τὴν Queer Ποίηση καὶ τὴν Queer Κριτικὴ στὴν Ἑλλάδα τοῦ 21ου αἰώνα

0. Προκαταρκτικὰ

Τὰ κείμενα ποὺ ἐμφανίζονται στὸν ἱστότοπο αὐτὸ ἔχουν γενικὸ θέμα τὴν ποίηση ποὺ δημοσιεύθηκε ἀπὸ τὸ 2000 καὶ μετά, καὶ εἰδικὰ τὴν κριτικὴ τῆς ποίησης σὲ αὺτὴν τὴν περίοδο, ἐξ οὗ, ὑποθέτω, καὶ ὁ ἀμφίσημος τίτλος Ποιητικὴ Κρίση. Ἀπὸ ἐμένα ζητήθηκε νὰ γράψω γιὰ τὴν queer κριτικὴ τῆς ποίησης˙ δεδομένου ὅτι κριτικὸ λόγο περὶ τῆς ποίησης ἀρθρώνω πολὺ σποραδικά, καὶ αὐτὸς σπανιότατα ἅπτεται queer ζητημάτων, ἡ ὅποια ἁρμοδιότητα μοῦ ἀποδίδεται ἐπὶ τοῦ θέματος ὀφείλεται, προφανῶς, στὸν αὐτοπροσδιορισμό μου ὡς queer ὑποκειμένου καὶ ἐνδεχομένως στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ποίηση ποὺ ἔχω δημοσιεύσει θὰ μποροῦσε ἐπίσης νὰ θεωρηθεῖ queer. Ἂν καὶ ἡ ἀπεύθυνση σὲ queer ὑποκείμενα ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὸ queer δὲν εἶναι κατ᾽ἀνάγκη προβληματική, καὶ μάλιστα θεωρεῖται ὄχι ἁπλῶς θεμιτὴ ἀλλὰ καὶ ἐπιθυμητὴ σὲ κάποιους queer κύκλους, εἶναι, παρ᾽ὅλα αὐτά, προφανεῖς οἱ κίνδυνοι ποὺ ἐλλοχεύουν σὲ μιὰ τέτοια πρακτικὴ (εἰδικὰ ἐφ᾽ὅσον ἐπιτελεῖται, ὅπως ἐν προκειμένῳ, στὸ πλαίσιο μιᾶς συγκρητικῆς ἢ πολυπρισματικῆς θεώρησης ἑνὸς φαινομένου): ὁ κίνδυνος τῆς προσχηματικῆς συμπερίληψης (tokenism),  ὁ κίνδυνος τῆς ἀφομοίωσης τοῦ queer βιόμματος[1] σὲ ἕνα προαποφασισμένο ἑρμηνευτικὸ σχῆμα ποὺ ἐπιβάλλεται στὸ σύνολο τῆς ποιητικῆς παραγωγῆς, ἀλλὰ καὶ ὁ κίνδυνος τῆς τσουβαληδὸν γενίκευσης ἑνὸς queer βιόμματος καὶ τῆς ἀντίστοιχης περιθωριοποίησης ἄλλων, ἰσότιμων καὶ ἐξίσου ἀξιόλογων queer βιομμάτων.

Εὐτυχῶς, τὸ ἴδιο τὸ queer διαθέτει μέσα ἀντιμετώπισης αὐτῶν τῶν κινδύνων, ἤδη ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Eve Kosofsky Sedgwick: ἡ προσωπικὴ ἀπεύθυνση καὶ ἡ δήλωση ἀκριβῶς τοῦ προσωπικοῦ βιόμματος τοῦ συγγραφέα, τὴν ὁποία ἐπιτελῶ αὐτὴ τὴ στιγμή, εἶναι ἔνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέσα˙ ἡ ὑπονόμευση τῶν συμβάσεων τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ ὕφους εἶναι ἕνα ἄλλο˙ καὶ ἡ προγραμματικὴ ἄρνηση γενικῶν ἑρμηνευτικῶν σχημάτων πρὸς ὄφελος τῆς χρήσης ἐπὶ τούτῳ κατηγοριῶν (nonce taxonomies) ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴ βιομμένη καὶ ἐκφρασμένη ἐμπειρία τῶν ὑποκειμένων εἶναι ἕνα τρίτο, πιθανότατα τὸ πιὸ σημαντικό.

1.1. Queer κριτική: ἕνα ἀμφίθυμο σημαῖνον καὶ ἕνα ἀμφίθυμο ἀντίκειμενο

Ἡ ἔννοια τῆς queer κριτικῆς τῆς λογοτεχνίας, ὅπως καὶ ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τοῦ queer, δὲν εἶναι πάντα σαφής. Ὅπως ἐπισημαίνει ἡ Spargo (2016), μὲ τὸν ὅρο queer κριτικὴ μπορεῖ νὰ δηλώνεται ἡ κριτικὴ τῶν queer ἔργων ἢ/καὶ ἡ κριτικὴ ποὺ γίνεται μὲ queer τρόπο, δηλαδὴ μὲ τρόπο μὴ κανονικὸ καὶ κανονιστικό,  ἢ/καὶ ἡ κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖται ἀπὸ queer ὑποκείμενα. Σὲ κάθε περίπτωση, ἡ queer κριτικὴ ἐκκινεῖ ἀπὸ μιὰ θέση ἀμφισβήτησης καὶ ἀντίθεσης πρὸς τοὺς κανονικοὺς καὶ κανονιστικοὺς ὁρισμοὺς τοῦ φύλου, τῆς σεξουαλικότητας καὶ τῶν σεξουαλικῶν ταυτοτήτων καὶ πρακτικῶν. Ἄν ὁρίσουμε προχείρως τὸ queer, παραφράζοντας τὴν Kosofsky Sedgwick (1994: 7), ὡς ἕνα πλέγμα δυνατοτήτων ποὺ διανοίγονται ὅταν τὸ φύλο καὶ ἡ σεξουαλικότητα παύουν νὰ ἐκφράζονται ἢ δὲν δύνανται νὰ ἐκφρασθοῦν μονολιθικά, ἡ queer κριτικὴ καταπιάνεται ἀκριβῶς μὲ τοὺς τρόπους αὐτῆς τῆς μὴ μονολιθικῆς ἔκφρασης τοῦ φύλου καὶ τῆς σεξουαλικότητας στὴ λογοτεχνία, ἐπιχειρώντας νὰ ἀνιχνεύσει, νὰ περιγράψει ἀλλὰ καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ αὐτὴ τὴν ἔκφραση.  Ὑπογραμμίζω ὅτι ἡ queer κριτικὴ ὑπερασπίζεται τὸ queer ὥστε νὰ τονίσω πὼς ἡ queer κριτικὴ δὲν εἶναι οὐδέτερη καὶ ἀνιστόρητη, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἡ ἴδια μέρος τοῦ queer φαινομένου καὶ τοῦ queer αἰτήματος.

Ἐντούτοις, ἡ queer κριτικὴ τῆς λογοτεχνίας δὲν περιορίζεται σὲ ἔργα μὲ queer θεματολογία καὶ οὔτε κἂν σὲ ἔργα queer συγγραφέων. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Kosofsky Sedgwick, ἡ ὁποία θεωρεῖται πρωτοπόρος στὸν συγκεκριμένο τομέα, ἡ queer κριτικὴ καταπιάνεται μὲ λογοτεχνικὰ ἔργα ποὺ δὲν φαινόταν νὰ σχετίζονται μὲ ζητήματα φύλου καὶ σεξουαλικότητας (ἤ, πιθανόν, ποὺ δὲν εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ἀκόμη ἡ queer δυναμική τους)[2]. Τὸ ζητούμενο, ἑπομένως, στὴν περίπτωση τῆς queer λογοτεχνικῆς κριτικῆς, δὲν εἶναι νὰ ἀναζητηθοῦν, νὰ μελετηθοῦν καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν ἔργα μὲ ΛΟΑΤΚΙΑ+ θεματικὴ ἢ/καὶ ἔργα ΛΟΑΤΚΙA+ συγγραφέων[3], ἀλλὰ μᾶλλον νὰ διερευνηθοῦν queer πρακτικὲς καὶ ταυτότητες ποὺ σχετίζονται ὄχι μόνο μὲ τὸ φύλο καὶ τὴ σεξουαλικότητα, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλες ἐκφάνσεις τοῦ λόγου ποὺ εἴτε ὁρίζουν εἴτε ὑπονομεύουν τὴν ταυτότητα τοῦ ὑποκειμένου (Kosofsky Sedgwick 1994: 9). Ἐπιπροσθέτως, ἡ queer κριτικὴ δὲν περιορίζεται στὰ λογοτεχνικὰ ἔργα ὅπως τὰ ὁρίζει ἡ φιλολογικὴ ἐπιστήμη, ἀλλὰ τὰ κείμενα ποὺ ἐξετάζει περιλαμβάνουν καὶ ἄλλα πολιτισμικὰ προϊόντα, ὅπως γιὰ παράδειγμα ταινίες, τηλεοπτικὲς σειρές, κόμικς ἢ τραγούδια. Ἑπομένως, τὸ ἀντικείμενο τῆς queer κριτικῆς εἶναι καὶ αὐτὸ ἀμφίθυμο: μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα queer ποίημα ἢ μιὰ διαφήμιση στὸ youtube, ἔνα μυθιστόρημα σὰν τὸ Orlando ἢ μιὰ παράσταση Καραγκιόζη, ἕνα διήγημα σὰν τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Kafka ἢ μιὰ ἀφίσα στὸ μετρό. Τὰ ὅρια τῆς queer κριτικῆς διευρύνονται ὄχι μόνο σὲ σχέση μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιλαμβάνεται κανεὶς τὴν ἴδια τὴν πρακτική της ἀλλὰ καὶ σὲ σχέση μὲ τὰ ἀντικείμενα τὰ ὁποῖα ἀφορᾶ.

1.2. Τί εἶναι καὶ τί κάνει δηλαδὴ ἡ queer κριτική;

Καθὼς ἡ queer κριτικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὁριστεῖ μὲ βάση τὸ θέμα ἢ τὸ ἀντικείμενό της, ποὺ δὲν περιορίζεται σὲ queer ἔργα καὶ οὔτε κἂν σὲ λογοτεχνικὰ μόνο ἔργα, ἀλλὰ οὔτε μπορεῖ νὰ ὁριστεῖ μὲ βάση τὴν ἀφετηρία, τὴν μεθοδολογικὴ προσέγγιση ἢ τὴν ταυτότητα τῶν ὑποκειμένων ποὺ τὴν ἀσκοῦν[4],  τὸ ἐρώτημα τί εἶναι queer κριτικὴ δὲν φαίνεται νὰ μπορεῖ νὰ ἀπαντηθεῖ˙ καὶ αὐτὸ ὄχι μόνο ἐξαιτίας τῆς ἐγγενοῦς ἀδυναμίας τῶν ὁρισμῶν δείξεως (ostensive definitions), γνωστῆς ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Wittgenstein, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἡ queer κριτικὴ ἀντιστέκεται καὶ ἀντιτίθεται οὕτως ἢ ἄλλως σὲ κατηγοριοποιήσεις καὶ ταξινομήσεις. Ἐξετάζοντας ὡστόσο τὶς χρήσεις τῆς ἔννοιας queer κριτικὴ καθὼς καὶ παραδείγματα ἄσκησης αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς κριτικῆς, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε κάποιες τάσεις καὶ ἐνδεχομένως κάποια χαρακτηριστικὰ ποὺ θὰ βοηθήσουν νὰ κατανοήσουμε περὶ τίνος πρόκειται, λαμβάνοντας ἐντούτοις ὑπόψη πὼς μιλᾶμε ἀκριβῶς γιὰ τάσεις διακριτὲς σὲ ἕνα σῶμα κειμένων queer κριτικῆς ποὺ εἶναι ὁπωσδήποτε ἀνομοιογενές, δὲν ἀκολουθεῖ συγκεκριμένους κανόνες, δὲν ἐγκαθιδρύει ὀρθοδοξίες καὶ συχνὰ διαφεύγει, αὐτοαμφισβητεῖται καὶ αὐτοϋπονομεύεται, εἶναι δηλαδή, μὲ μιὰ λέξη, queer.

Ἔχει γίνει, πιστεύω, προφανὲς πὼς ἡ πρόθεση τῆς queer κριτικῆς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἑρμηνεία ἢ ἡ ἀξιολόγηση τοῦ λογοτεχνικοῦ ἔργου ὡς τέτοιου μέσα στὸ στενὸ πλαίσιο τῆς ἔνταξής του σὲ κάποιον κανόνα, ταξινομητικὸ πλαίσιο ἢ σχῆμα, καθὼς ἂν ὑπάρχει ἕνα χαρακτηριστικὸ ποὺ θὰ μπορούσαμε μὲ ὁμοφωνία νὰ ἀποδώσουμε στὸ queer, αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀντιθετική του στάση πρὸς τὶς νόρμες. Θὰ μπορούσαμε νὰ συνοψίσουμε τοὺς στόχους τῆς queer κριτικῆς γύρω ἀπὸ τοὺς παρακάτω ἄξονες:

  • ἀνίχνευση τῆς δυναμικῆς τῶν φύλων, τῶν ἔμφυλων ταυτοτήτων καὶ τῶν σεξουαλικῶν προσανατολισμῶν ὅπως ἀποτυπώνονται στὴ μορφὴ καὶ στὸ περιεχόμενο τῶν ὑπὸ ἐξέταση  λογοτεχνικῶν καὶ ἄλλων κειμένων
  • ἐξέταση τῶν τρόπων μὲ τοὺς ὁποίους οἱ ἀποτυπώσεις αὐτὲς σχετίζονται μὲ τὶς κυρίαρχες νόρμες τῆς συγκεκριμένης ἱστορικῆς στιγμῆς κατὰ τὴν ὁποία τὸ κείμενο δημιουργήθηκε καὶ τῶν τρόπων μὲ τοὺς ὁποίους τὸ κείμενο προσλαμβάνεται σὲ διαφορετικὲς ἱστορικὲς στιγμὲς
  • χρήση τῶν συμπερασμάτων ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ κειμένου ὥστε νὰ ἀντληθοῦν καὶ νὰ δομηθοῦν ἐπιχειρήματα σχετικὰ μὲ τὸ φύλο καὶ τὴ σεξουαλικότητα, ἀλλὰ καὶ γενικότερα σχετικὰ μὲ τὴν κανονικότητα σὲ τομεῖς ποὺ δὲν ταυτίζονται ἀπαραιτήτως μὲ τὶς δομὲς ποὺ ἀποκαλύπτει ἡ μελέτη τοῦ ἔμφυλου, ἀλλὰ πάντως συνδέονται καὶ συχνὰ καθορίζονται ἀπὸ αὐτές.

Ἡ queer λογοτεχνικὴ κριτικὴ δὲν ξεκινᾶ, ἑπομένως, ἀπὸ μιὰ γενικὴ θεωρία στὴν ὁποία τὰ κείμενα καὶ οἱ ἑρμηνεῖες τους ἐντάσσονται καὶ ὑποτάσσονται, ἀλλὰ προτείνει ἕναν τρόπο προσέγγισης τῶν ἴδιων τῶν κειμένων ποὺ θὰ ὁδηγήσει σὲ ὠφέλιμα θεωρητικὰ συμπεράσματα, τῶν ὁποίων ἐντούτοις ἡ γενικευσιμότητα τίθεται πάντα ἐν ἀμφιβόλῳ.

Αὐτὸ δὲν σημαίνει καθόλου ὅτι ἡ queer ἀντίληψη τῆς κριτικῆς δὲν ἔχει θεωρητικὰ ἐρείσματα. Ἀντιθέτως, ἡ queer κριτικὴ ἀναφέρεται σὲ ἕνα εὑρύ, διεπιστημονικὸ φάσμα σπουδῶν ἐντασσόμενο στὸν τομέα ποὺ συχνὰ ἀποκαλεῖται «σπουδὲς φύλου» καὶ περιλαμβάνει τὴ φιλοσοφία, τὴν κοινωνιολογία, τὴν ψυχανάλυση, τὴν λογοτεχνικὴ θεωρία, τὴν κοινωνικὴ ἀνθρωπολογία, τὴν κριτικὴ θεωρία, καθὼς καὶ τὴ μεταμοντέρνα μεταδομικὴ προσέγγιση. Σταχυολογῶ κάποια ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ καὶ τὰ ἐργαλεῖα τὰ ὁποῖα συχνὰ χρησιμοποιοῦνται στὴν queer κριτική, χωρὶς πρόθεση νὰ τὰ ἐξαντλήσω, καθὼς αὺτὸ θὰ ξεπερνοῦσε τὰ ὅρια τῆς φιλοδοξίας μου. Μεταξὺ ἄλλων, λοιπόν, φαίνεται ὅτι ἡ queer κριτικὴ δομεῖται πάνω σὲ ἄξονες ὅπως οἱ παρακάτω:

  • τὶς ἔννοιες τοῦ φύλου, τῆς σεξουαλικότητας, τῆς ἐπιθυμίας καὶ τῆς  jouissance, κυρίως ὅπως τὶς πραγματεύεται ὁ Lacan καὶ οἱ ἐπίγονοί του. Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Lacan  ὅτι δὲν ὑπάρχει «φυσικὴ» ἣ «κανονικὴ» σχέση μεταξὐ τῶν φύλων (il n’y a pas de rapport sexuel!), ἡ ἀνάλυσή του τῆς ἐπιθυμίας σὲ σχέση μὲ τὸ ἀντικείμενο petit α καὶ ὄχι σὲ σχέση μὲ τὸ φύλο (Lacan 1973), καὶ κυρίως ἡ τοποθέτηση τῆς ἔννοιας τῆς jouissance πέραν τῶν ὁρίων τῆς ἡδονῆς θὰ μποροῦσαν, ὅπως σωστὰ ἐπισημαίνει ὁ Dean (2003), νὰ θεωρηθοῦν ὡς πρόδρομοι τῶν ἰδεῶν στὶς ὁποῖες στηρίζεται ἡ queer θεωρία.
  • τὴν ἀντίληψη τῆς ταυτότητας φύλου καὶ τῆς σεξουαλικότητας ὡς κοινωνικὰ καὶ ἱστορικὰ παραγόμενων κατασκευῶν μέσα σὲ ἕνα πλαίσιο σχέσεων ἐξουσίας ποὺ πρέπει νὰ ἀνιχνευθοῦν, τὴν ὁποία εἰσήγαγε ὁ  Foucault σὲ σχέση μὲ τὴν ὁμοφυλοφιλία (1976)˙ ἡ Φουκωικὴ ἀνάλυση τῆς κατασκευῆς τῆς σεξουαλικότητας καὶ τῆς ταυτότητας μέσῳ τῶν κυρίαρχων ἀφηγημάτων (discourses) κάθε ἐποχῆς ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ θεμέλια τῶν σπουδῶν φύλου καί, προφανῶς, τῆς queer λογοτεχνικῆς κριτικῆς (Spargo 1999: 10).
  • τὴν ἔννοια τῆς ἐπιτελεστικότητας (performativity), ὅπως ἀναπτύχθηκε καταρχὰς ἀπὸ τὴν Butler (1999), ἡ ὁποία ἀνέλυσε πῶς τὸ φύλο ἀποδίδεται διὰ τῆς ἐπιτέλεσής του μέσα σὲ συγκεκριμένα κοινωνικὰ συγκείμενα καὶ ἔδειξε ἕναν δρόμο γιὰ τὴν προσέγγιση κειμένων μέσα ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν τρόπων μὲ τοὺς ὁποίους ἐπιτελοῦνται ἢ ὑπονομεύονται μέσῳ αὐτῶν ἔμφυλες ταυτότητες.
  • τὴν προβληματοποίηση τῆς ἔννοιας τῆς ταυτότητας ἀπὸ τοὺς Deleuze καὶ Guattari, οἱ ὁποῖοι ἀνέδειξαν τόσο τὴ δυναμικότητα τῆς ταυτότητας φύλου (ἀλλὰ καὶ ἄλλων ταυτοτήτων) ὅσο καὶ τὴν ἀναγκαιότητα διαρκοῦς ἀμφισβήτησης καὶ ἐπαναδιαπραγμάτευσής της  (Andermatt Conley 2009), ἀρνούμενοι, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν διαδικασία τῆς συγγραφῆς, ταξινομητικὲς καὶ ὀργανωτικὲς συστηματοποιήσεις – καὶ μάλιστα ἐμπράκτως, σὲ ἔργα ὅπως τὸ Mille Plateaux (Deleuze καὶ Guattari 1980)[5].
  • τὴν στρατηγικὴ τῆς ἀποδόμησης τῶν δυαδικῶν δομῶν τῆς γλώσσας, ὅπως τὴν εἰσηγήθηκε ὁ Derrida, μέσῳ τῆς ὁποίας ἀποκαλύπτονται καὶ ἀνατρέπονται οἱ ἡγεμονικὲς δομὲς τοῦ ἀφηγήματος, οἱ βίαιες ἱεραρχίες του, ὥστε νὰ φωτισθεῖ «τὸ κείμενο ποὺ εἶναι γραμμένο κάτω ἀπὸ τὸ γραμμένο: τὸ ντεριντιανὸ subtext» (Κολύρη 2017:96). Στὸ βαθμὸ ποὺ ἡ ἀποδομητικὴ ἐργασία ἐπιχειρεῖ νὰ ἀποκαλύψει τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους τὸ νόημα χτίζεται μέσα ἀπὸ γλωσσικὲς ἀντιθέσεις καὶ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους οἱ γλωσσικὲς αὐτὲς ἀντιθέσεις ὑποκρύπτουν σχέσεις βίαιης ἱεραρχίας, ἀλλὰ καὶ ἐν συνεχείᾳ ἐπιδιώκει νὰ ἀνατρέψει αὐτὲς τὶς ἱεραρχίες (Derrida 1972: 57), ἡ ἀποδόμηση φαίνεται πὼς εἶναι ἰδιαίτερα χρήσιμη σὲ μιὰ queer ἀνάγνωση τῆς ποίησης.
  • τὴν ἐπαναδιαπραγμάτευση τῆς ἔννοιας τοῦ θανάτου τοῦ/τῆς συγγραφέα, ἤ, σωστότερα πλέον, τῶν θανάτων τοῦ/τῆς συγγραφέα (Gallop 2011). Μετὰ τὸ πασίγνωστο δοκίμιο τοῦ Barthes (Barthes 1967), ὅπου ἡ διάκριση μεταξὺ ὑποκειμένου τῆς γραφῆς καὶ συγγραφέα ἐκφράζεται μὲ τρόπο ἐντυπωσιακὸ ὡς θάνατος τοῦ συγγραφέα, τὴν θεωρία καὶ τὴν κριτικὴ ἀπασχολεῖ πολὺ περισσότερο ἡ δόμηση τοῦ συγγραφικοῦ ὑποκειμένου παρὰ ἡ βιογραφία τοῦ συγγραφέα. Ἂν καὶ ἡ στρατευμένη γκέι καὶ λεσβιακὴ κριτικὴ τοῦ τέλους τοῦ προηγούμενου αἰώνα ἔδωσε ἔμφαση σὲ βιογραφικὰ στοιχεῖα queer συγγραφέων ὥστε νὰ ἐξυπηρετήσει ἀκριβῶς τὸν σκοπὸ τῆς ἀνάδειξής τους ὡς queer ὑποκειμένων, ἡ queer κριτικὴ προσανατολίζεται περισσότερο πρὸς τὴ διερεύνηση τῆς σχέσης τοῦ συγγραφικοῦ ὑποκειμένου κυρίως μὲ τοὺς ἀναγνῶστες καὶ τὶς ἀναγνώστριες καὶ δευτερευόντως μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ/τῆς συγγραφέα, ἀναλύοντας τὴν δόμηση τῆς ταυτότητας τοῦ συγγραφικοῦ «ἐγὼ» σὲ σχέση μὲ τὴν βιομματικὴ ἀπόκριση τῶν ἀναγνωσ(τρ)ιῶν (Lipton 2016).

1.3. Τὸ πρόβλημα τῆς γενίκευσης

Ὑπάρχει μιὰ πρόκληση στὴν queer κριτική, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ στὴν καλύτερη περίπτωση ἐγγενὴς ἔνταση καὶ στὴ χειρότερη θεμελιώδης ἀντίφαση, ἡ ὁποία σχετίζεται μὲ τὸ εἶδος τῶν κρίσεων καὶ προτάσεων ποὺ μπορεῖ νὰ διατυπώσει ἀπὸ τὴν δεδομένη queer θέση της καὶ τὴν συστηματικότητα αὐτῶν τῶν κρίσεων καὶ προτάσεων. Ἀναφέρομαι στὸ πρόβλημα ποὺ ἐκφράζει τὸ δίπολο καθολικότητας καὶ περιθωριοποίησης ὅπως ὁρίζεται ἀπὸ τὴν Kosofsky Sedgwick (1990) μὲ τὶς ἔννοιες universalizing καὶ minoritising:  ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ queer κριτικὴ ἐπιδιώκει νὰ διατυπώσει συμπεράσματα σχετικὰ μὲ τὴν ταυτότητα, τὸ φύλο καὶ τὴ σεξουαλικότητα ποὺ ἐπηρεάζουν ἕναν συγκριτικὰ μεγάλο πληθυσμό, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως οἱ γενικεύσεις ποὺ ἀναγκαῖα προκύπτουν ἀπὸ μιὰ τέτοια διαδικασία κινδυνεύουν νὰ ἀγνοήσουν ἢ καὶ νὰ περιθωριοποιήσουν queer βιόμματα τὰ ὁποῖα διαφέρουν ἀπὸ τὴ γενίκευση. Ὁ Edwards (2009: 52-53) συζητᾶ τὸ δίπολο ἀπὸ τὴν ἄποψη τόσο τῆς λογοτεχνικῆς δημιουργίας ὅσο καὶ τῆς κριτικῆς καὶ προκρίνει, στὴν περίπτωση τῆς κριτικῆς, τὴν προσεκτικὴ χρήση τοῦ πρώτου προσώπου καὶ τῆς ἀποφυγῆς τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ ὕφους, ὡς μέσου μετριασμοῦ τῆς γενικευσιμότητας τῶν συμπερασμάτων καὶ τῆς συνεπακόλουθης ἀπομόνωσης ἢ παθολογικοποίησης κάποιων ἀναγνωστ(ρι)ῶν. Μοῦ φαίνεται, ὅμως, ὅτι τὸ ζήτημα ἐπηρεάζει τὴν queer κριτικὴ σὲ βαθύτερο ἐπίπεδο, καθὼς καθιστᾶ προβληματικὰ τὰ γενικὰ ἑρμηνευτικὰ σχήματα ἐν γένει, στὰ ὁποῖα σὲ κανονικὲς συνθῆκες θεωροῦμε ὅτι ἐντάσσει τὰ ἀντικείμενά της ἡ λογοτεχνικὴ κριτική.

Τὸ queer, ὅμως, μᾶς ἔχει διδάξει ὅτι κανονικὲς συνθῆκες δὲν ὑπάρχουν: ὑπάρχουν μόνο σχήματα τὰ ὁποῖα ἐπιβάλλονται ὡς κανονικὰ σὲ συγκεκριμένες ἱστορικὲς συνθῆκες ἀπὸ συγκεκριμένες δομὲς ἐξουσίας μὲ συγκεκριμένους σκοπούς˙ καὶ στόχος τοῦ queer εἶναι νὰ τὰ ὑπονομεύσει καὶ νὰ τὰ ἀνατρέψει. Ἑπομένως, ἡ λύση δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι, ἀπὸ queer ἄποψη, ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ἐπικίνδυνης ἰσορροπίας μεταξὺ marginalizing καὶ universalizing, ἀλλὰ μιὰ ἀναλυτικὴ προσέγγιση ποὺ σέβεται τὸ ἰδιοσυγκρασιακὸ ἀκόμη καὶ ὅταν ἐπιχειρεῖ νὰ τὸ ταξινομήσει.  Ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκοπιά, προσωπικὰ θεωρῶ ἰδιαίτερα σημαντικὸ ἐργαλεῖο γιὰ τὴν πρακτικὴ τῆς queer λογοτεχνικῆς κριτικῆς τὴν ἔννοια τῶν ἐπὶ τούτῳ ταξινομήσεων (nonce taxonomies)[6], τὴν ὁποία χρησιμοποιεῖ ἡ Kosofsky Sedgwick ὡς ἀνάπτυξη τοῦ φαινομενικὰ ἁπλοῦ ἀξιώματός της ὅτι oἱ ἄνθρωποι διαφέρουν ὁ ἔνας ἀπὸ τὸν ἄλλο (Kosofsky Sedgwick 1990: 22)[7].  Ἡ Kosofsky Sedgwick φέρνει τὸ παράδειγμα διαφορετικῶν ἀνθρώπων ποὺ θεωροῦνται ὅμοιοι ὡς πρὸς τὸ φύλο, τὴν φυλή, τὴν κοινωνικὴ τάξη καὶ τὸν σεξουαλικὸ προσανατολισμό, ἀλλὰ ἀπαριθμεῖ δεκατρία ἐνδεικτικὰ χαρακτηριστικὰ κατὰ τὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ μπορεῖ νὰ διαφέρουν. Τὸ παράδειγμα χρησιμοποιεῖται ἀκριβῶς γιὰ νὰ δείξει ὅτι οἱ κατηγοριοποιήσεις ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιβάλλονται μὲ βάση τὸ φύλο, γιὰ παράδειγμα, δὲν εἶναι ἱκανοποιητικὲς οὔτε χρήσιμες, ἄρα οἱ ἐν λόγῳ κατηγοριοποιήσεις βάσει ἑνὸς ἣ περισσότερων «κοινῶν» χαρακτηριστικῶν ἀπορρίπτονται, καθὼς ἐγκαθιδρύουν καὶ ἐπιβάλλουν μιὰ ἀντίληψη τῶν κατηγοριοποιημένων αὐτῶν ὑποκειμένων, ἡ ὁποία πρέπει νὰ καταλυθεῖ, ὥστε τὰ ἴδια τὰ ὑποκείμενα νὰ μπορέσουν νὰ αὐτοπροσδιορισθοῦν. Αὐτὴ ἡ ἀπόρριψη τῶν γενικῶν καὶ γενικευτικῶν ἑρμηνευτικῶν σχημάτων ὁδηγεῖ τὴν Kosofsky Sedgwick στὶς nonce taxonomies (ποὺ μεταφράζω ὡς ἐπι τούτῳ ταξινομίεςκατηγοριοποιήσεις) ὡς ἐναλλακτικὴ λύση: ταξινομήσεις ποὺ ἐφαρμόζονται κάθε φορὰ ἐκ νέου ἀπὸ καὶ γιὰ τὸ ὑποκείμενο τὸ ὁποῖο ἀφοροῦν.

Ἐφόσον στόχος τῆς queer κριτικῆς παραμένει, ὅπως ἔδειξα παραπάνω (1.2) ἡ ἀνίχνευση στὰ κείμενα δυναμικῶν οἱ ὁποῖες διαφέρουν ἀπὸ ἢ/καὶ ἀντιτίθενται πρὸς τὶς νόρμες, ἡ χρήση ἐπὶ τούτῳ ταξινομήσεων φαίνεται πὼς ἀποτελεῖ μονόδρομο. Δὲν εἶναι, μάλιστα, ἀναγκαῖο νὰ θεωρήσουμε ὅτι ἡ κάθε nonce taxonomy εἶναι καθ᾽ ὅλα διακριτὴ ἢ ἀπομονωμένη ἀπὸ τὶς ἄλλες, καθὼς πάντα ὑπάρχουν σημεῖα διεπαφῆς καὶ διατομῆς, καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναζητηθοῦν οἰκογενειακὲς ὁμοιότητες, μὲ τὴ βιττγκενσταϊνικὴ ἔννοια τῶν Familienähnlichkeiten (Wittgenstein 1999: 57)[8], ὥστε νὰ δημιουργηθοῦν πλέγματα σχέσεων μεταξὺ nonce taxonomies, ποὺ θὰ θύμιζαν τὴν λογικὴ τοῦ ντελεζικοῦ rhizome, μὲ τὸν τρόπο ποὺ πολὺ εὔστοχα εἰσηγεῖται ἡ Ρούσσου (βλ. 3 παρακάτω).

1.4. Εἶναι ἡ queer κριτικὴ λογοτεχνικὴ κριτική;

Συναφὲς εἶναι καὶ τὸ πρόβλημα τῆς ἀξιολόγησης τοῦ λογοτεχνικοῦ ἔργου μέσα σὲ ἕνα queer κριτικὸ πλαίσιο. Ἂν ἡ queer λογοτεχνικὴ κριτικὴ δὲν περιορίζεται σὲ ἁμιγῶς λογοτεχνικὰ κείμενα, καὶ ἂν ἡ queer λογοτεχνικὴ κριτικὴ ἐπιδιώκει πρωτίστως νὰ ἀνιχνεύσει τὶς ἔμφυλες δυναμικὲς τῶν κειμένων καὶ νὰ ὑπερασπισθεῖ αὐτὲς τὶς δυναμικὲς ἀπέναντι στὴν ἐξουσιαστική, περιοριστικὴ ἰσχὺ τῆς νόρμας, προκύπτουν προφανῶς δύο κρίσιμα ἐρωτήματα:

  • Μπορεῖ ἡ queer κριτικὴ νὰ μιλήσει γιὰ τὴ λογοτεχνικότητα, δηλαδὴ νὰ μᾶς πεῖ, γιὰ παράδειγμα, ἐὰν τὸ κείμενο Χ εἶναι ποίημα καὶ γιὰ ποιούς λόγους εἶναι ποίημα;
  • Μπορεῖ ἡ queer κριτικὴ νὰ εἶναι ἀξιολογική; Δηλαδή, θέτει κριτήρια  μὲ βάση τὰ ὁποῖα νὰ μπορεῖ νᾶ ἀποφανθεῖ περὶ τῆς ἀξίας ἑνὸς λογοτεχνικοῦ ἔργου;

Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι τὰ ἐρωτήματα αὐτά, καὶ ἰδιαίτερα τὸ πρῶτο, νὰ χαρακτηρίζονταν ἁπλῶς ἄστοχα ἢ ἐκτὸς θέματος, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι κρίσεις περὶ λογοτεχνικότητας δὲν συμπεριλαμβάνονται στὸ πρόγραμμα ἢ στὶς προθέσεις τῆς queer κριτικῆς,  ἡ ὁποία φαίνεται πὼς ἐξετάζει κατὰ κύριο λόγο τεκμήρια ἑνὸς ἀρχείου, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ ἀξιολογικὰ ζητήματα[9].

Ἡ queer κριτικὴ ἀφορᾶ κυρίως μιὰ ἀνάλυση καὶ ἀποδόμηση τοῦ κειμένου, συχνὰ πολὺ λεπτομερή, ὥστε νὰ ἀποκαλυφθεῖ καὶ νὰ ἀξιολογηθεῖ τὸ queer στοιχεῖο τοῦ κειμένου αὐτοῦ.  Ὡστόσο, στὸ βαθμὸ ποὺ τὸ «queer στοιχεῖο» πράγματι ἐρευνᾶται, ἀποκαλύπτεται καὶ ἀξιολογεῖται, ἡ σχετικὴ συζήτηση θεωρῶ πὼς εἶναι ἀναγκαῖα ἀξιολογική. Ἐξηγοῦμαι: τὸ «queer στοιχεῖο» τοῦ ὑπὸ ἐξέταση ἔργου δὲν μπορεῖ νὰ περιορίζεται σὲ ἀναφορὲς ἢ περιγραφὲς σχετικὲς μὲ κάποιον θεματικὸ πυρήνα τοῦ queer, ἄρα ὴ διερεύνησή του σὲ ἕνα ποίημα δὲν μπορεῖ ἁπλῶς νὰ συζητεῖ πῶς τὸ ποίημα περιγράφει ἢ ὑπερασπίζεται ἕνα «μὴ κανονικὸ» βίομμα. Τὸ queer στοιχεῖο, ἂν ὑπάρχει, εἶναι παρὸν καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔχει γραφτεῖ τὸ ποίημα: τὸ queer στοιχεῖο ἔγκειται, θὰ ἔλεγα πρωτίστως, σὲ ἕνα queering τῆς ἁλυσίδας τῶν σημαινόντων. Ἡ queer στάση ἀμφισβήτησης καὶ προβληματοποίησης τῆς νόρμας δὲν μοῦ φαίνεται συμβατὴ μὲ μιὰ λογοτεχνία ἡ ὁποία ἁπλῶς ἀναπαράγει παραδεδομένες λογοτεχνικὲς δομές, νόρμες καὶ κανόνες.  Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ queer ποίηση δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἁπλῶς μιὰ ποίηση ποὺ ἀντλεῖ τὴ θεματική της ἀπὸ τὸ χῶρο τῶν queer ἀναζητήσεων, ἀλλὰ μιὰ ποίηση τῆς ὁποίας ἡ στάση ἀπέναντι στὸν λογοτεχνικὸ κανόνα εἶναι queer[10].

Ἑπομένως, κατ᾽ἀρχὴν τοὐλάχιστον, ἡ queer κριτική, στὸ βαθμὸ ποὺ ἀναδεικνύει τὸ queerness τῆς γραφῆς ἢ τὴν συμμόρφωσή της πρὸς τὴ νόρμα, καὶ δεδομένου ὅτι παίρνει θέση ἐναντίον τῆς νόρμας, εἶναι τελικὰ ἀξιολογική: ἀναζητεῖ καὶ ὑπερασπίζεται, ἑπομένως ἀξιολογεῖ θετικά, τὴν λογοτεχνία ποὺ ἐπιτελεῖ queer ἀνοικειώσεις. Στὴν πράξη, βεβαίως, ὡς κληρονόμος μιᾶς παράδοσης γκέι καὶ λεσβιακῆς κριτικῆς, ἡ queer κριτικὴ συμβαίνει ἐνίοτε νὰ ἀξιολογεῖ θετικὰ ἔργα ποὺ μπορεῖ ἁπλῶς νὰ ἐγγίζουν θεματολογικὰ ζητήματα φύλου, σεξουαλικότητας, ταυτότητας, ἀλλὰ ποὺ δὲν εἶναι queer ὡς λογοτεχνικὰ ἔργα, καθὼς σαφέστατα ἀναπαράγουν λογοτεχνικὲς νόρμες. Ἀλλὰ τέτοιου εἴδους σφάλματα, θὰ ἔλεγα ἰδεολογικῆς ἀλληλεγγύης, διαπράττει συχνὰ ὁ κριτικὸς καὶ ὁ θεωρητικὸς λόγος, εἴτε εἶναι queer εἴτε ὄχι.

2.1. Σύγχρονη ἑλληνικὴ ποίηση μὲ queer ἐνδιαφέρον

Στὴν νεοελληνικὴ λογοτεχνία, ἡ ποιητικὴ πραγμάτευση καὶ διαπραγμάτευση τοῦ φύλου καὶ τοῦ ἔρωτα σὲ μορφὲς ποὺ δὲν ταυτίζονται μὲ τὸ ἑτεροκανονικὸ πρότυπο δὲν εἶναι, φυσικά, καινούρια. Ποιητικὰ ἔργα ποὺ παρουσιάζουν κάποιο ἐνδιαφέρον ἀπὸ τὴν queer ἄποψη ὑπῆρξαν σὲ ὅλες τὶς περιόδους τῆς νεοελληνικῆς ποίησης[11], ὅπως ἐπίσης ὑπάρχουν, ἀσφαλῶς, καὶ ἔργα τῶν ὁποίων τὸ queer  ἐνδιαφέρον δὲν δηλώνεται ἀπαραιτήτως, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ ἀνιχνευθεῖ χρησιμοποιώντας τὰ ὅπλα τῆς queer κριτικῆς.

Ὡστόσο, μὲ τὴν ἐξαίρεση ἐλάχιστων ἀνδρῶν ποιητῶν (π.χ. Καβάφης, Λαπαθιώτης, Χριστιανόπουλος), ἡ δεξίωση ποιητριῶν καὶ ποιητῶν queer ἐνδιαφέροντος στὸ λογοτεχνικὸ πεδίο ὑπῆρξε ἀνύπαρκτη ἢ ἐξαιρετικὰ περιορισμένη καὶ συχνὰ ἀποσιωποῦσε τὴν queer διάσταση τοῦ ἔργου τους, ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτὴ ἦταν ἰδιαίτερα προφανής˙ καὶ αὐτὸ φαίνεται πὼς ἴσχυε ὣς πολὺ πρόσφατα, ὅπως δείχνει ἡ ἀπουσία queer ἀναφορῶν στὴν mainstream κριτική, ἡ σπᾶνις ἑλληνικῶν queer ἔργων στοὺς καταλόγους mainstream ἐκδοτικῶν οἴκων καὶ ἡ περιθωριοποίηση πολλῶν ἔργων ἢ συγγραφέων ποὺ παρουσίαζαν queer ἐνδιαφέρον.

Ἡ εἰκόνα αὐτὴ τείνει νὰ ἀλλάξει τὰ τελευταῖα δέκα χρόνια. Ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ὁ Ὀταμπάσης (2022: 218 κ.ἑ.), ἤδη ἡ δεκαετία τοῦ 2010 παρουσιάζει πλούσιο συγγραφικὸ ἐνδιαφέρον ἀπὸ τὴν queer ἄποψη, ἀλλὰ μοῦ φαίνεται ὅτι πρὸς τὸ τέλος τῆς δεκαετίας αὐτῆς ξεκίνησε μιὰ ἀκόμη πιὸ ἐνδιαφέρουσα φάση κατὰ τὴν ὁποία παρατηροῦμε τρεῖς σημαντικὲς ἐξελίξεις στὸ νεοελληνικὸ λογοτεχνικὸ πεδίο:

  • Ποιήτριες καὶ ποιητὲς ποὺ εἶχαν πρωτοεμφανιστεῖ σὲ προηγούμενες δεκαετίες καὶ στῶν ὁποίων τὸ ἔργο οἱ queer ἀποτυπώσεις ἦσαν ὑπόρρητες καὶ προέκυπταν κυρίως ἀπὸ ἕνα παιχνίδι ἀπόκρυψης βγαίνουν ἀπὸ τὸ ὑπόγειο[12] καὶ δημοσιεύουν ἔργα ὅπου τὰ πράγματα λέγονται μὲ τὸ ὄνομά τους (ἐνδεικτικά:  Ἀμανατίδης 2014 καὶ κυρίως 2017, Γλυνιαδάκη 2023, Κάλφα 2023).
  • Ἐμφανίζονται νέες ποιήτριες καὶ ποιητὲς (π.χ. Χατζηπροκοπίου 2019, Κουτσοδόντης 2021, Παπαδάκης 2021, Χαιρέτης 2023) ποὺ τοποθετοῦνται ἐξ ἀρχῆς ἔξω ἀπὸ τὸ ὑπόγειο, καὶ μάλιστα διευρύνουν τὸ πεδίο queer πραγμάτευσης, ποὺ περιλαμβάνει πλέον ὄχι μόνο τὴ σεξουαλικότητα, ἀλλὰ καὶ τὴ ρευστότητα τοῦ φύλου (Παπαδάκης, Χατζηπροκοπίου) καὶ τῆς γραφῆς (Χατζηπροκοπίου). Συγχρόνως, ἐκδίδεται τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2023 καὶ μάλιστα διατίθεται δωρεάν, ἡ πρώτη ἀνθολογία queer ποίησης (Κουτσοδόντης et al 2023) ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Θράκα καὶ τὸ ἑλληνικὸ παράρτημα τοῦ ἱδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ (Rosa Luxemburg Stiftung), δηλαδὴ μὲ τὴ χρηματοδότηση τοῦ Γερμανικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν.
  • Ἡ δεξίωση τῶν ἔργων αὐτῶν, ποὺ τοποθετοῦνται εἴτε ὀψίμως εἴτε ἐξ ἀρχῆς ἐκτὸς ὑπογείου, στὸ ἑλληνικὸ λογοτεχνικὸ πεδίο εἶναι θετική: παρουσιάσεις, κριτικὲς καὶ συνεντεύξεις μὲ τὶς/τοὺς δημιουργοὺς δημοσιεύονται σὲ ἔντυπα καὶ διαδικτυακὰ μέσα, συμπεριλαμβανομένων μέσων μεγάλης κυκλοφορίας (π.χ. Ἀντωνόπουλος 2023), κάποια ἔργα ἐμφανίζονται ὑποψήφια γιὰ βραβεῖα (π.χ. οἱ Τοπικοὶ Τροπικοὶ τοῦ Χατζηπροκοπίου συμπεριλήφθηκαν στὴ βραχεία λίστα τῶν κρατικῶν λογοτεχνικῶν βραβείων 2020), ἐνῶ ἄλλα ἀποτελοῦν ἐπίσης ἀντικείμενο ἐπιστημονικῶν ἐρευνητικῶν ἐργασιῶν (π.χ. Ὀταμπάσης 2022).

Μιλώντας μὲ προσφιλεῖς στὴν queer ἀκαδημαϊκὴ κοινότητα λακανικοὺς ὅρους, θὰ ἔλεγα ὅτι ἡ jouissance τοῦ ὑποκειμένου τῆς γραφῆς, περιχαρακωμένη ὣς τώρα σὲ ἕνα συμβολικὸ σύστημα ἀποκρύψεων καὶ παρασιωπήσεων ποὺ θὰ τοῦ ἐξασφάλιζαν (καὶ σὲ κάποιες περιπτώσεις πράγματι τοῦ ἐξασφάλισαν) τὴν ἀποδοχὴ τοῦ λογοτεχνικοῦ πεδίου, ἀπελευθερώνεται:  ἡ γραφὴ πλέον ἀποτυπώνει τὴν queer πραγματικότητά της. Μιὰ ἐξίσου πιθανή, ὅμως, ἑρμηνεία εἶναι ὅτι ἡ jouissance παραμένει στὸν ἐς ἀεὶ δύσκολα ἐλεγχόμενο χῶρο της: καθὼς οἱ ὅροι τοῦ συμβολικοῦ προσαρμόζονται πρὸς μιὰ πιὸ ἀνεκτικὴ ἀντίληψη τῶν φύλων καὶ τῶν σεξουαλικοτήτων, βοηθούσης καὶ τῆς θεσμικὰ ἀναγνωρισμένης ὁμοκανονικότητας σὲ μεγάλο μέρος τοῦ δυτικοῦ κόσμου,  στὸ συγγραφικὸ ὑποκείμενο ἴσως ἐξακολουθεῖ νὰ λειτουργεῖ ἁπλῶς ἡ ἀρχὴ τῆς ἡδονῆς, καὶ ἡ ἐξέλιξη ποὺ παρατηροῦμε πιθανὸν νὰ εἶναι ἁπλῶς μιὰ συμφέρουσα ἀναγνώριση τῶν νέων τάσεων ἐντὸς τοῦ λογοτεχνικοῦ πεδίου, τῆς ἀνάγκης δηλαδὴ τοῦ τελευταίου νὰ ἐπιδείξει τὸ εἶδος τῆς ἀποδοχῆς τῆς διαφορετικότητας ποὺ ὁδηγεῖ τὶς ἀμερικανικὲς πρεσβεῖες, ἂς ποῦμε, νὰ ἀναλαμβάνουν ρόλο χορηγοῦ στὶς ἐκδηλώσεις pride. 

Ἄρα, τὸ queer κύμα στὴ νεοελληνικὴ ποίηση θὰ μποροῦσε νὰ ἐξηγηθεῖ εἴτε ὡς ἀποτέλεσμα τῆς jouissance ποὺ ἐκδηλώνεται ἐν ἐπιγνώσει τῶν κινδύνων ἀποσιώπησης ἢ ἀπόρριψης τοῦ λογοτεχνικοῦ ἔργου, εἴτε ὡς ἐφαρμογὴ τῆς ἀρχῆς τῆς ἡδονῆς, διὰ τῆς ἀξιοποίησης τοῦ δεδομένου, ἂν καὶ ὣς τώρα περίκλειστου στὸ ὑπόγειό του, queer  χαρακτήρα της, ὥστε νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἀκριβῶς ἡ ἀποδοχὴ καὶ ἡ συμπερίληψη ἀπὸ ἕνα λογοτεχνικὸ πεδίο ποὺ ἔχει πλέον ἀνάγκη νὰ ἐπιδείξει εὐαισθησία καὶ ἀναζητεῖ ἄλλοθι. Στὴν πρώτη περίπτωση, θὰ εἴχαμε νὰ κάνουμε πράγματι μὲ ἕνα queering τῆς λογοτεχνικῆς παραγωγῆς. Στὴ δεύτερη, ἔχουμε ἀντιθέτως μιὰ ἀκύρωση τοῦ queer, τὸ ὁποῖο διὰ τῆς κανονικοποίησής του πληρώνει πολὺ ἀκριβὰ τὴν ἱκανοποίηση ἐκ μέρους τῆς νέας, συμπεριληπτικῆς  εὐρωαμερικανικῆς συμβολικῆς τάξης τοῦ στοιχειώδους, ἤδη πεπαλαιωμένου, καὶ γι᾽αὐτὸ ἀκίνδυνου αἰτήματος τῆς ὁρατότητας.

2.2. Queer πραγμάτευση καὶ διαπραγμάτευση στὴν σύγχρονη ἑλληνικὴ ποίηση

Στὴ νεοελληνικὴ ποίηση τῆς τελευταίας εἰκοσαετίας, ἡ queer θεματική, τοὐλάχιστον ὅσο ἀφορᾶ τὴν ποιητικὴ πραγμάτυεση τῆς μὴ ἑτεροκανονικῆς ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας, εἶναι, ὁπωσδήποτε, παρούσα, καὶ σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις τὰ ζητήματα τοῦ φύλου καὶ τῆς ἐπιθυμίας ἀποτελοῦν μάλιστα τὸ βασικὸ θέμα ποιημάτων καὶ ποιητικῶν βιβλίων ποιητῶν καὶ ποιητριῶν ποὺ ἐμφανίστηκαν στὰ γράμματα μετὰ τὸ 2000. Ὁ Ὀταμπάσης, ποὺ ἐρεύνησε συστηματικὰ ἀπὸ μιὰ queer ὀπτικὴ τὴν ἀνδρικὴ ὁμοφυλοφιλία στὴ νεοελληνικὴ ποίηση (Ὀταμπάσης 2022), ἀναφέρεται ἐνδεικτικὰ στὴν ποίηση τοῦ Γιώργου Εὐσταθίου, τοῦ Βασίλη Νούλα, τοῦ Λεύκιου, τοῦ Στέργιου Σκώτου, τοῦ Δημήτρη Τσεκούρα, τοῦ Μάριου Χατζηπροκοπίου καὶ τοῦ ὑπογραφόμενου. Σὲ αὐτοὺς θὰ μποροῦσαν νὰ προστεθοῦν καὶ πολλοὶ ἀκόμη, ποὺ ἐμφανίστηκαν τὰ τελευταῖα δυὸ τρία χρόνια, ὅπως, γιὰ παράδειγμα ὁ Εὐὰ Παπαδάκης καὶ ὁ Σπύρος Χαιρέτης. Ἀντίστοιχα συστηματικὴ καταγραφὴ queer ποιητριῶν δὲν γνωρίζω˙ ὡστόσο, εἰδικὰ τὰ τελευταῖα δέκα χρόνια, ἔχουν ἐμφανισθεῖ ἀρκετὲς γυναικεῖες ποιητικὲς φωνὲς ποὺ προβληματοποιοῦν τὴν ἐρωτικὴ ἐπιθυμία ἀπὸ μιὰ queer ὀπτική, ὄχι ἀναγκαῖα ταυτιζόμενη μὲ τὴν ὁμοφυλοφιλικὴ ἐπιθυμία˙ ἐνδεικτικὰ καὶ μόνο ἀναφέρω τὴν Πατρίτσια Κολαΐτη, τὴν Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, τὴ Βασιλεία Οἰκονόμου, τὴν Γεωργία Διάκου, τὴν Ἠλέκτρα Λαζάρ καὶ τὴν Νόα Τίνσελ (Βάγια Κάλφα).

Ἡ ποίηση ποὺ συνήθως χαρακτηρίζεται queer παρουσιάζει ποικιλότητα τόσο ὡς πρὸς τὴν πραγμάτευση (τὸ «περιεχόμενο») ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὴν διαπραγμάτευση (τὴ «μορφή»): στοιχειωδῶς, ἕνα ἔργο μπορεῖ νὰ παρουσιάζει queer  ἐνδιαφέρον ἐπειδὴ τὸ θέμα του σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ φύλο καὶ τὴ σεξουαλικότητα, ὅπως συμβαίνει, γιὰ παράδειγμα, στὴν γκέι καὶ λεσβιακὴ ἐρωτικὴ ποίηση˙ λιγότερο στοιχειωδῶς, καὶ λιγότερο συχνά, τὸ queer ἐνδιαφέρον ἔγκειται στὴν ὑπονόμευση ἢ στὴν κατάλυση τῆς κανονικότητας ὄχι μόνο σὲ σχέση μὲ τὴν σεξουαλικότητα καὶ τήν, οὕτως ἢ ἄλλως κατακερματισμένη, ταυτότητα, ἀλλὰ καὶ στὸ  ἐπίπεδο τῆς διαπραγμάτευσης, δηλαδὴ τοῦ ποιητικοῦ τρόπου καὶ τῆς χρήσης τοῦ γλωσσικοῦ ὀργάνου. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, ἐπιδιώκεται προφανῶς νὰ ἐπιτελεσθεῖ ποιητικὰ μιὰ ἀνοικείωση, ὥστε ἡ ἀναγνώστρια ἢ ὁ ἀναγνώστης νὰ ἐπανεκτιμήσει καὶ νὰ ἀναθεωρήσει τοὺς κανονιστικοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ἔχει ὁδηγηθεῖ (ἢ τῆς/τοῦ ἔχει ἐπιβληθεῖ) νὰ ἀναπαριστᾶ τὴν πραγματικότητα˙ καὶ ἡ πραγματικότητα αὐτὴ ὁρίζεται κατ᾽ἀρχὰς μὲ ὅρους κατασκευῆς τοῦ φύλου καὶ τοῦ σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ[13], ἀλλὰ φυσικὰ ἀποτελεῖ τὴ βάση γιὰ μιὰ σειρὰ ἄλλες ταξινομήσεις ποὺ ἀκολουθοῦν, συμπεριλαμβανομένων τῶν ταξινομήσεων καὶ ἀντιλήψεων σχετικὰ μὲ τὸ τί εἶναι ἡ ποίηση, πῶς πρέπει νὰ γράφεται, τί γλώσσα μπορεῖ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ, καὶ οὕτω καθεξῆς.

Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη θεωρῶ χρήσιμο νὰ ἀναφερθῶ στὴν περίπτωση ἀφενὸς τοῦ ἔργου τοῦ Κουτσοδόντη, ὡς διεύρυνσης τῆς queer θεματικῆς, καὶ ἀφετέρου τοῦ Χατζηπροκοπίου, ὡς διεύρυνσης τῆς queer ποιητικῆς διαπραγμάτευσης, ὄχι μὲ πρόθεση ἀξιολογικὴ σὲ σχέση μὲ ἄλλα ἔργα queer ἐνδιαφέροντος, ἀλλὰ ἔτσι ὥστε νὰ δώσω παραδείγματα δύο τρόπων τῆς queer ποίησης.

Τὸ Μόνο Κανέναν μὴ μοῦ Φέρεις στὸ Σπίτι (Κουτσοδόντης 2021) τοποθετεῖ μὲ σαφήνεια τὴν queerness τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου σὲ ἕνα κοινωνικὸ συγκείμενο, τὸ ὁποῖο ἁπλώνεται ἀπὸ τὸ ἐπαρχιακὸ πατρικὸ σπίτι τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὅπου πρωτοδραστηριοποιεῖται ἡ κανονιστικὴ ἐξουσία ὡς κυριολεκτικὴ ἔκφραση τοῦ λακανικοῦ nom-du-père ἐκδιώχνοντας καὶ ἀποκληρώνοντας τὸν queer γιό, ὣς τοὺς πολλοὺς ἀστικοὺς χώρους, ὅπου δραστηριοποιοῦνται πλέον μετὰ τὴν ἐνηλικίωση οἱ δομὲς ἐξουσίας σὲ διαρκὴ πόλεμο μὲ τὸ queer ὑποκείμενο ποὺ διερευνᾶ τὴν ταυτότητά του στὶς πολλαπλὲς ἐκφάνσεις της. Ὅπως ἔχει ἐπισημάνει, ὅμως, καὶ ὁ Ἐλ Γκεντὶ (2022β), ὁ Κουτσοδόντης θέτει τὴν queerness τοῦ ὑποκειμένου σὲ ἕνα πλαίσιο ταξικὸ καὶ ἀγωνιστικό, ὁπότε τὸ μὴ ἑτεροκανονικὸ πεδίο διευρύνεται ὥστε νὰ συμπεριλάβει ὄχι μόνο αὐτονόητες queer διεκδικήσεις ἐπιβίωσης ἀλλὰ καὶ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν φυλή, τὴν ἰδεολογία, τὴν οἰκονομικὴ θέση, τὴν ἐργασία, ἢ τὸν ταξικὸ ἀγώνα. Καὶ ἐνῶ οἱ ποιητικοὶ τρόποι καὶ ἡ γλώσσα τοῦ Κουτσοδόντη δὲν φαίνεται νὰ ὑπονομεύουν ἀλλὰ μᾶλλον νὰ ὑποτάσσονται σὲ γνωστὲς καὶ μᾶλλον παραδοσιακὲς ποιητικὲς νόρμες (π.χ. συχνὴ πρόταξη τοῦ ἀντικειμένου τῆς πρότασης, παρατακτικὴ σύνδεση κυριολεκτικῶν καὶ μεταφορικῶν ὅρων), ἡ δόμηση τῆς ταυτότητας τοῦ ὑποκειμένου τῆς γραφῆς μέσα στὸ βιβλίο διευρύνει τὰ ὅρια τῆς queer ποίησης νοούμενης ὡς μὴ ἑτεροκανονικῆς διαχείρισης τοῦ ἐρωτισμοῦ καὶ ἐντάσσει τὸ queer σὲ ἕνα πλαίσιο πολιτικῆς ποίησης καὶ πράξης, κάποιες φορὲς (π.χ. στὰ ποιήματα «Ὁ Σερβιτόρος», «Συνδρομητικὴ» καί, βεβαίως, «Zackie Oh») μὲ τρόπο ἐντυπωσιακό.

Ὁ Χατζηπροκοπίου, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἐπιχειρεῖ (καί, κατὰ τὴ γνώμη μου, πετυχαίνει) κάτι πολὺ πιὸ φιλόδοξο στὸ βιβλίο του Τοπικοὶ Τροπικοί (2019). Καὶ ἐδῶ, βεβαίως, δροῦν queer ὑποκείμενα, καὶ ἐδῶ ἡ σεξουαλικότητα εἶναι παρούσα σὲ διάφορες μὴ κανονικὲς ἐκφάνσεις της, ὅπως εἶναι παρούσα καὶ ἡ ρευστότητα τοῦ φύλου καὶ τῆς ἔμφυλης ταυτότητας. Ἀλλὰ τὸ queering στὸν Χατζηπροκοπίου ἐπεκτείνεται καθέτως καὶ ὁριζοντίως, στὸν ἱστορικὸ καὶ στὸν γεωγραφικὸ ἄξονα, ἀλλὰ καὶ στὸ ἴδιο τὸ μέσο ποὺ τὴν ἐκφράζει. Οἱ Τοπικοὶ Τροπικοὶ δὲν εἶναι ἕνα συνηθισμένο ποιητικὸ βιβλίο: παρουσιάζεται ὡς συλλογὴ τεκμηρίων (ἢ ἴσως θραυσμάτων) ἑνὸς ἀρχείου[14], τὰ ὁποῖα περιλαμβάνουν κείμενα διαφορετικῶν εἰδῶν (ποιήματα, τραγούδια, σχόλια, σημειώσεις, θεωρητικὰ κείμενα),  ποὺ παρουσιάζονται, στὴ συγκεκριμένη ἐπὶ τούτῳ ταξινομία, ὡς ποιητικὰ κείμενα. Ὁ Χατζηπροκοπίου, ἑπομένως, ὑπονομεύει ὄχι μόνο τὴν ἔννοια τῆς ἀνθρώπινης ἔμφυλης ταυτότητας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀντίληψή μας σχετικὰ μὲ τὸ τί εἶναι ποίηση˙ σὲ κάποιο βαθμὸ οἱ ἀναζητήσεις του ἀξιοποιοῦν τὰ διδάγματα τῆς  Carson,  ἀλλὰ στὴν περίπτωσή του εἶναι σαφὴς ἡ πρόθεση τοῦ queering βασικῶν δομικῶν στοιχείων τῆς ταυτότητας, ὅπως γίνεται «κανονικὰ» ἀντιληπτή, μὲ τὴν ὑπονόμευση τῆς «κανονικῆς» πρόσληψης τοῦ φύλου, τῆς καταγωγῆς, τῆς ἐθνικῆς παράδοσης ἀλλὰ καὶ τῆς λογοτεχνίας. Μὲ ἁπλὰ λόγια, τὸ queer στὴν περίπτωση τοῦ Χατζηπροκοπίου ἐπηρεάζει ὄχι μόνο τὸ θέμα του ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ποιητὴς πραγματεύεται τὸ θέμα του.

2.3. Κριτικὲς προσεγγίσεις στὴ σύγχρονη queer ποίηση

Δεδομένου ὅτι, ὅπως ἐξήγησα παραπάνω (1.1.), ἡ ἔννοια «queer κριτικὴ» μπορεῖ νὰ ἀφορᾶ εἴτε τὴν κριτικὴ τῆς queer ποίησης, εἴτε τὴν κριτικὴ ποὺ ἀξιοποιεῖ τὸ ὁπλοστάσιο τῆς queer θεωρίας γιὰ νὰ ἐξετάσει τόσο queer ὄσο καὶ μὴ queer ποιήματα, ἀναφερόμενος στὴ σύγχρονη queer κριτικὴ τῆς ποίησης στὴν Ἑλλάδα, θέλω νὰ συζητήσω ἀφενὸς τὴ στάση τῆς κριτικῆς ἀπέναντι στὴν queer ποίηση, καὶ ἀφετέρου τὴν ἐξοικείωση τῆς κριτικῆς τῆς σύγχρονης ποίησης μὲ τὴν queer θεωρία.

Σχετικὰ μὲ τὴν κριτικὴ τῆς σύγχρονης ἐλληνικῆς queer ποίησης, τὸ πρῶτο ποὺ παρατηρῶ, ἐξετάζοντας τὸ θέμα ποσοτικά, εἶναι ἡ ἔλλειψή της. Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν ποιητριῶν καὶ ποιητῶν ποὺ ἀνέφερα πρὶν δὲν ἔτυχαν τῆς προσοχῆς τῆς κριτικῆς, δηλαδὴ εἴτε δὲν δημοσιεύθηκε καμιὰ κριτικὴ γιὰ αὐτά, εἴτε δημοσιεύθηκαν ἐλάχιστες. Δὲν γνωρίζω ἂν αὐτὸ συμβαίνει γιὰ λόγους ἀξιολογικούς, δηλαδὴ ἂν οἱ κριτικοὶ ἁπλῶς δὲν θεώρησαν τὰ ἔργα αὐτὰ ἄξια λόγου, ἢ ἂν συμβαίνει γιὰ λόγους ἀμηχανίας καὶ ἄγνοιας, ἢ ἂν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ marketing τοῦ λογοτεχνικοῦ πεδίου, ἢ ἂν πρόκειται γιὰ ἕναν συνδυασμὸ τῶν παραπάνω. Πάντως, γεγονὸς εἶναι πὼς ἡ κριτική, τοὐλάχιστον ὣς τὴ δύση τῆς δεύτερης δεκαετίας τοῦ αἰώνα μας, φαίνεται ὅτι ἀγνοεῖ ἢ ἀποσιωπεῖ τὴν ποίηση queer ἐνδιαφέροντος[15], ὅπως παρατηρεῖ καὶ ἡ Κάλφα (2021).

Τὰ πράγματα ἀλλάζουν κατά τι, ὅπως νομίζω δείχνει καὶ ἡ συμπερίληψη τοῦ παρόντος κειμένου στὸ Poetry Crisis,  γύρω στὸ 2020.  Ὅπως ἐπεσήμανα καὶ παραπάνω (2.1.),  φαίνεται πὼς στὴν τρίτη δεκαετία τοῦ αἰώνα μας ἐμφανίζεται ἕνα queer κύμα στὴν σύγχρονη ποίηση, ἀλλὰ συγχρόνως φαίνεται πὼς πλέον ἡ queer κριτικὴ τῆς λογοτεχνίας καὶ ἡ queer θεωρία διεκδικοῦν τὴ θέση τους στὰ νεοελληνικὰ γράμματα, ἡ ὁποία δὲν περιχαρακώνεται στὸν προστατευμένο ἀκαδημαϊκὸ χῶρο, ἀλλὰ ἁπλώνεται καὶ στὸ εὑρύτερο λογοτεχνικὸ πεδίο. Παρατηρῶ ὅτι λογοτεχνικὰ περιοδικὰ ὅπως τὸ Φρέαρ δημοσιεύουν ἀφιερώματα στὴν queer λογοτεχνία (Τεμπρίδου 2023), ἐνῶ τὸ queer συμπεριλαμβάνεται στὴ θεματολογία λογοτεχνικῶν συνεδρίων, φεστιβὰλ καὶ ἐκδηλώσεων[16].

Βοηθοῦντος, ἴσως, καὶ τοῦ περιρρέοντος κλίματος θεσμικῆς  ἀποδοχῆς, ἤ, ἀκριβέστερα, ρὸζ ξεπλύματος (pink washing) τοῦ σύγχρονου νεοαποικιακοῦ καπιταλισμοῦ[17], εἶναι μᾶλλον δύσκολο πλέον νὰ συνεχίσει νὰ ἀγνοεῖ ἡ mainstream λογοτεχνικὴ κριτικὴ τὸ queer. Ἔτσι, ἔργα ὅπως οἱ Τοπικοὶ Τροπικοὶ τοῦ Χατζηπροκοπίου (2019) ἢ τὸ Μόνο Κανέναν μὴ μοῦ φέρεις στὸ Σπίτι τοῦ Κουτσοδόντη (2021) ἔχουν (δικαίως) προσεχθεῖ ἐπαρκῶς ἀπὸ τὴν κριτική, λαμβάνοντας πλῆθος κριτικῶν ἀναφορῶν, ὅπως ἔχουν καταγραφεῖ στὸ biblionet[18]. Ὄχι τυχαῖα, τὶς μισὲς περίπου ἀπὸ τὶς κριτικὲς γιὰ τὰ δύο αὐτὰ βιβλία ὑπογράφουν οἱ ἴδιες/ἴδιοι κριτικοί, ἐρευνήτριες καὶ ἐρευνητές, ποὺ φαίνεται ὅτι ἔχουν ἐξοικείωση μὲ τὴν queer θεωρία καὶ ποὺ ἔχουν ἀσχοληθεῖ, ἐρευνητικὰ ἢ/καὶ κριτικά, καὶ μὲ ἄλλα ἔργα queer ἐνδιαφέροντος. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρω κάποια ἀπὸ τὰ ἄτομα ποὺ ἔχουν ἀσχοληθεῖ πιὸ συστηματικὰ μὲ τὴν queer λογοτεχνία τὰ τελευταῖα χρόνια:

  • τὸν Παναγιώτη Ἐλ Γκεντί, ὁ ὁποῖος ὄχι ἁπλῶς ἐπιδεικνύει μεγάλη ἐξοικείωση μὲ τὴν queer θεωρία, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ τὸ ἐννοιολογικὸ καὶ ἀναλυτικό της ὁπλοστάσιο τόσο στὴν κριτικὴ queer ἔργων (2022α, 2022β), ὅσο καὶ στὴν προσέγγισή του σὲ ἄλλα ποιητικὰ ἔργα, μὴ ἐντασσόμενα ἀπαραιτήτως στὸ queer (2023).
  • τὴ Βάγια Κάλφα, τὴν ὁποία θεωρῶ ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσα, καθὼς τὰ τελευταῖα χρόνια ἀσχολεῖται συστηματικὰ μὲ τὸ queer ἀπὸ τρεῖς θέσεις: ὡς δοκιμιογράφος (π.χ. 2022α), ὡς κριτικὸς (π.χ. 2022β) καὶ ὡς δημιουργός (2023).
  • τὸν Χάρη Ὀταμπάση, ὁ ὁποῖος παρουσίασε τὴν πρώτη διδακτορικὴ διατριβὴ σὲ ἑλληνικὸ πανεπιστήμιο μὲ θέμα τὴν queer λογοτεχνία (2022), καὶ συνεχίζει νὰ ἑστιάζει στὴν queer ποίηση τόσο ἐπιστημονικὰ ὅσο καὶ μέσῳ κριτικῶν κειμένων (π.χ. 2023α).
  • τὴν Βαρβάρα Ρούσσου, ἡ ὁποία, ἐπιπροσθέτως τοῦ ἐπιστημονικοῦ-ἐρευνητικοῦ της ἔργου, κριτικογραφεῖ συστηματικὰ ἀσχολούμενη μὲ τὴ σύγχρονη ἑλληνικὴ ποίηση μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν queer ποίηση (π.χ. 2019, 2022α, 2023), ἐνῶ ἀξιοποιεῖ τὸ ὁπλοστάσιο τῆς queer θεωρίας καὶ στὶς θεωρητικές της ἀναζητήσεις σὲ ἕνα πιὸ διαθεματικὸ πλαίσιο, συμβατὸ μὲ τὶς σύγχρονες τάσεις στὴν queer καὶ τὴ φεμινιστικὴ θεωρία.

3. Συμπεράσματα καὶ κατευθύνσεις

Ἡ ἄνθιση – ἤ, ἐνδεχομένως, ἡ ὁρατότητα – τῆς queer ποίησης στὴν Ἑλλάδα τὰ τελευταῖα χρόνια, ἀνεξαρτήτως τῶν αἰτιῶν καὶ τῶν ἀφορμῶν τοῦ φαινομένου, εἶναι, ὁπωσδήποτε θετικὴ ἐξέλιξη, ἂν μή τι ἄλλο, ἐπειδὴ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀνοίξει νέους ποιητικοὺς δρόμους. Ἐντούτοις, ἄν, ὅπως ἡ Κολύρη (2017: 95), παρομοιάσουμε τὸ queer ἔργο μὲ «πάρτι μεταμφιεσμένων ὅπου ὅμως ἡ ἀπέκδυση, ἡ ἀποσυναρμολόγηση, τὸ γδύσιμο καὶ τὸ ντύσιμο γίνονται στὴν ἴδια τὴ γιορτή», καθίσταται σαφὲς πὼς τὸ ζητούμενο γιὰ τὴν queer ποίηση εἶναι νὰ κινηθεῖ πέρα ἀπὸ τὴ θεματογράφηση τοῦ μὴ ἑτεροκανονικοῦ βιόμματος καὶ νὰ ὑπονομεύσει ἢ νὰ ἀνατρέψει τὶς κανονικότητες τῆς ἴδιας τῆς ποίησης ὅπως τὴν ἀντιλαμβανόμασταν μέχρι τώρα.

Ὅσον ἀφορᾶ τὴν queer κριτικὴ τῆς ποίησης, χρειαζόμαστε ἐπίσης μιὰ προσέγγιση ποὺ δὲν περιορίζεται στὴν ἐπισήμανση τῶν queer βιομμάτων σὲ θεματολογικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ ἐξετάζει ἀφενὸς τὶς σχέσεις ποὺ ἀναπτύσσονται μεταξὺ διαφορετικῶν ἐκφάνσεων τῆς μὴ κανονικῆς ἐμπειρίας σὲ ἕνα πλαίσιο ποὺ στὸν φεμινισμὸ ὀνομάζεται διαθεματικό (intersectional)[19], καὶ ἀφετέρου τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ἡ σύγχρονη ποίηση μπορεῖ νὰ ὑπονομεύσει ἢ νὰ ἀνατρέψει τὶς λογοτεχνικὲς νόρμες κατὰ τὴν ἄρθρωση καὶ τὴ διάρθρωσή της καὶ ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὸ ἀντικείμενο ἢ τὸ ὑποκείμενό της.

Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, μοῦ φαίνονται ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσες οἱ προτάσεις τῆς Ρούσσου (π.χ. 2022β) γιὰ τὴν ἀνίχνευση νέων θεματικῶν καὶ νέων τρόπων τῆς ποίησης, ὄχι μὲ τὴ λογικὴ τῆς ἔνταξης σὲ ἕνα γενικὸ σχῆμα ἢ κανόνα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀξιοποίηση τῆς «ριζωματικότητας» ποὺ ἀναγκαστικὰ παρουσιάζει τὸ ποιητικὸ φαινόμενο.  Ἡ χρήση τῆς ντελεζικῆς μεταφορᾶς τοῦ ριζώματος σὲ σχέση τόσο μὲ τὴν ποίηση ὅσο καὶ μὲ τὴν κριτική της μοῦ φαίνεται πολλὰ ὑποσχόμενη, καθὼς ἐπιτρέπει τὴν ἐξέταση τοῦ κάθε ποιητικοῦ τεκμηρίου μὲ τοὺς δικούς του ὅρους, δηλαδὴ τὴν ἐξέταση τῆς κάθε ἐπὶ τούτῳ ταξινομίας συστηματικά, καὶ τὴν ἀνίχνευση τῶν σχέσεων κάθε τεκμηρίου μὲ ἄλλα τεκμήρια, ποιητικὰ καὶ μή, μὲ τρόπο ὄχι κανονιστικό, ἀλλὰ ἀποκαλυπτικό˙ στὸ ποίημα, ὅπως καὶ στὸ ρίζωμα κατὰ τοὺς Deleuze καὶ Guattari (1980: 13), καθετὶ μπορεῖ νὰ συνδεθεῖ μὲ ὁτιδήποτε ἄλλο – καὶ πρέπει! Ἑπομένως, ἡ ἱεραρχικὴ ἢ γενικευτικὴ ταξινόμηση τῶν ποιητικῶν ἔργων σὲ σχολές, τάσεις ἢ γενιές, ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως εἶναι ἀντιφατικὴ ὡς πρακτικὴ πρὸς τὴν ἔννοια τοῦ queer, θὰ ἦταν ὠφέλιμο νὰ ἀντικατασταθεῖ στὴν λογοτεχνικὴ κριτικὴ ἀπὸ μιὰ διερεύνηση τῶν σημείων διεπαφῆς καὶ ἀλληλεπικάλυψης τῶν nonce taxonomies ποὺ παραδίδονται μέσῳ τῶν ἔργων, ὥστε νὰ ἀναπτυχθεῖ μιὰ post hoc χαρτογράφηση τῶν ριζωμάτων ποὺ δημιουργοῦνται ὄχι μόνο στὸ ἐπίπεδο τῆς πραγμάτευσης, μὲ τὴ διερεύνηση διαθεματικῶν ἀξόνων (γιὰ παράδειγμα, σὲ σχέση μὲ βίαιες ἱεραρχίες ποὺ στηρίζονται ὄχι μόνο στὸ φύλο, ἀλλὰ καὶ στὴ φυλή, τὴν ἐθνότητα, τὴν ἱκανότητα, τὴν κοινωνικὴ τάξη), ἀλλὰ καὶ στὸ ἐπίπεδο τῆς διαπραγμάτευσης, μὲ τὴ διερεύνηση ἐνδοκειμενικῶν καὶ διακειμενικῶν σχέσεων καὶ ἀνατροπῶν ποὺ ὁδηγοῦν στὸ queering τῆς ποίησης καὶ τῆς λογοτεχνικότητας ἐν γένει.

Ὅπως τὸ θέτει ἡ Κολύρη (2017: 96): «πρέπει ὁ ἀναγνώστης [καὶ προσθέτω: ὁ/ἡ κριτικὸς] νὰ «ἀνοίξει», νὰ ἀπελευθερωθεῖ, νὰ ἀποτινάξει ὅλες τὶς κανονιστικές του προσδοκίες». Καὶ ἂν ἡ κριτικὴ δὲν ἀντέξει τὴν (queer) ποίηση ποὺ τῆς παραδίδεται, τόσο τὸ χειρότερο γιὰ τὴν κριτική, τόσο τὸ καλύτερο γιὰ τὴν ποίηση!

Βιβλιογραφία

Ἀμανατίδης, Βασίλης (2014), m-otherpoem Μόνο Λόγος, Ἀθήνα: Νεφέλη

Ἀμανατίδης, Βασίλης (2017), Ἐσύ: τὰ στοιχεῖα, Ἀθήνα: Νεφέλη

Andermatt Conley, Verena (2009), Thirty-six Thousand Forms of Love: The Queering of Deleuze and Guattari. Στὸ Nigianni, Chrysanthi καὶ Storr, Merl (ἐπιμ.), Deleuze and Queer Theory. Ἐδιμβοῦργο: Ediburgh University Press.

Ἀντωνόπουλος, Θοδωρῆς (2023), Υπάρχει λόγος να μιλάμε για σύγχρονη ελληνική queer ποίηση;, στὸ Lifo, 1 Ἰουνίου 2023. Προσβάσιμο διαδικτυακὰ ἐδῶ: https://www.lifo.gr/culture/vivlio/yparhei-pia-logos-na-milame-gia-syghroni-elliniki-queer-poiisi  

Barthes, Roland (1967), The Death of the Author, στὸ  Aspen: 5–6

Butler, Judith (1999), Gender Trouble. Feminism and the Subversion of Identity, Νέα ῾Υόρκη καὶ Λονδίνο: Routledge

Γλυνιαδάκη, Κρυστάλλη (2023), Ημέρες Καλοσύνης, Ἀθήνα: Πόλις

Chatziprokopiou, Marios (2018), Queering the Archive of Greek Lament, στὸ Journal of Greek Media & Culture, Volume 4 Number 2.

Crenshaw, Kimberle (1989), Demarginalizing the Intersection of Race and Sex: A Black Feminist Critique of Antidiscrimination Doctrine, Feminist Theory and Antiracist Politics,  University of Chicago Legal Forum Vol. 1989: Iss. 1, Article 8. Προσβάσιμο διαδικτυακὰ ἐδῶ: http://chicagounbound.uchicago.edu/uclf/vol1989/iss1/8   

Dean, Tim (2003), Lacan and Queer Theory, στὸ Rabaté, Jean-Michel (ἐπιμ.), The Cambridge Companion to Lacan, Cambridge: Cambridge University Press.

Deleuze, Gilles καὶ Guattari Félix (1980), Capitalisme et Schizophrénie. Mille Plateaux, Παρίσι: Les Éditions de Minuit.

Derrida, Jacques (1972), Positions, Παρίσι:Les Éditions de Minuit.

Edwards, Jason (2009), Eve Kosofsky Sedgwick, Λονδίνο: Routledge.

Ἐλ Γκεντί, Παναγιώτης (2022α), Το queer ως μη συντελεσμένο, Χάρτης 39, προσβάσιμο διαδικτυακά ἐδῶ: https://www.hartismag.gr/hartis-39/biblia/to-koiir-os-mi-sintelesmeno-17-simeioseis

Ἐλ Γκεντί, Παναγιώτης (2022β), Κουήρ (ταξική) αγωνιστικότητα, The Books’ Journal, τχ. 127.

Ἐλ Γκεντί, Παναγιώτης (2023), Ηδονή και οδύνες της εξέγερσης, Χάρτης, τχ. 52, προσβάσιμο διαδικτυακὰ ἐδῶ: https://www.hartismag.gr/hartis-52/dokimio/idoni-kai-odynes-tis-ekseghersis-skholio-ghia-ti-syghkhroni-politiki-poiisi#

Eng, David L., Halberstam, Judith καὶ Muñoz, José Esteban. (2005), Introduction: What’s Queer about Queer Studies Now? στὸ Halberstam, J, Muñoz, J.E. καὶ Eng, D. L. (ἐπιμ.) What’s Queer about Queer Studies Now?, Social Text Εἰδικὸ τεῦχος 23: 3-4.

Foucault, Michel (1976), Histoire de la sexualité 1. La volonté de savoir, Παρίσι: Éditions Gallimard

Gallop, Jane (2011), The Deaths of the Author. Reading and Writing in Time, Ντάραμ: Duke University Press

Κάλφα, Βάγια / Τίνσελ, Νόα (2023), Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα, Λάρισα: Θράκα

Κάλφα, Βάγια, (2021), Για την κριτική σήμερα: η αποδόμηση του καθολικού στην αποτίμηση της λογοτεχνικότητας, Φρέαρ 2, προσβάσιμο διαδικτυακὰ ἐδῶ: https://mag.frear.gr/tag/teychos2/

Κάλφα, Βάγια, (2022α), Μα γιατί δεν γράφετε οικουμενικά; Σκέψεις πάνω σε μια μόνιμη επωδό, Poeticanet, προσβάσιμο διαδικτυακὰ ἐδῶ: https://www.poeticanet.gr/giati-grafete-oikoymenika-skepseis-panw-a-2339.html?category_id=840

Κάλφα, Βάγια, (2022β) Σκέψεις για την Αποκατάσταση του Βασίλη Αμανατίδη, στὸ Poeticanet, προσβάσιμο διαδικτυακὰ ἐδῶ: https://www.poeticanet.gr/skepseis-apokatastasi-basili-amanatidi-a-2387.html?category_id=840

Κολύρη, Χλόη (2017), Το Φύλο σαν Δόλωμα. Ψυχανάλυση, Πολιτική και Τέχνη, Ἀθήνα: Πατάκης

Kosofsky Sedgwick, Eve (1980), The Coherence of Gothic Conventions. Νέα Ὑόρκη καὶ Λονδίνο: Methuen

Kosofsky Sedgwick, Eve (1985), Between Men. English Literature and Male Homosocial Desire. Νέα Ὑόρκη: Columbia University Press

Kosofsky Sedgwick, Eve (1990), Epistemology of the Closet, Μπέρκλεϋ: University of California Press

Kosofsky Sedgwick, Eve (1994), Tendencies, Λονδίνο: Routledge

Kosofsky Sedgwick, Eve (2003) Touching Feeling. Affect, Pedagody, Peformativity, Ντάραμ: Duke University Press

Κουτσοδόντης, Νικόλας (2021), Μόνο Κανέναν Μη Μου Φέρεις Σπίτι, Λάρισα: Θράκα

Κουτσοδόντης, Nικόλας. Ρούσσου, Βαρβάρα., Ὀταμπάσης, Χάρης., Κάλφα, Βάγια, καὶ Οἰκονόμου, Βασιλεία. (ἐπιμ.) (2023), Ανθολογία Ελληνικής Queer Ποίησης, Λάρισα καὶ Ἀθήνα: Θράκα καὶ Ἵδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ – Παράρτημα Ἑλλάδας

Lacan, Jacques καὶ Miller, Jacques-Alain (1973), Le Séminaire, tome 11: Les Quatre Concepts fondamentaux de la psychanalyse, Παρίσι: Éditions du Seuil

Lipton, Shawna (2016), Queer Literary Criticism and the Biographical Fallacy, Διδακτορικὴ διατριβή. Πανεπιστήμιο τοῦ Wisconsin-Milwaukee.

Marshall, Daniel καὶ Tortorici, Zeb (ἐπιμ.), (2022), Turning Archival: The Life of the Historical in Queer Studies, Ντάραμ: Duke University Πress

Miller, Jacques-Alain (ἐπιμ.), (2017), Jacques Lacan : Conférence de Louvain, La Cause du Désir, 2017/2 (N° 96)

Ὀταμπάσης, Χαράλαμπος (2021), Μακριά και από τα δύο φύλα, The Books’ Journal, τχ. 121, Ιούλιος – Αύγουστος 2021, σ. 66-67

Ὀταμπάσης, Χαράλαμπος (2022), Νεοελληνική Ποίηση και Ανδρική Ομοφυλοφιλία (1830-2020). Queer Θεωρία και Κριτική στη Νεοελληνική Φιλολογία, διδακτορική διατριβή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμῆμα ῾Ελληνικής Φιλολογίας, Κομοτηνή.

Ὀταμπάσης, Χαράλαμπος (2023α), Queer γεωγραφίες στην ποίηση του Νικόλα Κουτσοδόντη, Marginalia – Σημειώσεις στο περιθώριο, τχ. 14, 2023, προσβάσιμο διαδικτυακὰ ἐδῶ: https://marginalia.gr/arthro/queer-geografies-stin-poiisi-toy-nikola-koytsodonti/

Ὀταμπάσης, Χαράλαμπος (2023β), Τι είναι queer για την ελληνική queer ποίηση σήμερα, Ὁ Ἀναγνώστης Μάρτιος 2023, προσβάσιμο διαδικτυακὰ ἐδῶ: https://www.oanagnostis.gr/ti-einai-queer-gia-tin-elliniki-queer-poiisi-simera-charis-otampasis/

Παπαδάκης, Ευά (2021), Μερακλίνα κουκιμπιμπέρισσα ομπλαντί, Ἀθήνα: Στιγμός.

Petricola, Mattia (2018), The Chinese encyclopedia and the living dead, Whatever: 1.

Ρούσσου, Βαρβάρα (2019), Κι οι Λυγερές σπέρνουν δροσιά. Κι όλους τους συγχωρνάνε…, Ὁ Ἀναγνώστης, προσβάσιμο διαδικτυακὰ ἐδῶ: https://www.oanagnostis.gr/quot-ki-oi-lygeres-spernoyn-drosia-ki-oloys-toys-sygchornane-quot-tis-varvaras-royssoy/

Ρούσσου, Βαρβάρα (2022α), Ποιητική απόσχιση από την κανονικότητα, Ἐντευκτήριο 123.

Ρούσσου, Βαρβάρα (2022β), Για ποιο πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για σύγχρονη ποίηση και την κριτική (της);, Ὁ Ἀναγνώστης, 20 Νοεμβρίου 2022, προσβάσιμο διαδικτυακὰ ἐδῶ: https://www.oanagnostis.gr/gia-poio-pragma-milame-otan-milame-gia-sygchroni-poiisi-kai-tin-kritiki-tis-tis-varvaras-royssoy/

Ρούσσου, Βαρβάρα (2023), Ο υπογειωμένος λυρισμός της αφήγησης, Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν 23 Ἀπριλίου 2023, προσβάσιμο διαδικτυακὰ ἐδῶ: https://www.efsyn.gr/nisides/anoihto-biblio/386888_o-ypogeiomenos-lyrismos-tis-afigisis

Spargo, Tamsin (1999), Foucault and Queer Theory,  Cambridge: Icon Books Ltd.

Spargo, Tamsin (2016), Queer Literary Criticism, στο Naples, Nancy A. (ἐπιμ,), The Wiley Blackwell Encyclopedia of Gender and Sexuality Studies, John Wiley & Sons Ltd.

Τεμπρίδου, Γιώτα (ἐπιμ.) (2023),  Queer Λογοτεχνία – Αφιέρωμα, Φρέαρ 8, προσβάσιμο ἐδῶ: https://mag.frear.gr/teychos-8/.

Φάις, Μισέλ (ἐπιμ) (2018). Χαρτογραφώντας την ποίηση του 21ου αιώνα. Οψεις, διαθέσεις, ροπές – Πρωτοεμφανιζόμενοι ποιητές (2011-2018). Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν, 25.11.2018, προσβάσιμο διαδικτυακὰ ἐδῶ: https://www.efsyn.gr/nisides/anoihto-biblio/173307_hartografontas-tin-poiisi-toy-21oy-aiona-opseis-diatheseis-ropes

Χαιρέτης, Σπύρος (2023), Ο Γοργόνος και Άλλα Πλάσματα, Λάρισα: Θράκα

Χατζηπροκοπίου, Μάριος (2019), Τοπικοί Τροπικοί, Ἀθήνα: Ἀντίποδες.

Χειμωνᾶς, Γιῶργος (1984), Ἕξι Μαθήματα γιὰ τὸ Λόγο, Ἀθήνα: Ὕψιλον

Wittgenstein, Ludwig (1999), Philosophische Untersuchungen, Φρανκφούρτη: Suhrkamp Verlag.


[1] Γιὰ τὴ λέξη βίωμα δανείζομαι καὶ οἰκειοποιοῦμαι συστηματικὰ τὴν εὑρηματικὴ ἀνορθογραφία τοῦ Γιώργου Χειμωνᾶ (Χειμωνᾶς 1984)

[2] Ἡ Kosofsky Sedgwick (1985, 1994, 2003) ἔχει ἀσχοληθεῖ μεταξὺ ἄλλων μὲ τὴν ποίηση τοῦ Tennyson, τὰ μυθιστορήματα τοῦ Dickens, τῆς Jane Austen καὶ τοῦ Henry James, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν Nietzsche. Συχνὰ ἐπιχειρεῖ μιὰ queer ἀνάγνωση κλασικῶν κειμένων τῆς ἀγγλόφωνης λογοτεχνίας.

[3] Αὐτὴ ἡ πρακτικὴ συνδέεται μὲ τὴν κριτικὴ λεσβιακῆς καὶ γκέι κατεύθυνσης κυρίως στὶς δεκαετίες τοῦ 1970 καὶ τοῦ 1980, ἡ ὁποία διακρίνεται ἀπὸ τὴν queer κριτικὴ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ queer κριτικὴ δὲν στοχεύει προγραμματικὰ στὴν ἀνάδειξη λεσβιῶν καὶ γκέι συγγραφέων, δὲν περιορίζει τὸ φάσμα της στὸν σεξουαλικὸ προσανατολισμό, οὔτε ἐφαρμόζεται ἀποκλειστικὰ σὲ ἔργα ΛΟΑΤΚΙA+ θεματολογίας (Kosofsky Sedgwick 1994, Spargo 2016).

[4] Ὅπως τὸ ἔθεσαν ἤδη ἀπὸ τὸ 2005 οἱ Eng et al, παίζοντας μὲ τὴν ἀμφισημία τῆς λέξης subject στὰ ἀγγλικά (ὑποκείμενο/θέμα), ἡ queer κριτικὴ εἶναι μιὰ subjectless critique, δηλαδὴ μιὰ κριτικὴ ἀναζήτηση χωρὶς προδιαγεγραμμένο ὑποκείμενο καὶ χωρὶς προδιαγεγραμμένο θέμα. Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ ἔχει σημασία καὶ σὲ σχέση μὲ τὶς ἐπὶ τούτῳ ταξινομήσεις (nonce taxonomies) στὶς ὁποῖες ἀναφέρομαι παρακάτω.

[5] Ἀπολύτως σχετικὴ μὲ αὐτὸ εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ ριζώματος (rhizome) τῶν Deleuze καὶ Guattari (1980), τὴν ὁποία ἀξιοποιεῖ στὴν queer κριτικὴ τῆς ποίησης ἡ Ρούσσου (βλ. 3 παρακάτω), ἀλλὰ καὶ τῶν nonce taxonomies τῆς Kosofsky Sedgwick (1990), τὶς ὁποῖες συζητῶ ἀμέσως παρακάτω.

[6] Πιθανότατα ἡ ἀδυναμία μου γιὰ τὶς nonce taxonomies ὀφείλεται στὴν σύμπτωση ὅτι ἐπέλεξα τὸ ὄνομα καὶ τὴν ταυτότητα Le Nonce γιὰ τὸν συγγραφέα ποὺ ἐπιτελῶ, λίγα χρόνια πρὶν ἀνακαλύψω τὴν queer θεωρία. Ἐξίσου πιθανὸ βέβαια εἶναι νὰ μὴν πρόκειται γιὰ σύμπτωση, ἀλλὰ πράγματι τὸ ὂν αὐτὸ νὰ κινεῖται συγγραφικὰ σὲ ἕνα χῶρο ποὺ μόνο μέσω nonce discriminations νὰ μπορεῖ νὰ κατηγοριοποιηθεῖ.

[7] Γιὰ πρώτη φορὰ ἡ Kosofsky Sedgwick μίλησε γιὰ “nonce discriminations, the differentiations that happen not to be coded” τὸ 1980 (Kosofsky Sedgwick 1980:160). Συζητᾶ λίγο περισσότερο τὴν ἔννοια στὸ Kosofsky Sedgwick 1990, ἀλλά, δυστυχῶς, δὲν φαίνεται νὰ ἐπανέρχεται σὲ αὐτὴν ἔκτοτε.

[8] Σὲ αὐτὴν τὴν κατεύθυνση φαίνεται νὰ κινεῖται ἡ ἔρευνα τοῦ Mattia Petricola, γιὰ παράδειγμα στὸ Petricola 2018

[9] Ἐξετάζοντας τὰ κείμενα μέσῳ τῶν ὁποίων ἀσκεῖται ἡ queer κριτική, συναντῶ ἐνίοτε ἀξιολογικὲς κρίσεις «λογοτεχνικότητας», ποὺ ἀποφαίνονται δηλαδὴ περὶ τῆς λογοτεχνικῆς ἀξίας τοῦ κειμένου ἢ τοῦ συγγραφέα, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὅταν ἡ Kosofsky Sedgwick ἀναφέρεται στὸ «gorgeous lyric gift» τοῦ Tennyson (1985: 119).  Ὡστόσο, οἱ ἀξιολογικὲς αὐτὲς κρίσεις ἐμφανίζονται ἐκτὸς κειμένου˙ ἡ αἰτιολόγησή τους δὲν ἀποτελεῖ μέρος τῆς ἀνάλυσης μὲ ὅρους τῆς queer κριτικῆς.

[10] Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὁ Γιῶργος Χειμωνᾶς εἶναι τοὐλάχιστον τόσο queer ὅσο ὁ John Ashbery, ἐνῶ πολλὰ λογοτεχνικὰ κείμενα μὲ γκέι ἢ λεσβιακὴ θεματολογία δὲν εἶναι.

[11] Ἐνδεικτικά, ὁ Ὀταμπάσης (2022)  ἀναφέρει, στὴ διδακτορική του διατριβή, 34 ποιητὲς queer ἐνδιαφέροντος, ποὺ δραστηριοποιήθηκαν ἢ δραστηριοποιοῦνται τὰ τελευταῖα διακόσια χρόνια.

[12] Ἀκολουθῶ τὴν μετάφραση τῆς Κολύρη (2017) γιὰ τὸν ὅρο closet, παρὰ τὶς ἐνδιαφέρουσες συμπαραδηλώσεις τοῦ closet, ποὺ ὄμως χάνονται ἔτσι ἢ ἀλλιῶς στὰ ἑλληινικά.

[13] Ἡ Κολύρη (2017:97) τὸ θέτει, ὡς συνήθως, ὑπέροχα καὶ συνοπτικά: «Ὅλοι ἔχουμε ὡς προηγούμενο τοῦ cogito, ὡς προηγούμενο τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὸ ἔνσαρκο ἱστορικὸ σῶμα μας».

[14] Τὸ θέμα τῆς queer ἐπαναδιαπραγμάτευσης τοῦ ἀρχείου, στὸ ὁποῖο ἐπικεντρώνεται τὰ τελευταῖα χρόνια ἕνα μέρος τῆς queer κριτικῆς (βλ. Marshall καὶ Tortorici 2022), προφανῶς ἐνδιαφέρει τὸν ποιητὴ ὄχι μόνο δημιουργικά, ἀλλὰ καὶ ἐπιστημονικά, ὅπως μποροῦμε νὰ δοῦμε καὶ στὸ Chatziprokopiou 2018.

[15] Χαρακτηριστικὰ ἂς ἀναφερθεῖ ὅτι στὸ ἀφιέρωμα τῆς Ἐφημερίδας τῶν Συντακτῶν σὲ ποιήτριες καὶ ποιητὲς ποὺ πρωτοεμφανίστηκαν στὰ γράμματα κατὰ τὴν περίοδο 2011-2018 (Φάις 2018), ἀνάμεσα στὶς 32 συνολικὰ ποιήτριες καὶ ποιητὲς ποὺ «χαρτογραφοῦνται», δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας/μίας τοῦ ὁποίου ἡ ποίηση (ὣς τὴ στιγμὴ τῆς δημοσίευσης τοῦ ἀφιερώματος, τοὐλάχιστον) θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ queer.

[16] Στὸ books’n’beer fest τοῦ Ἰουνίου 2023, γιὰ παράδειγμα, συμπεριλήφθηκε queer ἄξονας, ἐνῶ καὶ στὸ πιὸ mainstream συνέδριο τοῦ Ἀναγνώστη τὸν Μάρτιο τοῦ 2023 συμπεριλήφθηκε ἐπίσης ἡ queer ὀπτική, μὲ παρέμβαση ἀπὸ τὸν Ὀταμπάση μὲ θέμα τί εἶναι queer γιὰ τὴν ἑλληνικὴ queer ποίηση σήμερα (Ὀταμπάσης 2023).

[17] Ἂν δὲν ἦταν τραγικά, θὰ ἦταν ἀστεῖα γεγονότα ὅπως ἡ στήριξη τοῦ pride στὰ πλαίσια τῶν προγραμμάτων ἑταιρικῆς κοινωνικῆς εὐθύνης πολυεθνικῶν ἑταιρειῶν, ἡ προώθηση τοῦ Ἰσραὴλ ὡς queer friendly κρατικῆς ὀντότητας ἀκόμη καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς γενοκτονίας στὴν Παλαιστίνη, ἢ ἡ ἁπλόχερη στήριξη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς στὴν ὁμοκανονικότητα (γάμος ὁμοφύλων, παιδοθεσία) ὡς ἀθώα καὶ ἀκίνδυνη ἐναλλακτικὴ στὴν ἑτεροκανονικότητα.

[18] Ἂν καὶ τὸ biblionet δὲν καταγράφει ὅλες τὶς κριτικὲς καὶ παρουσιάσεις ποὺ δημοσιεύονται, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ ἄδηλα κριτήρια ἐπιλογῆς, ὡστόσο νομίζω ὅτι δίνει μιὰ σχετικὰ ἀξιόπιστη γενικὴ εἰκόνα: μετρῶ 8 ἐγγραφὲς γιὰ τὸ βιβλίο τοῦ Χατζηπροκοπίου (https://biblionet.gr/titleinfo/?titleid=235056&return_url) καὶ 14 ἐγγραφὲς γιὰ τὸ βιβλίο τοῦ Κουτσοδόντη (https://biblionet.gr/titleinfo/?titleid=257246&return_url)

[19] Τὸν ὅρο εἰσήγαγε, βεβαίως, ἡ Crenshaw τὸ 1989, ἀλλὰ ἔχει ἀποκτήσει ἰδιαίτερη δημοφιλία στὶς μέρες μας μέσῳ τοῦ τεταρτοκυματικοῦ φεμινισμοῦ.

[Τὸ παραπάνω κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στὸν ἱστότοπο Poetry Crisis, τὴν 1η Δεκεμβρίου 2023. Μπορεῖτε νὰ τὸ κατεβάσετε σὲ μορφὴ pdf ἀπὸ ἐδῶ]