

Βαρέθηκαν τὴ ζωὴ στὴν ἐξοχὴ ὁ βασιλιὰς κι ἡ βασίλισσα
ἐπιστρέφουν λοιπὸν στὴν πόλη κι ὅλες οἱ μικρὲς πριγκηποποῦλες
τσιρίζουν στὸ πίσω κάθισμα καὶ τραγουδᾶνε τὸ τραγούδι τῆς ὕπαρξης:
ἐγὼ εἶμαι, ἐσὺ εἶσαι, αὐτός, αὐτή, αὺτὸ εἶναι –
Ἄ, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κλίνουμε ρήματα
μέσα στὸ αὐτοκίνητο, ὄχι.
Ἄλλωστε ποιός μπορεῖ νὰ πεῖ γιὰ τὸ μέλλον; Κανεὶς δὲν ξέρει τίποτε γιὰ τὸ μέλλον,
οὔτε κἂν οἱ πλανῆτες.
Κι ὅμως, στὸ μέλλον εἶναι ἀναγκασμένες νὰ ζήσουν οἱ πριγκηποποῦλες.
Πόσο θλιβερὴ ἔχει γίνει αὐτὴ ἡ μέρα.
Ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο, ἀπομακρύνονται οἱ ἀγελάδες καὶ οἱ ἀγροί
ὅλα φαίνονται ἤρεμα, ἀλλὰ ἡ ἠρεμία δὲν εἶναι ἀλήθεια.
Μόνο ἡ ἀπελπισία εἶναι ἀλήθεια. Τὸ ξέρουν αὐτὸ
ἡ μαμὰ κι ὁ μπαμπάς. Ἔχει χαθεῖ κάθε ἐλπίδα.
Πρέπει νὰ πᾶμε πίσω ἐκεῖ ὅπου χάθηκε
ἂν θέλουμε νὰ τὴν ξαναβροῦμε.

