
Τὰ πρωινά, θυμᾶμαι, γιὰ νὰ κρατηθῶ στὴ ζωὴ
ἐπεξεργαζόμουν τὶς καρδοῦλες ποὺ ἦσαν χαραγμένες στὰ παράθυρα
τοῦ λεωφορείου, ἢ τὰ ἀρχικὰ ποὺ κάποιοι χάραζαν
στὰ πλαστικὰ διαχωριστικὰ τῶν ταξὶ καθὼς
ὁ ταξιτζὴς μιλοῦσε γιὰ τὸ ψωμὶ ποὺ ζύμωνε
ὁ πατέρας του κι ἦταν τόσο σκληρὸ ποὺ σοῦ ἔσπαγε τὰ δόντια
ἢ διηγόταν μιὰ ἱστορία χιλιοειπωμένη γιὰ τὰ ὑδραυλικὰ
στὸ Νέο Δελχί, ὅπου κάθε ὄροφος πολυκατοικίας στεγάζει ὁλόκληρο χωριό,
πέρασε ὅλη του τὴν παιδικὴ ἡλικία σὲ ἕνα τέτοιο κτήριο, τίποτα
δὲν τοῦ ἄρεσε, ἀλλὰ τώρα τοῦ ἔλειπε, ἀκόμη
καὶ ἡ φασαρία καὶ ἡ δυσωδία τοῦ ἔλειπε, καὶ ἡ λεωφόρος
ξαφνικὰ ἄδειαζε μπροστά μας, ὁ οὐρανὸς
ἀδιαπέραστα καθαρὸς σὰν τὸν πάτο ἑνὸς μπουκαλιοῦ, ἡ κάθε καρδιὰ
καὶ τὸ κάθε ὄνομα ἕνα μικρὸ ποίημα ἐλπίδας
ἐπειδὴ ὑπῆρχε ἕνα ἐσὺ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔφευγα ἢ ἕνα ἄλλο
στὸ ὁποῖο πήγαινα, πολλοὶ πάγκοι μὲ λουλούδια
καὶ φροῦτα μᾶς προσπερνοῦσαν, πολλὲς μορφὲς προσηλωμένες
στὸν προορισμό τους, ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ πόλη μιὰ καρδιά,
κι ἔτσι ὅταν ἔτρεμαν τὰ πεζοδρόμια ἀπὸ τὰ τραῖνα
ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ κάτω, τὰ ἀγαποῦσα κι αὐτά,
ὅπως τὴ σειρήνα ἑνὸς πλοίου ποὺ καταπλέει τὰ χαράματα ἢ τὸ πρόσωπο
ποὺ καθρεφτίζεται στὴν ἀνοξείδωτη καφετιέρα,
τὰ κυκλικὰ ξύσματα τοῦ μολυβιοῦ ποὺ γεμίζουν
σὰν ἐρωτήματα τὸ πάτωμα, τὸν ἥλιο ποὺ φωτίζει
ἕνα κομμάτι πατώματος, ἄλλη μιὰ σελίδα ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ μοῦ μάθει
τὸν ἑαυτό μου, καθὼς τώρα ποὺ ὁ Σωκράτης περιγράφει
πῶς ξεπροβάλλουν ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἐρωμένου φτερὰ
σὰν φλόγες στὸν ὁρίζοντα, δὲν σκέφτομαι πιὰ τόσο πολὺ
τὸ φῶς, ἀλλὰ τὸ δέρμα τῆς πλάτης ποὺ σκίζεται
γιὰ νὰ βγεῖ τοῦ φτεροῦ ἡ ἄκρη,
τὸν ξαφνικὸ πόνο στὴν ἀρχὴ καὶ τὸ σταδιακὸ
ξάνοιγμα, καὶ πῶς ξεραίνεται τὸ αἷμα πάνω στὰ φτερὰ ὥσπου
ν᾽ἀρχίσεις νὰ νοιώθεις τὴ χρησιμότητά τους.
