

Οἱ ἄνθρωποι φαντάζονται ὅτι οἱ μεταμορφώσεις εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ θεαματικές, σὰν τοῦ Gregor Samsa, ἂς ποῦμε, ἢ τοῦ Σωτῆρος, εἰς ὄρος ὑψηλόν. Δὲν τοὺς περνάει ἀπὸ τὸν νοῦ ὅτι οἱ πραγματικὲς μεταμορφώσεις δὲν ὁλοκληρώνονται μέσα σὲ μιὰ νύχτα, οὔτε τὶς συνοδεύει λευκότητα καὶ λάμψη.
Στὴν πραγματικὴ ζωή, οἱ μεταμορφώσεις διαρκοῦν χρόνια, καμμιὰ φορὰ καὶ δεκαετίες ἀκόμη, καὶ ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴ μιὰ κατάσταση στὴν ἄλλη συντελεῖται μὲ ρυθμοὺς τόσο βραδεῖς ὥστε καμμιὰ μεταβολὴ δὲν εἶναι ὁρατὴ ἀπὸ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη.
Ἀκόμη κι ὅταν ἡ μεταμόρφωση ἔχει ἐπιτέλους ὁλοκληρωθεῖ, δὲν ἔχεις στὴν ἀρχὴ συναίσθηση ὅτι σοῦ συνέβη, ὅτι εἶσαι πιὰ ἕνας ἄλλος, ἢ κάτι ἄλλο, καὶ συχνὰ περνοῦν ἄλλα τόσα χρόνια ὥσπου νὰ ἀντιληφθεῖς τὴ διαφορά, μολονότι σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα ἔχεις στὴ διάθεσή σου φωτογραφίες καὶ ἄλλα στοιχεῖα ποὺ εὔκολα θὰ ἀποδείκνυαν ὅτι σοῦ ἔχει συμβεῖ αὐτὸ ποὺ συνέβη.
Ἐντούτοις, ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἀντιλαμβάνεσαι τὴ μεταμόρφωσή σου εἶναι ἀκόμη πιὸ τρομακτικὴ καὶ ἀπὸ τὸ πρωινὸ ξύπνημα τοῦ Gregor Samsa καὶ σοῦ προξενεῖ φόβο ἀκόμη σφοδρότερο ἀπὸ τὸν φόβο τῶν ἔκθαμβων ἀποστόλων στὸ ὄρος Θαβώρ.
Ζεσταίνεις τὸ φαγητό σου, ἂς ποῦμε, ἢ ποτίζεις τὰ φυτὰ στὶς γλάστρες, ἢ χαϊδεύεις τὴ γάτα, κάτι τέτοιο ἀσήμαντο καὶ καθημερινὸ κάνεις, καὶ ξαφνικὰ σοῦ ἔρχεται ἡ ἀπαίσια σκέψη καὶ παγώνεις, μαρμαρώνεις, καὶ μένει μετέωρο τὸ κουτάλι, πλημμυρίζει τὸν κῆπο ἡ μάνικα, σὲ κοιτάζει ἀπορημένη, καὶ κάπως ὀργισμένη ἡ γάτα
γιατὶ ἐντελῶς ξαφνικὰ ἄρχισαν καὶ περνοῦν ἀστραπιαῖα ἀπὸ τὸ νοῦ σου διαδοχικὲς εἰκόνες σου ἀπὸ τὴν πρότερη κατάσταση καὶ ἀναρωτιέσαι ἂν πράγματι εἶναι δυνατὸ νὰ ἤσουν ἐσὺ αὐτὸς καί, τὸ χειρότερο, νὰ ἦσαν αὐτοὶ οἱ ἄλλοι, ἰδίως ὅσοι, λίγοι, παρέμειναν κοντά σου καὶ παραμένουν.
Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι ἡ φθορά, φυσιολογικὴ εἶναι ἡ φθορά, γνὠριμη, τὴ βλέπεις ἀπὸ μικρὸς γύρω σου, τὴν παρατηρεῖς στοὺς συγγενεῖς, ἐξοικειώνεσαι, ὅπως ἐξοικειώνεται μοιραῖα κάθε θνητὸ πλάσμα μὲ τὸν θάνατο, δὲν πρόκειται λοιπὸν γιὰ τὸν ἁπλὸ αὐτὸν ἀνθρώπινο τρόμο μὲ τὸν ὁποῖο ἤδη ἀπὸ τὰ τριάντα σου συμβιώνεις
γιατὶ οἱ μεταμορφώσεις δὲν ἀποτελοῦν νομοτέλεια, δὲν τὶς ὑφίστανται ὅλοι, κι ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ λίγοι ποὺ μεταμορφώνονται μεταμορφώνονται μὲ ρυθμοὺς βραδύτατους ὥστε καμμιὰ μεταβολὴ στὴν κατάστασή τους δὲν εἶναι ὁρατὴ ἀπὸ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη καὶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γύρω τους δὲν ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐξοικειωθεῖ μὲ τὴ διαδικασία.
Τὸ ζήτημα εἶναι ἀκριβῶς ὅτι δὲν ξέρεις πῶς, πότε καὶ γιατί συντελέστηκε ἡ μεταμόρφωση, δὲν ἀναγνωρίζεις τὸ παρελθόν, οὔτε τὸ δικό σου οὔτε τῶν ἄλλων, ξέρεις παρ᾽ὅλα αὐτὰ πὼς αὐτὸ ἦταν πράγματι τὸ παρελθόν, δὲν τὸ φαντάστηκες, καὶ δυστυχῶς οὔτε τὸ παρὸν εἶναι προϊὸν τῆς φαντασίας κανενός, τὸ παρὸν εἶσαι ἐσύ, πετρωμένος στὴ μέση μιᾶς ἁπλῆς καθημερινῆς πράξης, ἀνίκανος νὰ συνεχίσεις ἢ νὰ σταματήσεις, ἐγκλωβισμένος, ἐγκιβωτισμένος.

