Louise Glück, Μιὰ ἱστορία χωρὶς τέλος

1.
Στὴ μέση τῆς φράσης της
ἀποκοιμήθηκε. Διηγοῦνταν
κάτι σὰν μύθο ποὺ ἀφοροῦσε
ἕνα νεαρὸ κορίτσι ποὺ ξυπνᾶ ἕνα πρωὶ
καὶ ἔχει μεταμορφωθεῖ σὲ πουλί. Πόσο ἀληθοφανές,
εἶπε ὁ ἄντρας ποὺ καθόταν δίπλα μου. Ἀναρωτιέμαι,
συνέχισε, πιστεύεις πὼς ἡ φίλη μας ἐδῶ
σχεδιάζει νὰ πετάξει καὶ νὰ φύγει ὅταν ξυπνήσει;
Τὸ δωμάτιο ἦταν πολὺ ἤσυχο.
Τὴν περιεργαζόμασταν καὶ οἱ δύο˙ στὴν πραγματικότητα
ὅλοι στὸ δωμάτιο τὴν περιεργάζονταν.
Ἐμένα μοῦ φαινόταν ἴδια ὅπως πρίν, ἂν καὶ
τὸ κεφάλι της εἶχε γείρει στὸ στῆθος της˙
παρ᾽ὅλα αὐτά, τὸ χρῶμα της ἧταν καλό – Φαίνεται νὰ ἀναπνέει,
εἶπε ὁ διπλανός μου. Καὶ μάλιστα, συνέχισε,
ὅλοι μας σὲ αὐτὸ τὸ δωμάτιο, ὅλοι ἀναπνέουμε –
ἔτσι ἀκριβῶς θέλει κανεὶς νὰ τελειώνει μιὰ ἰστορία. Ἐντούτοις,
πρόσθεσε, ἴσως δὲν μάθουμε ποτὲ
ἂν ἡ ἱστορία εἶχε τὴν πρόθεση
νὰ προειδοποιήσει γιὰ κάτι ἢ ἂν ἦταν ἐρωτικὴ ἱστορία,
δεδομένου ὅτι διακόπηκε. Ὁπότε δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε βέβαιοι
ὅτι ἔχουμε φτάσει στὸ τέλος.
Ἀλλὰ καὶ ποιός εἶναι βέβαιος, εἶπε. Ποιός:

2.

Μείναμε ἐκεῖ πολλὴ ὥρα,
ναυαγισμένοι, σκέφτηκα,
σὰν πλοῖα ποὺ τὰ παρέλυσε ἡ κακοκαιρία.
Ὁ διπλανός μου εἶχε ἀποσυρθεῖ στὶς σκέψεις του.
Ὑπῆρχε κάτι, διαισθανόμουν, ποὺ μᾶς ἕνωνε
ὄχι κάτι μὴ ἀναστρέψιμο ὅπως ἕνα παιδί,
ἀλλὰ πάντως κάτι τὸ πραγματικό –
Στὸ μεταξύ, δὲν μιλοῦσε κανείς.
Κανεὶς δὲν ἔτρεξε νὰ βρεῖ βοήθεια
κανεὶς δὲν γονάτισε πλάι στὴν πρηνὴ γυναίκα.
Ὁ ἥλιος ἔδυε, μάκραινε ὁ ἴσκιος τῆς φτελιᾶς
κι ἁπλωνόταν σὰν σκοτεινὴ λίμνη πάνω στὸ χορτάρι.
Ἐντέλει, ὁ διπλανὸς μου ἀνασηκώθηκε.
Προφανῶς, εἶπε, κάποιος πρέπει νὰ τελειώσει τὴν ἱστορία
ἡ ὁποία ἐπρόκειτο, πιστεύω, νὰ εἶναι
μιὰ ἐρωτικὴ ἱστορία, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ λένε οἱ ἀφελεῖς γυναῖκες, δηλαδὴ
μακροσκελής, γεμάτη παρεκβάσεις καὶ περισπασμοὺς
ποὺ ἀποσκοποῦν νὰ συγκαλύψουν τὴν θεμελιώδη
μονοτονία τῆς κοινοτοπίας. Ἀλλὰ ἐφόσον, εἶπε,
ἄλλαξε ὁ ἀγωγιάτης, ἂς ἀλλάξουμε
τώρα καὶ τὸ ἀγώι ἐπίσης. Τώρα ποὺ ἡ ἱστορία μοῦ ἀνήκει,
προτιμῶ νὰ ἀποτελεῖ ἕναν διαλογισμὸ πάνω στὴν ὕπαρξη.
Τὸ δωμάτιο ἡσύχασε ἐντελῶς.
Ξέρω τί σκέφτεστε, εἶπε, ὅλοι ἀπεχθανόμαστε
τὶς ἱστορίες ποὺ μοιάζουν στεγνὲς καὶ ἀτέρμονες, ὅμως ἡ δική μου
θὰ εἶναι μιὰ ἀληθινὴ ἐρωτικὴ ἱστορία,
ἂν ἔρωτας εἶναι ὁ τρόπος ποὺ ἐρωτευόμασταν στὰ νιάτα μας,
σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε καθόλου χρόνος.

3.

Ὕστερα ἔπεσε ἡ νύχτα. Αὐτομάτως
ἄναψαν τὰ φῶτα.
Στὸ πάτωμα, ἡ γυναίκα κουνήθηκε.
Κάποιος τὴν εἶχε σκεπάσει μὲ μιὰ κουβέρτα
τὴν ὁποία ἐκείνη παραμέρισε.
Εἶναι πρωί, εἶπε. Εἶχε
ἀνασηκωθεῖ κάπως καὶ μποροῦσε νὰ δεῖ
τὴν πόρτα. Ὑπῆρχε ἕνα πουλί, εἶπε.
Κάποιος πρέπει νὰ τὸ φιλήσει.
Ἴσως κάποιος νὰ τὸ ἔχει φιλήσει ἤδη, εἶπε ὁ διπλανός μου.
Ὄχι, ὄχι, εἶπε ἐκείνη. Μόλις φιληθεῖ
μεταμορφώνεται σὲ ἄνθρωπο. Κι ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ πετάξει˙
μπορεῖ μόνο νὰ κάθεται καὶ νὰ στέκεται καὶ νὰ ξαπλώνει.
Καὶ νὰ φιλάει, ἀστειεύτηκε ὁ διπλανός μου.
Ὄχι πιά, εἶπε ἐκείνη. Μόνο μιὰ φορὰ
μποροῦσαν νὰ σπάσουν τὰ μάγια ποὺ πάγωσαν τὴν καρδιά του.
Ἄθλια συναλλαγή, πρόσθεσε,
νὰ δίνεις τὰ φτερά σου γιὰ ἕνα φιλί.
Μᾶς κοίταξε ἐπίμονα, σὰν νὰ βρισκόταν στὴν κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ
καὶ νὰ κοιτάζει πρὸς τὰ κάτω, ἂν καὶ στὴν πραγματικότητα ἐμεῖς ἤμασταν αὐτοὶ
ποὺ κοιτοῦσαν πρὸς τὰ κάτω. Προφανῶς δὲν ἔχω τὸ μυαλὸ ποὺ εἶχα κάποτε, εἶπε.
Τὰ πιὸ πολλὰ ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ θυμόμουν ἔχουν χαθεῖ, ἀλλὰ κάποιες
θεμελιώδεις ἀρχὲς ἔχουν ὡς ἐκ τούτου
ἀποκαλυφθεῖ μὲ ἐκπληκτικὴ καθαρότητα.
Οἱ Κινέζοι εἶχαν δίκηο, εἶπε, ποὺ τιμοῦσαν τοὺς ἡλικιωμένους.
Δεῖτε πῶς εἴμαστε, εἶπε. Μαζεμένοι ὅλοι μας σ᾽αὐτὸ τὸ δωμάτιο
περιμένουμε ἀκόμα νὰ μεταμορφωθοῦμε. Γι᾽αὐτὸ ἀναζητοῦμε τὸν ἔρωτα
τὸν ἀναζητοῦμε ὅλη μας τὴ ζωή,
ἀκόμη καὶ ἀφοῦ τὸν βροῦμε.

Σχόλια

Αὐτὸς ὁ ἱστότοπος χρησιμοποιεῖ τὸ Akismet γιὰ νὰ μειώσει τὰ ἀνεπιθύμητα μηνύματα. Μάθετε τί συμβαίνει μὲ τὰ δεδομένα τῶν σχολίων σας.