

Κυρίως τὰ μάτια του, καὶ οὔτε κἄν, τὸ βλέμμα μᾶλλον ἦταν αὐτὸ ποὺ μὲ αἰχμαλώτισε, βλέμμα πάντα ἑστιασμένο καὶ χαμογελαστό, δὲν ὑπῆρχε περίπτωση νὰ κοιτάξω τὸν Λάμπρο καὶ νὰ μὴ διαπιστώσω ὅτι καὶ ἐκεῖνος ἐπίσης μὲ κοιτοῦσε κατάματα, μοῦ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι πάντα μὲ κοιτοῦσε στὰ μάτια, ὅτι ἤξερε ἀκριβῶς τί σκεφτόμουν, τί σχεδίαζα, τί ἐπρόκειτο νὰ τοῦ πῶ, καὶ ἴσως γι᾽αὐτὸ δὲν τοῦ ἔλεγα αὐτὸ ποὺ ἤθελα νὰ τοῦ πῶ, πάντα πίστευα ὅτι τὸ ἤξερε ἤδη, καὶ μὲ βασάνιζε τὸ γεγονὸς πὼς δὲν μοῦ ἀπαντοῦσε στὴν ἐρώτηση ποὺ ἤξερε ὅτι δὲν τολμοῦσα νὰ κάνω, καὶ ὅσο δὲν ἀπαντοῦσε τόσο ἐγὼ δὲν τολμοῦσα νὰ ρωτήσω, συνέχιζα παρ᾽ὅλα αὐτά, κάθε τρεῖς καὶ λίγο χτυποῦσα τὸ κουδούνι τοῦ σπιτιοῦ του στὴ Μαυρομιχάλη, κι ἐκεῖνος πάντα ἄνοιγε τὴν πόρτα χωρὶς νὰ ρωτήσει ποιός εἶναι καὶ ἔλεγε χαμογελαστὰ «βρέ, βρέ, καλῶς τον» κι ἐγὼ ψέλλιζα πὼς περνοῦσα τυχαῖα κι εἶπα νὰ τοῦ χτυπήσω νὰ πιοῦμε καφέ, καὶ πάντα φιλόξενος μοῦ ἔλεγε τότε, συχνὰ πρὶν ἀποσώσω τὴ δικαιολογία μου, «πέρνα, πέρνα» καὶ πηγαίναμε στὴν κουζίνα καὶ φτιάχναμε νεσκαφέ, καὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση στὴν ἀρχὴ ὅτι πάντα ἦταν ντυμένος σὰν νὰ ἑτοιμαζόταν νὰ βγεῖ, πάντα καθαρός, φρεσκολουσμένος, μὲ σιδερωμένα ροῦχα, ποτὲ δὲν ἄνοιγε τὴν πόρτα ἀγουροξυπνημένος, μὲ ρόμπα ἢ παληόρουχα ἢ ἡμίγυμνος ὅπως τὸν ὀνειρευόμουν, ἀλλὰ σύντομα κατάλαβα πὼς ἀσφαλῶς ἤξερε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ τοῦ χτυπήσω τὴν πόρτα, διότι ὁ Λάμπρος ὅλα τὰ ἤξερε, καὶ προφανῶς προετοιμαζόταν πρὶν μοῦ ἀνοίξει καὶ φρόντιζε νὰ εἶναι εὐπρεπὴς καὶ παρουσιάσιμος, ἴσως μάλιστα τακτοποιοῦσε καὶ τὸ σπίτι λίγο, διότι ὅλα ἦσαν πάντα καθαρὰ καὶ στὴν τρίχα, νομίζω πὼς τὶς περισσότερες φορὲς ἀκόμη καὶ οἱ κοῦπες γιὰ τὸν καφέ μας ἦσαν ἤδη στὸν πάγκο τῆς κουζίνας καὶ ὁ βραστήρας ἦταν ἤδη ἀναμμένος καὶ περίμενε, παρ᾽ὅλη ὅμως τὴν ἐνδυματολογικὴ καὶ σκηνογραφικὴ ἐπιμέλειά του, ὁ Λάμπρος δὲν φαινόταν ποτὲ νὰ ἔχει ἑτοιμάσει καὶ λόγια γιὰ νὰ πεῖ, θέματα γιὰ νὰ συζητήσουμε, καθόταν ἁπλῶς ἀπέναντί μου καὶ χαμογελοῦσε, καὶ πάντα ὑπῆρχε κάποια ἀμηχανία σὲ αὐτὲς τὶς συναντήσεις μας, ποὺ δὲν ὀφειλόταν μόνο στὸ ἀδιαμφισβήτητο γεγονὸς πὼς ἡ δική μου γλώσσα ἦταν συνήθως δεμένη, ἀλλὰ καὶ στὴ δική του ἀπροθυμία νὰ γεμίσει τὰ κενὰ τῆς συζήτησης, κι ἔτσι καταλήγαμε νὰ καθόμαστε ἁπλῶς καὶ νὰ κοιτιόμαστε στὰ μάτια καπνίζοντας καὶ πίνοντας καφὲ ὥσπου ἐγὼ νὰ πῶ κάτι σὰν «πρέπει νὰ φύγω, σὲ δέκα λεπτὰ ἔχω μάθημα», ἢ ἐκεῖνος νὰ ρωτήσει κάτι ἀνώδυνο ποὺ ἐντούτοις δὲν κατάφερνα σχεδὸν ποτὲ νὰ ἀπαντήσω, ἔτσι λοιπὸν ἐλάχιστες λέξεις ἀνταλλάσσαμε κάθε φορὰ ποὺ τὸν ἐπισκεπτόμουν, ἐλάχιστες καὶ ἀνούσιες, ἡ γνωριμία μας στηριζόταν κυρίως σὲ ὅ,τι διαμειβόταν ὅταν συναντιόμασταν ἔξω, σὲ ταβέρνες καὶ μπάρ, μὲ πολυπληθεῖς παρέες, οἱ ὁποῖες μοῦ ἔδιναν μιὰν αἴσθηση ἀσφάλειας, ἕνα ἄλλοθι συνομιλίας χωρὶς τὴν προοπτικὴ τῆς ἄμεσης προσέγγισης, τῆς ἄμεσης ἐξέλιξης ποὺ ἀναπόφευκτα φοβόμουν πάντα, ὡς ἐς ἀεὶ ἀνεκμετάλλευτη δυνατότητα, ὅταν ἤμασταν οἱ δυό μας στὸ σπίτι του, καὶ τὸ μόνο ποὺ μποροῦσα νὰ κάνω ἦταν νὰ τὸν κοιτάζω στὰ μάτια καὶ πολὺ σπανίως νὰ ρίχνω μιὰ φευγαλέα ματιὰ στὸ προσεκτικὰ καλυμμένο σῶμα του, καὶ μέσα σὲ λίγους μῆνες εἶχα φτάσει νὰ τὸν ἐπισκέπτομαι κάθε μεσημέρι καὶ νὰ μὴ λέμε ποτὲ τίποτα, μιὰ τελετουργία βασανιστικὴ καὶ παράλογη, ποὺ διακόπηκε μόνον ὅταν κάποτε ὁ Λάμπρος ἀποφάσισε νὰ μιλήσει καὶ νὰ πεῖ ὅσα ἐγὼ ἀρνούμουν νὰ ὑπαινιχθῶ, «σὲ καταλαβαίνω» μοῦ εἶπε, «σὲ καταλαβαίνω, εἶναι καιρὸς τώρα, παρατηρῶ τὶς κινήσεις σου, τὶς ἀκούσιες κυρίως, τὶς ἀντιδράσεις τοῦ σώματός σου ὅταν μὲ πλησιάζεις, παρατηρῶ τὸ σῶμα σου, τὴν ἀναστάτωσή του, καὶ χαίρομαι καὶ ἀγαλλιῶ, σοῦ ρίχνω καὶ καμμιὰ δεκαριὰ χρόνια, μὴν ξεχνᾶς, καταλαβαίνω περισσότερα ἀπὸ ὅσα νομίζεις, ἀλλὰ μὴν ἀνησυχεῖς καὶ μὴ θλίβεσαι, ὅτι δὲν ἀνταποκρίνομαι δὲν σημαίνει πὼς δὲν σὲ θέλω, ἀντιθέτως, ὅσο πιὸ ἔντονη αἰσθάνομαι τὴν ἀναστάτωση τοῦ σώματός σου ὅταν μὲ πλησιάζεις, τόσο πιὸ ἀναιδὴς ἐπιτίθεται καὶ στὸ δικό μου σῶμα ὁ πόθος, τόσο ποὺ μερικὲς φορὲς μὲ δυσκολία συγκρατιέμαι νὰ μὴν σὲ ἀγκαλιάσω καὶ νὰ μὴ σὲ γδύσω σκίζοντας τὰ ροῦχα καὶ τὰ ἐσώρουχά σου καὶ νὰ μὴ σὲ φιλήσω σὲ ὅλο σου τὸ σῶμα καὶ νὰ μὴ σοῦ χαρίσω ἡδονή, μόνο ποὺ ἐγὼ ξέρω ὅτι ἐπειδὴ ἀκριβῶς σὲ ὀνειρεύομαι, ἐπειδὴ ἀκριβῶς σὲ ποθῶ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς κάθε βράδυ φαντάζομαι πὼς ἑνώνονται ὁλόγυμνα καὶ ἀφύλακτα τὰ σώματά μας, γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ὑποκύψω, ἐγὼ ποὺ ἔχω ὑποκύψει σὲ ὅλους τοὺς πειρασμούς, ποὺ ἔχω γευθεῖ ὅλες τὶς ἡδονές, θὰ σὲ ἀγαπήσω μὲ πόθο ἄμωμο καὶ θὰ στερήσω ἀπὸ τὸ κορμί μου τὴν ἀπόλαυσή σου ὅσο ζῶ, γιατὶ δὲν γίνεται ἀλλιῶς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει», αὐτὰ τὰ ἀκατανόητα, τὰ καταφανῶς ἀντιφατικά, τὰ παρανοϊκά, ναί, παρανοϊκά, μοῦ εἶπε ἕνα μεσημέρι ὁ Λάμπρος, τὸ τελευταῖο ἀπὸ τὰ μεσημέρια ποὺ εἶχα ἐμφανισθεῖ ἀπρόσκλητος στὸ δυάρι του στὴν ὁδὸ Μαυρομιχάλη ἐλπίζοντας πὼς ἐπιτέλους θὰ συμβεῖ αὐτὸ ποὺ τόσους μῆνες σχεδίαζα ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἀποτόλμησα, ἐλπίζοντας πὼς ἐπιτέλους μόλις μὲ δεῖ θὰ μὲ ἀγκαλιάσει καὶ θὰ μὲ φιλήσει μὲ τὸν τρόπο ποὺ δὲν εἶχα τὸ θάρρος νὰ τὸν ἀγκαλιάσω καὶ νὰ τὸν φιλήσω ἐγώ, καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς καθὼς μοῦ ἔλεγε αὐτὰ τὰ ἀκατανόητα μοῦ χάιδευε τὸ χέρι προκαλώντας ἀπίστευτα ρίγη ἡδονικῆς συγκίνησης στὸ κορμί μου, ἴσως μάλιστα αὐτὸ τὸ χάδι νὰ φέρει μέρος τῆς εὐθύνης γιὰ τὸ γεγονὸς πὼς δὲν ὑποπτεύθηκα κἂν τὴν πραγματικὴ φρίκη τῶν λόγων του, πὼς ἀφελῶς ὑπέθεσα γιὰ μιὰν ἀκόμη φορὰ πὼς ἐπρόκειτο γιὰ ἀπόρριψη, περίτεχνη ὁπωσδήποτε, περιδιαγραμμάτου, ἀλλὰ πάντως ἀπόρριψη, ἐνῶ τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Λάμπρου, τὸ νόημα τοῦ σχεδὸν ἀθώου χαδιοῦ ποὺ συνόδευε τὴν ἀσαφὴ ἐκμυστήρευσή του, τὸ νόημα τῆς ἄρνησής του νὰ ὑποκύψει στὸν πόθο ποὺ καὶ τοὺς δυό μας εἶχε κυριεύσει ἦταν πὼς πέθαινε, πὼς φοβόταν νὰ μὴν σκορπίσει τὸν θάνατο, πὼς κατὰ κάποιον τρόπο ἡ ὀδυνηρὴ ἐκείνη ἄρνηση εἶχε στόχο νὰ μὲ προστατεύσει, ἐμένα, τὸν μικρό, ἀθῶο ἐρωτευμένο, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ ὅτι ὁ θάνατος κατοικοῦσε ἤδη σὲ ἕνα σῶμα ποὺ τόσο πολὺ εἶχε ἐρωτευθεῖ, κι ἀκόμη κι ὅταν, μερικοὺς μῆνες μετά, ὁ Λάμπρος ξεψύχησε στὴν κλινικὴ ὅπου νοσηλευόταν μὲ κατ᾽ εὐφημισμὸν λευχαιμία, ἐξακολουθοῦσα νὰ πιστεύω πὼς ἐμένα πάντως μὲ εἶχε ἀπορρίψει, ἐξακολουθοῦσα νὰ ἀρνοῦμαι τὴν ἔνταση τοῦ ὑπόκωφου ὀργασμοῦ ποὺ προξένησε τὸ χέρι του καθὼς χάιδευε τὸ δικό μου τὸ μεσημέρι τῆς ὑπόρρητης ἐξομολόγησης.