

Du bekamst für mich das Rätselhafte, das alle Tyrannen haben,
deren Recht auf ihrer Person, nicht auf dem Denken begründet ist.
Ἀγαπημένη μου μαμά,
῎Εχουν περάσει πάνω ἀπὸ τριάντα χρόνια ἀπὸ τὴν τελευταία φορὰ ποὺ σοῦ ἔστειλα γράμμα. Τότε ἤμουν στὸν στρατὸ καὶ ὅλοι οἱ φαντάροι γράφαμε γράμματα, ἴσως ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη κινητὰ τηλέφωνα, μηνύματα καὶ μέιλ, ἴσως καὶ ἐπειδὴ κατὰ παράδοσιν οἱ στρατιῶτες ἔγραφαν γράμματα. Μοῦ φαίνεται παράδοξο πὼς ξαναπιάνω, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, μολύβι καὶ χαρτί. Ἐντούτοις, ὅπως καὶ τότε, δὲν ἔχω ἄλλη ἐπιλογή: αὐτὸ εἰδικὰ τὸ γράμμα εἶναι ἀνάγκη νὰ σοῦ τὸ ἀφήσω.
Δὲν ξέρω νὰ πῶ πῶς βρέθηκα σὲ αὐτὴν τὴν φυλακή, καθὼς εἶναι προφανὲς πὼς δὲν διέπραξα τὸ ἔγκλημα γιὰ τὸ ὁποῖο μὲ καταδίκασαν μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες καὶ ἐπιπλέον τὸ γεγονὸς πὼς μοῦ γράφεις καὶ σοῦ γράφω καὶ πὼς μιλᾶμε στὸ τηλέφωνο, ἔστω γιὰ εἴκοσι δευτερόλεπτα, μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἀποδεικνύει, πιστεύω, ἐκτὸς ἂν ὁ νοῦς μου ἔχει γυρίσει καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι μιὰ ψευδαίσθηση, ὅτι ἐξακολουθεῖς ἀκόμη καὶ τώρα νὰ εἶσαι ζωντανή, μῆνες μετὰ τὴν καταδίκη μου. Δὲν θὰ ἔπρεπε, βέβαια, νὰ εἶσαι ζωντανή, καθὼς ἡ ὑγεία σου εἶναι εὔθραυστη ἐδῶ καὶ πολλὲς δεκαετίες, καὶ ἔχεις ξεπεράσει πιὰ τὰ ἐνενήντα, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος στὸν κόσμο ποὺ νὰ θέλει καὶ νὰ εὔχεται νὰ παραμείνεις ἐν ζωῇ, ἀλλὰ παρ᾽ὅλα αὐτὰ ἐσὺ δὲν πεθαίνεις, καὶ στὴν πραγματικότητα εἶμαι σίγουρος πὼς δὲν πρόκειται νὰ πεθάνεις ποτέ.
Δὲν ντρέπομαι πιὰ νὰ σοῦ πῶ πὼς πολλὲς φορὲς εὐχήθηκα νὰ πεθάνεις. Ὄχι μόνον ὅταν, σπανίως βέβαια, σὲ ἐπισκεπτόμουν καὶ κατάφερνες μέσα σὲ ἐλάχιστα λεπτὰ νὰ μοῦ θυμίσεις ὅλους τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους σὲ μισοῦσα, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ κατὰ τὶς σύντομες τηλεφωνικές μας συνδιαλέξεις μεταξὺ τῶν ἐπισκέψεων, καθὼς ἀκόμη καὶ ἡ φωνή σου μοῦ προξενοῦσε ἀποστροφή. Γνωρίζω, βέβαια, πὼς δὲν φταῖς ἐσύ, ἐσὺ ἁπλῶς διάγεις ὅπως ἔχεις μάθει, ὅπως ὅλοι μας δὲν ἔχεις κανέναν ἔλεγχο οὔτε τῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς σου, οὔτε τῶν ἐπιθυμιῶν σου, οὔτε τῶν φιλοδοξιῶν σου. Ἐγώ, ὅμως, ἔτυχε νὰ εἶμαι ἀκατάλληλος γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ εἶχες διαλέξει γιὰ λογαριασμό μου. Καταλαβαίνω ὅτι δὲν ἄντεχες νὰ ξέρεις τὴν ἀλήθεια, καὶ πὼς δὲν εἶχαν στόχο νὰ μὲ βασανίσουν τὰ ἐπίμονα ἐρωτήματά σου, ἀκόμη καὶ ἀφοῦ εἶχα πατήσει τὰ πενήντα, γιὰ τὴν προσωπική μου ζωή, γιὰ τὸ πότε θὰ παντρευτῶ, γιὰ τὸ πότε ἐπιτέλους θὰ σοῦ χαρίσω ἐγγονάκια. Ὅλα αὐτὰ ἦσαν ἁπλῶς μέρος τοῦ θεάτρου ποὺ ἔπαιζες ὥστε νὰ ἐξακολουθήσεις νὰ μὴν γνωρίζεις αὐτὰ ποὺ δὲν ἤθελες νὰ μάθεις. Καὶ στὸ φτωχὸ μυαλό σου ἐγὼ ὤφειλα ἁπλῶς νὰ ἀνταποκρίνομαι, νὰ παίζω τὸν ρόλο τοῦ πρόθυμου ἀλλὰ ἄτυχου ἀνθρώπου, ποὺ πολὺ θὰ ἤθελε, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε, νὰ ζήσει τὴ ζωὴ ποὺ προώριζες γιὰ αὐτόν.
Θυμᾶσαι πῶς, ὅταν ἤμουν μικρός, μὲ κοιτοῦσες βλοσυρὰ καὶ ἔλεγες «δὲν θέλω ν᾽ ἀκούσω λέξη, μὴ βγάλεις κίχ!» καὶ ἐγὼ σώπαινα καὶ πήγαινα καὶ κουλουριαζόμουν σὲ μιὰ γωνιά; Δὲν ἄλλαξες ποτέ. Ἤσουν πάντα, καὶ εἶσαι ἀκόμη, τύραννος. Ἡ ἐξουσία σου, ποὺ δὲν ἀνεχόταν ἀμφισβητήσεις, δὲν εἶχε κανένα λογικὸ ἔρεισμα, ἀπέρρεε ἀπὸ τὸ ἁπλὸ καὶ ἀπάνθρωπο γεγονὸς ὅτι ἤσουν ἡ Μητέρα: ἡ ἐξουσία ἦταν ἡ ταυτότητά σου. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ, μιμούμενος τὸν μελοδραματισμό σου, πὼς ἡ ἀλήθεια θὰ σὲ σκότωνε, πὼς ἄν, ἀκόμη καὶ τώρα, σὲ φέρω ἀντιμέτωπη μὲ τὴν πραγματικότητα ἐνώπιον τῆς ὁποίας τόσα χρόνια ἐθελοτυφλεῖς, δὲν θὰ τὸ ἀντέξεις. Ξέρω, ὅμως, πὼς εἶσαι ἄτρωτη.
Ἂν ὑπῆρχε τὸ παραμικρὸ ψῆγμα νοήματος στὸν κόσμο, ἂν ἡ ἀλήθεια εἶχε καμιὰ ἀξία, τότε στὴ δίκη μου κανεὶς δικαστὴς καὶ κανεὶς ἔνορκος δὲν θὰ ἀνεχόταν τὴν κωμωδία τῆς παρουσίας σου, μὲ σάρκα καὶ ὁστά, καὶ τῆς μαρτυρίας σου ὅτι ἐγὼ σὲ σκότωσα, ὁ παραλογισμὸς θὰ εἶχε ὁδηγήσει ἀκαριαῖα στὴν πανηγυρικὴ ἀθώωσή μου. Ἂν ὑπῆρχε τὸ παραμικρὸ ψῆγμα νοήματος στὸν κόσμο, κάποιος θὰ διαμαρτυρόταν ὅταν ἀνακοινώθηκε ἡ καταδίκη μου σὲ θάνατο, κάποιος θὰ φώναζε «μὰ ἔχει καταργηθεῖ ἡ θανατικὴ ποινή!».
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἂν ὑπῆρχε τὸ παραμικρὸ ψῆγμα νοήματος στὸν κόσμο, αὐτὴ ἡ παρωδία ποὺ ὀνομάζουμε ζωὴ θὰ εἶχε τελειώσει πρὸ πολλοῦ. Καθώς, ὅμως, ἡ δική μου ζωὴ πρόκειται νὰ μοῦ ἀφαιρεθεῖ αὔριο, ὅσο καὶ ἂν δὲν ἔχει σημασία, ὅσο καὶ ἂν δὲν ἔχει ἀξία, θέλω νὰ σοῦ πῶ ἀπερίφραστα αὐτὸ ποὺ ποτὲ δὲν ἤθελες νὰ ξέρεις: ὑπῆρξα εὐτυχισμένος, τόσο κατὰ τὴν νεότητά μου, ποὺ ἔζησα ἀμέριμνος μὲ ἀναρίθμητους ἄντρες ποὺ εἶχα τὴ εὐχαρίστηση νὰ μοῦ χαρίσουν ἡδονή, ὅσο καὶ κατὰ τὴν ὡριμότητά μου, μὲ τὸν μοναδικὸ ἄντρα ποὺ μπόρεσα πραγματικὰ νὰ ἀγαπήσω καὶ ὁ ὁποῖος θὰ θρηνήσει σύντομα τὴν ἐκδημία μου.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Καὶ μὲ παρηγορεῖ ὅτι σοῦ τὴν ἀνακοινώνω: καθιστᾶ τὸν ἐπικείμενο θάνατό μου κάπως πιὸ ὑποφερτό.
George


[πρώτη δημοσίευση στὸ περιοδικὸ Φρέαρ, τεῦχος 11, Ἰανουάριος 2024]