

Δὲν εἶχα προσπαθήσει νὰ ἀντισταθῶ, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἤξερα ὅτι δὲν θὰ τὰ κατάφερνα μὲ τόσο οἰνόπνευμα ποὺ εἶχα καταναλώσει, ἀλλὰ καί, κυρίως, ἐπειδὴ εἶχα σαστίσει, καθὼς τὴν ἐπίθεση αὐτὴ, μὲ κλωτσιὲς καὶ μὲ μπουνιές, δὲν τὴν περίμενα, γιὰ τὴν ἀκρίβεια ποτὲ στὴ ζωή μου δὲν εἶχα φαντασθεῖ πὼς θὰ μποροῦσα κάποτε νὰ ἐμπλακῶ σὲ ὁποιοδήποτε περιστατικὸ σωματικῆς βίας, πόσῳ μᾶλλον τὴ συγκεκριμένη νύχτα, μὲ τὸν συγκεκριμένο ἄνθρωπο, τὸν ἀγαπημένο μου φίλο Δημήτρη, γιὰ τὸν ὁποῖο ἀπὸ καιρὸ μὲ εἶχε κυριεύσει παράφορος ἔρωτας ποὺ κρατοῦσα κρυφό, ὅμως ἀποδείχθηκε πὼς ὁ Δημήτρης γνώριζε τὸν ἔρωτά μου αὐτόν, τὸν αἰσθανόταν, ἂν καὶ δὲν τὸν κατανοοῦσε, τὸν ἀποστρεφόταν, καὶ ὅταν μὲ κάλεσε ἐκεῖνο τὸ βράδυ νὰ πᾶμε γιὰ μπίρες στὴ Δεξαμενὴ εἶχε ἤδη προσχεδιάσει τὸν ξυλοδαρμό μου, εἶχε προμελετήσει πῶς θὰ μὲ μεθύσει, πῶς θὰ ὑποκριθεῖ, σὰν κακὴ ἠθοποιὸς σὲ ἄθλια ταινία τῆς χρυσῆς ἐποχῆς τοῦ ἑλληνικοῦ κινηματογράφου, ὅτι ἀνταποκρίνεται στὶς ἐρωτικές μου ὀρέξεις καὶ πῶς θὰ μὲ ὁδηγήσει, μὲ τὴν ὑπόσχεση τῆς ἐρωτικῆς εὐεξίας, ὑποβασταζόμενο καὶ ἀνήμπορο λόγῳ τῆς μέθης, στὸ ξέφωτο ἐκεῖνο τοῦ Λυκαβηττοῦ, ὅπου θὰ μὲ τιμωροῦσε, ἢ ἴσως, δὲν μπορῶ νὰ ξέρω τὶς ἀκριβεῖς λεπτομέρειες τοῦ σχεδίου, θὰ μὲ σκότωνε, καὶ νομίζω ὅτι πράγματι προσπαθοῦσε νὰ μὲ σκοτώσει, ἦταν προφανὲς πὼς παρὰ τὸ αἷμα δὲν μποροῦσε νὰ σταματήσει, καὶ δὲν ξέρω πῶς κατάφερα νὰ τὸ σκάσω, στὴν κυριολεξία κουτρουβαλώντας ὣς τὴν Ἀναγνωστοπούλου κι ἀπὸ ἐκεῖ ὣς τὴ Σκουφᾶ, ὅπου ἐπιτέλους αἰσθάνθηκα ἀσφαλής, καθώς, ἐκεῖνα τὰ χρόνια, ἀκόμη καὶ στὶς τέσσερις τὸ πρωί, στὴ Σκουφᾶ κυκλοφοροῦσαν ἄνθρωποι, μεθυσμένοι βέβαια οἱ περισσότεροι, ἀλλὰ ζωντανοὶ καὶ χαρούμενοι καὶ πάντως ὄχι δαρμένοι ὅπως ἐγώ, μὲ σκισμένα πουκάμισα καὶ αἵματα νὰ στάζουν ἀπὸ τὴ μύτη καὶ τὸ στόμα, καὶ σταμάτησα ἕνα ταξί καὶ μπῆκα στὸ πίσω κάθισμα ἐλπίζοντας πὼς ὁ ταξιτζὴς δὲν θὰ δεῖ σὲ τί κατάσταση βρισκόμουν, ὅμως οἱ ἐλπίδες μου διαψεύστηκαν ἀμέσως, φαίνεται πὼς παρουσίαζα ἕνα θέαμα πιὸ τρομακτικὸ ἀπὸ ὅ,τι νόμιζα, καὶ ὁ ταξιτζὴς μοῦ πρότεινε νὰ μὲ πάει στὸ νοσοκομεῖο πρὶν πῶ κουβέντα, ἀλλὰ φυσικὰ ἀρνήθηκα, ντρεπόμουν τὶς νοσοκόμες καὶ τοὺς γιατρούς, δὲν ἤξερα τί θὰ μποροῦσα νὰ τοὺς πῶ, τοῦ ζήτησα νὰ μὲ πάει στὸ σπίτι μου, μὴν ἀνησυχεῖς, εἶπα, ὅλα καλά, θὰ συνέλθω, «εἶσαι σίγουρος;» μὲ ρώτησε μὲ φωνὴ ἀπροσδόκητα τρυφερή, τοῦ ἀπάντησα καταφατικὰ καὶ σὲ ὅλη τὴ διαδρομὴ τὸν παρατηροῦσα ἀπὸ τὸν καθρέφτη του καὶ τὸν θαύμαζα, πρέπει νὰ ἦταν λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερός μου, ξανθός, μᾶλλον μικροκαμωμένος, ἡ μορφή του τρυφερὴ ὅσο καὶ ἡ φωνή του, καὶ σκέφτηκα ὅτι ἂν πίστευα στὸν θεὸ θὰ ἔλεγα πὼς ὁ ταξιτζὴς ἦταν ἄγγελός του καὶ πὼς ἡ διάσωσή μου ἦταν ἕνα θαῦμα, ἀλλὰ δὲν πίστεψα ποτὲ σὲ κανέναν θεό, καὶ ἡ παρατήρηση τοῦ προσώπου τοῦ νεαροῦ ταξιτζῆ μὲ ὁδήγησε, παρὰ τὴν κατάστασή μου, σὲ σκέψεις ἀφόρητα ἁμαρτωλές, ὅμως ἡ διαδρομὴ ἀπὸ τὸ Κολωνάκι ὣς τὸν Νέο Κόσμο κράτησε λιγότερο ἀπὸ δέκα λεπτὰ καὶ οἱ φαντασιώσεις μου διακόπηκαν ἀπότομα ὅταν ἀντιλήφθηκα ὅτι ὁ ταξιτζὴς δὲν εἶχε σταθμεύσει ἁπλῶς ἀλλὰ προσπαθοῦσε νὰ παρκάρει τὸ αὐτοκίνητό του, καὶ φαίνεται ὅτι σκεφτόταν πολὺ πιὸ καθαρὰ ἀπὸ ἐμένα, διότι ὅταν ἄνοιξα τὴν πόρτα καὶ προσπάθησα νὰ βγῶ διαπίστωσα ὄτι δὲν μὲ βαστοῦσαν τὰ πόδια μου καὶ παρὰ λίγο νὰ σωριαστῶ στὸ ὁδόστρωμα τῆς Βρεσθένης, ἀλλὰ ὁ ταξιτζὴς εἶχε ἤδη βγεῖ πρὶν ἀπὸ μένα, εἶχε ἔρθει δίπλα μου καὶ μὲ συγκράτησε κι ὕστερα μὲ βοήθησε νὰ φτάσω ὣς τὸ σπίτι, καὶ παρ᾽ὅλο ποὺ πράγματι ἦταν μικροκαμωμένος, αἰσθανόμουν ἀσφαλὴς καθὼς στήριζα σχεδὸν ὅλο μου τὸ βάρος ἐπάνω του, ἦταν δυνατός, δὲν παραπάτησε καθόλου, πῆρε τὰ κλειδιὰ ἀπὸ τὸ χέρι μου, ἄνοιξε τὴν ἐξώπορτα, καὶ μὲ κουβάλησε ὣς τὸ διαμέρισμά μου, ὅπου μὲ τοποθέτησε στὸ κρεββάτι καὶ τὸ μόνο ποὺ μπόρεσα νὰ τοῦ πῶ ἦταν ἂν θέλει ἕνα ποτό, πράγμα ποὺ τοῦ προκάλεσε γέλιο καὶ μᾶλλον τὸν ἔπεισε πὼς παρὰ τὰ φαινόμενα ἤμουν καλά, γιατὶ μὲ ρώτησε πῶς μὲ λένε καὶ εἶπε πὼς ἦταν κρίμα ποὺ γνωριζόμασταν κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες καὶ ἐγὼ τοῦ ζήτησα τότε νὰ μείνει καὶ θυμᾶμαι ὅτι ἀκόμη καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ξεστόμιζα τὴν πρόσκληση φοβόμουν, μοῦ ἐρχόταν στὸν νοῦ ἡ ὄψη τοῦ Δημήτρη τὴν ὥρα ποὺ μὲ ἔδερνε καὶ φοβόμουν, φοβόμουν ὅτι καὶ ὁ ταξιτζὴς πιθανότατα θὰ ἐπιχειροῦσε νὰ μὲ σκοτώσει, παρ᾽ὅλα αὐτὰ τοῦ εἶπα «μεῖνε, σὲ παρακαλῶ» κι ἐκεῖνος μὲ φίλησε στὸ μάγουλο ἀλλὰ ἔφυγε λέγοντας πὼς ἴσως ἂν κάποτε ξανασυναντηθοῦμε τὰ πράγματα νὰ εἶναι διαφορετικά, καὶ ὕστερα κοιμήθηκα ἕναν πολὺ βαθὺ ὕπνο, καὶ γιὰ πολλὲς ἀκόμα ἑβδομάδες κοιμόμουν τὶς περισσότερες ὧρες τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύχτας, καὶ μερικὲς φορὲς ὀνειρευόμουν τὸν τρυφερὸ ταξιτζή, ὅμως τὶς περισσότερες ὀνειρευόμουν τὸν Δημήτρη, ὁ ὁποῖος εὐτυχῶς δὲν ξανατηλεφώνησε καὶ δὲν μὲ ἀναζήτησε ποτέ, ἴσως φοβόταν, ἴσως κρυβόταν, πάντως δὲν τὸν ξαναεῖδα, καὶ μέχρι σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, δὲν τὸν ἔχω ξαναδεῖ οὔτε ἔχω ἀκούσει ποτὲ γιὰ αὐτόν, καίτοι ὁ κόσμος εἶναι, ἔχω διαπιστώσει, ἀνησυχητικὰ μικρός, μερικὲς φορὲς σωτήρια μικρός, ὅπως ἀποδείχθηκε ἕνα βράδυ μετὰ ἀπὸ χρόνια ποὺ ξαναπῆρα ἕνα ταξὶ ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας, ὑγιὴς καὶ ἁρτιμελὴς πιά, καὶ ξανασυνάντησα τὸν τρυφερὸ ταξιτζή, καὶ δὲν τὸν κοίταξα κἄν, ἁπλῶς τοῦ εἶπα τὸν προορισμό μου κι ἐκεῖνος εἶπε μὲ ἔκπληξη «Γιῶργο!» καὶ ἔτσι ἄλλαξα προορισμὸ καὶ πήγαμε στὸ Σούνιο, διότι μόνο ἡ θάλασσα εἶναι θαυματουργή, καὶ ξαπλώσαμε στὴν ἀκτὴ καὶ ἀγκαλιαστήκαμε ὅπως θὰ μπορούσαμε νὰ εἴχαμε ἀγκαλιαστεῖ χρόνια πρίν, καὶ φιληθήκαμε, καὶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς δυό μας δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει πὼς πράγματι εἴχαμε ξανασυναντηθεῖ, κανεὶς ἀπὸ τοὺς δυό μας δὲν φανταζόταν ὅτι μερικὲς φορὲς τὰ φέρνει ἔτσι ἡ κατάρα ὥστε, ἀκόμη κι ἂν ἔχουν περάσει χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ θαύμασε κανεὶς τὴν ὡραιότητα τῆς μορφῆς κάποιου ποὺ τυχαῖα καὶ φευγαλέα συνάντησε, νὰ ξανασυναντᾶ τὸ ἀντικείμενο τοῦ αἰσθητικοῦ θαυμασμοῦ καὶ ἡ δεύτερη αὐτὴ συνάντηση νὰ ὁδηγεῖ σὲ ἐξαίσιες παγιδεύσεις, καὶ ἴσως αὐτὸ νὰ ἦταν πράγματι ἕνα θαῦμα, ἕνα ὄνειρο ποὺ ἔγινε πραγματικότητα, αὐτὸ αἰσθανόμουν πὼς συνέβαινε κάθε φορὰ ποὺ συναντοῦσα τὸν τρυφερό μου ταξιτζὴ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, κάθε φορὰ ποὺ φιλιόμασταν, κάθε φορὰ ποὺ ἀγκαλιαζόμασταν γυμνοί, κάθε φορὰ ποὺ λιώναμε ὁ ἕνας μέσα στὸν ἄλλο, καὶ ἤξερα πὼς ὁ Δημήτρης δὲν ὑπῆρχε πιά, εἶχε πεθάνει ἀναμφίβολα καὶ ὁριστικὰ καὶ κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προσδοκήσει ἢ νὰ φοβηθεῖ τὴν ἀνάστασή του.

