Ἀντικατοπτρισμὸς

I lived like an angry guest,
like a partly mended thing, an outgrown child.

Anne Sexton

I

Φοροῦσα τὰ συνηθισμένα: μπάτσος, ναύτης, πυροσβέστης
διότι σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ἡ πρωτοτυπία διαλύει τὶς φαντασιώσεις.
Λικνιζόμουν κι ἕνα ἕνα τ᾽ἀφαιροῦσα: καπέλο, σακάκι, πουκάμισο,
ὕστερα μὲ μιὰ κίνηση τὸ παντελόνι (μὲ velcro βέβαια στὶς ραφὲς)
κι ὕστερα ἀργὰ καὶ βασανιστικὰ ἔβγαζα τὰ ἐσώρουχα
τὸ τελευταῖο εἰδικὰ μπορεῖ νὰ ἔπαιρνε ὣς καὶ δέκα λεπτὰ
ἔπρεπε νὰ παιδέψω τὸ κοινὸ ὥσπου τὸ θεῖο μέλος ν᾽ ἀποκαλύψω.
Τοὺς κοιτοῦσα στὰ μάτια, γιὰ μισὸ δευτερόλεπτο τὸν καθέναν
μ᾽ἔνα χαμόγελο κάπως σαρκαστικό, ὑπεροπτικό,
ἀπολάμβανα τὴν ἀνυπομονησία τῆς ἐπιθυμίας τους
νὰ μὲ δοῦν, νὰ μὲ κοιτάξουν.

Ἀντικειμενικά, δὲν εἶχα τὸ σῶμα τῶν ὀνείρων τους
καὶ δὲν εἶχε σημασία: ἤμουν ἐπάνω στὴ σκηνή,
μὲ παρακολουθοῦσαν τὰ φῶτα, μὲ πλαισίωνε ἡ μουσική,
ἤμουν αὐτὸς ποὺ ἦρθαν γιὰ νὰ δοῦν, ὅποιος κι ἂν ἤμουν,
ἤμουν αὐτὸς ποὺ θ᾽ἀποκαλυφθεῖ, αὐτὸς ποὺ μάταια
ἅπλωναν τὰ χέρια γιὰ ν᾽ἀγγίξουν. Μόνο τὸ βλέμμα
πραγματώνει τὸν πόθο μεταξὺ σκηνῆς καὶ πλατείας
κι ἤξερα πὼς ὅσο κι ἂν ὑπολειπόμουν τῶν πορνοστὰρ
ποὺ τοὺς συντρόφευαν στὸ porndude καὶ στὸ pornhub
τὶς ὧρες τῶν μοναχικῶν ἀπολαύσεων, ἐγὼ τοὐλάχιστον
ἤμουν κοντά τους, ἂν καὶ ὄχι ἀρκετά.

Κι ὅταν ἐπιτέλους, στὴν ἐκπνοὴ τοῦ τραγουδιοῦ
παρουσιαζόταν τὸ θέαμα ποὺ ποθοῦσαν ἐνώπιόν τους
(στύση σκληρὴ μὲ ὑποβοήθηση χημικὴ σὲ μέλος λαδωμένο),
φώναζαν ἐνθουσιασμένοι, ἔξαλλοι ἀλάλαζαν,
σίγουροι πὼς αὐτοὶ ἦσαν ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν κατάστασή μου
στὴν παρουσία τους πὼς ὀφειλόταν ἡ ὀφθαλμοφανὴς
στὸ κέντρο τοῦ κορμιοῦ μου ἐκδήλωση τοῦ πόθου˙
χάνονταν ὅλα τ᾽ἄλλα, δὲν ὑπῆρχε σκηνή, δὲν ὑπῆρχε μουσική,
δὲν ὑπῆρχε πρόσωπο, δὲν ὑπῆρχαν μηροί, δὲν ὑπῆρχε στέρνο,
ἀπρόσωπος καὶ ἀσώματος ὁ φαλλὸς κυριαρχοῦσε
στὸ βακχευμένο πλῆθος.

Ὕστερα σβήνανε τὰ φῶτα καὶ ντυνόμουν, ὄχι πιὰ
μπάτσος, ναύτης, πυροσβέστης μὲ velcro στὶς ραφὲς
ἀλλὰ ἄνθρωπος κανονικὸς τῆς ἡλικίας μου,
μὲ μπλουτζὴν καὶ φανελάκι καὶ κόκκινα σταράκια
κι ἔβγαινα ἀνάμεσά τους νὰ πιῶ ἕνα ποτό.
Κανεὶς ποτὲ δὲν μ᾽ἀναγνώριζε τότε, ἤμουν
ἕνας ἀπ᾽αὐτούς, ἕτοιμος νὰ κοιτάξω καὶ νὰ θαυμάσω
τὸν ἑπόμενο χορευτή, μακριὰ ἀπ᾽τὰ φῶτα,
μὲ στεγνὸ ἐσώρουχο, μὲ ζαρωμένο μέλος,
μέσα στὸ πλῆθος νὰ περιμένω, μὲ ἀνυπόμονη ἐπιθυμία,
τὸ τελευταῖο νούμερο.

ΙΙ

Κοιμόμουν συνήθως μόνος, τὸ πρωί.
Τὸ σῶμα μου πονοῦσε
ὄχι ἀπὸ τὴν κούραση
ἀλλὰ μᾶλλον ἐπειδὴ
τόσα βλέμματα τὸ εἶχαν παραβιάσει
κι ἔτρεχαν αἷμα
οἱ πληγές.

Πάντα μὲ ξυπνοῦσαν ἐφιάλτες:
ἀποδοκιμασίες τοῦ πλήθους
ἀκρωτηριασμένα μέλη
ἡ μάνα μου νὰ χειροκροτεῖ
κανίβαλοι θεατὲς
σιωπηλὴ μουσικὴ
σβησμένα φῶτα.

Τρέμοντας πήγαινα στὸ μπάνιο
ξερνοῦσα
κοιτοῦσα τὸ γυμνό μου σῶμα
στὸν καθρέφτη
δὲν εἶχε ἀληθινὲς πληγὲς
ἀλλὰ δὲν ἦταν καὶ τίποτε σπουδαῖο˙
δὲν ἦταν ὡραῖο.

Ἀδιανόητο πῶς ἔκανα αὐτὴ τὴ δουλειά.
Μὲ δέρμα τόσο πελιδνὸ
κορμὶ πλαδαρὸ
ὄργανο μικρό, ζαρωμένο,
μαλακό, φοβισμένο
καὶ χωρὶς καμμιὰ ἐπιθυμία
ν᾽αὐτοθαυμαστῶ.


III

Μερικὲς φορές, πολὺ σπανίως, ὑπέκυπτα.
Πλησίαζα κάποιον στὸ τέλος τῆς βραδιᾶς
ἂν ἦταν ἀκόμη μόνος τὰ ξημερώματα
τοῦ χαμογελοῦσα καὶ τὸν κοιτοῦσα
μὲ τὸ βλέμμα τοῦ stripper
σαρκαστικὸ κι ὑπεροπτικό˙
μὲ ἀναγνώριζε καὶ λάμπανε τὰ μάτια του
καὶ πάντα ὅποιος κι ἂν ἦταν ἅπλωνε
τὸ χέρι του καὶ μ᾽ἔσφιγγε δυνατὰ ἐκεῖ.

Στὸ σπίτι του, ὅπου κι ἂν ἦταν,
ἐκτυλισσόταν ἡ ἴδια σκηνή:
καθόταν, μοῦ ζητοῦσε νὰ γδυθῶ,
φανταζόταν ἰδιωτικὴ ἐπανάληψη
τοῦ γνωστοῦ θεάματος, διαψευδόταν,
δὲν ὑπῆρχαν κατάλληλα φῶτα
δὲν ὑπῆρχε ἡ σωστὴ μουσική,
παρέμενα ὁλόκληρος, ἄνθρωπος κανονικός,
εὐάλωτα γυμνός.

Ὕστερα ξάπλωνε παραιτημένος
δὲν ἤξερα κἂν τί ἤθελε
ἂν ἤθελε κάτι ἀπὸ μένα
παραμέριζα πάντως ὅσο χρειάζεται
τὸ παντελόνι του καὶ τὸ ἐσώρουχο
κι ἔμπαινα μέσα του μὲ δύναμη
ἐλπίζοντας νὰ ἐξιλεωθῶ
ὕστερα γρήγορα ντυνόμουν κι ἔφευγα
ὅ,τι ὥρα κι ἂν ἦταν.


IV

Κάθε ἀπόγευμα, τηλεφωνοῦσα στὴ μητέρα
τὴν ἴδια πάντα ὥρα, ἕνα ραντεβοὺ καθημερινὸ
μὲ σκοπὸ νὰ καθησυχάσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο
ὅτι εἴμαστε ζωντανοὶ ἀκόμα καὶ συνεχίζουμε.
Δὲν εἴχαμε ποτὲ πολλὰ νὰ ποῦμε,
τὰ προσωπικὰ εἶχαν χρόνια τώρα ἀποκλειστεῖ
γιὰ λόγους ἀμοιβαίας αὐτοπροστασίας, οὔτε ἐγὼ
ἤθελα ν᾽ἀκούω γιὰ ἀρρώστιες καὶ θανάτους, οὔτε ἐκείνη
ἄντεχε νὰ τῆς μιλῶ γιὰ νοσηροὺς ἔρωτες˙
τὰ ἐπαγγελματικά μου τὰ ἐξαντλούσαμε
σὲ δυὸ κουβέντες, ναί, ὅλα καλὰ στὴ δουλειὰ
τῆς ὁποίας ἡ φύση παρέμενε ἀσαφής.

Φτάσαμε τελικὰ νὰ λέμε μόνο γειά, τί κάνεις, καλά.
Κοιτοῦσα συχνὰ τὴν ὀθόνη τοῦ τηλεφώνου
μετὰ τὴ συνδιάλεξη κι ἔλεγχα τὸν χρόνο.
Δεκαεφτά, εἴκοσι, εἴκοσι ἕξι τὸ πολὺ
δευτερόλεπτα, ἄρχισα νὰ τὰ καταγράφω
χωρὶς ἄλλες ἐνδείξεις στὸν ὑπολογιστὴ
σ᾽ἕνα λογιστικὸ φύλλο ποὺ ὀνόμασα
συγγενικὰ δικαιώματα καὶ κάθε μήνα
ἔβγαζα τὸν μέσο ὅρο διάρκειας τῶν συνδιαλέξεων
ὥσπου πέθανε
κι ἔκλεισα τοὺς λογαριασμούς μου.

Πένθησα σιωπηλός.


V

Ὅταν συμπληρώθηκαν ἕξι μῆνες σιωπῆς
ἕξι μῆνες ποὺ δὲν μίλησα σὲ ἄνθρωπο
παρατήρησα πὼς δὲν καταλάβαινα πιὰ
τόσο εὔκολα τί ἔλεγαν οἱ ἄλλοι γύρω μου
– χρειαζόταν νὰ τὸ ἐπεξεργαστῶ, σὰν νὰ μιλοῦσαν
ξένη γλώσσα ποὺ γνώριζα ἐλάχιστα.

Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔδωσα πολλὴ σημασία
ἄλλωστε δὲν ἦταν πιὰ χρήσιμο
οὔτε ν᾽ ἀκούω οὔτε ν᾽ ἀποκρίνομαι
τὸ μόνο ποὺ μὲ κρατοῦσε στὴ ζωὴ
ἦταν ἡ ἔκθεση τοῦ σώματός μου
ἡ διαψευσμένη προσδοκία τῆς ἁφῆς.

Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς διαπίστωνα
πὼς ὅλο καὶ πιὸ δύσκολα ἔβγαζε νόημα
τὸ ἀφασικὸ μυαλό μου ἀπὸ τὶς ἀδέσποτες ὁμιλίες
κι ἀναρωτήθηκα ἂν ἄξιζε τὸν κόπο
κάποια προσπάθεια νὰ κάνω νὰ διατηρήσω
μιὰν ἐλάχιστη δυνατότητα ἐπικοινωνίας.

Υἱοθέτησα μὲ πολὺ κόπο καὶ πολλὴ ἐπιμονὴ
μιὰ καινούρια συνήθεια: κάθε ἀπόγευμα
τὴν ἴδια πάντα ὥρα, σὰν ραντεβοὺ καθημερινό,
διάβαζα δυὸ σελίδες ἀπὸ τὸ μαγικὸ βουνό,
χρονομετρώντας προσεκτικὰ τὴ διάρκεια
τῆς ἄσκησης αὐτῆς ἀναγνωστικῆς κατανόησης.

Ὅταν κατάφερα νὰ ρίξω τὸν χρόνο στὸ μισὸ
ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ ἡμίωρο, πρόσθεσα μιὰ σελίδα,
τρεῖς μῆνες μετὰ ἄλλη μία, καὶ εἶχα φτάσει σχεδὸν
στὴ μέση τοῦ μυθιστορήματος ὅταν
πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ ζοριστῶ καὶ νὰ ἐπιχειρήσω
ἀσκήσεις ἀκουστικῆς κατανόησης κι ἄρχισα
ν᾽ἀκούω ραδιόφωνο καὶ νὰ παρακολουθῶ τηλεόραση.

Ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς μητέρας μου πέρασαν
ἔτσι δυόμισι χρόνια σχεδὸν καθημερινῆς ἄσκησης
μὲ ἀποτελέσματα ἱκανοποιητικά, ὄχι ὅμως
ἔξοχα, κι ἀναρωτήθηκα πῶς εἶναι δυνατὸν
νὰ χάνει κανεὶς τόσα πολλά ἐνῶ στερήθηκε τόσο λίγα
(ἐν προκειμένῳ, μιὰ ἀνούσια συνδιάλεξη λίγων δευτερολέπτων).


VI

Εἶπα καλοῦ κακοῦ νὰ ξαναμάθω νὰ μιλάω ἐπίσης.
Ἐμπιστεύθηκα καὶ πάλι τὸν γραπτὸ λόγο καταρχὰς
κι ἔγραφα σημειώματα εἰς ἑαυτὸν
σὲ καθημερινὴ βεβαίως βάση ἐπὶ μῆνες
ὥσπου ν᾽ἀποκτήσω τὸ θάρρος
ν᾽ἀρχίσω κυριολεκτικὰ νὰ παραμιλῶ.

Πρόσεχα, ἐντούτοις, νὰ μὴν εἶναι παραλήρημα
τὸ παραμιλητό μου, νὰ ἔχει συνέπεια καὶ συνοχή,
μὲ κύριες καὶ δευτερεύουσες προτάσεις
σωστὰ συνταγμένες, καὶ μὲ λογικὸ εἱρμό.
Τὰ κατάφερα, ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἂν καὶ ποτὲ
δὲν μοῦ ἔλεγα τίποτα σημαντικό.

Σὲ περιγραφὲς κυρίως ἐπιδιδόμουν
ἀντικειμένων καὶ κλειστῶν χώρων
κι ἀργότερα προσώπων ἀγνώστων
ἐπιλεγμένων τυχαῖα ἀπὸ τὸ κοινό.
Μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες, δοκιμάστηκα
καὶ στὴν ἀφήγηση ἁπλῶν περιστατικῶν.

Τὰ κουτσοκαταφέρνω πιά, ὁμολογῶ,
μόνο μὲ τὶς συγκεκριμένες ἔννοιες δυσκολεύομαι
καὶ μὲ τὴ μυθοπλασία τῶν ἐφιαλτῶν,
ἰδίως ὅταν ἀκούω θορύβους κι ὁμιλίες
ἀπὸ τὸ διπλανὸ διαμέρισμα καὶ τρομοκρατοῦμαι
ὅτι μπορεῖ κάποιος νὰ μὲ ἀκούει.


VII

Δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω ἂν ὑποψιασθῶ
πὼς κάποιος μὲ ἀκούει. Τὰ χάνω.
Ἂν ἔχω ἤδη ξεκινήσει τὸ παραμιλητὸ
καὶ μοῦ περάσει ἀπ᾽τὸ μυαλὸ
πὼς μὲ ἀκοῦν, πνίγομαι, δὲν μπορῶ
ν᾽ἀνασάνω, σταματῶ στὴ μέση τῆς λέξης,
στὴ μέση τῆς συλλαβῆς ἂν χρειαστεῖ,
ὥστε μόνον ἤχοι ἄναρθροι νὰ φτάσουν
στὸν ἐπίδοξο ὠτακουστὴ
χωρὶς ρυθμό, χωρὶς εἱρμό, χωρὶς νόημα.


Εἶναι αὐστηρὰ ἰδιωτικὴ ἀπόλαυση ἡ ὁμιλία
δὲν εἶναι ἐπικοινωνιακή, δὲν ἔχει πρόθεση
νὰ ἀπευθυνθεῖ, μόνο κάπως νὰ ὑπάρξει
σὰν βάκιλλος σὲ γυάλινο κώδωνα κλεισμένος.

Ἔχω βάψει ὅλους τοὺς τοίχους ἄσπρους
καὶ τὰ πατώματα καὶ τὰ ταβάνια, μὲ ἀσβέστη
κι ἔχω συνδέσει φῶτα δυνατά, χιλιάδες βὰτ
σὲ κάθε δωμάτιο ἀνάβουν μέρα νύχτα
τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς κλινικῆς γιὰ ν᾽ἀναπλάσω
τὸ λευκὸ κελλί, τὴν ἀπουσία ἐρεθισμάτων,
τὴ νέκρωση τῶν αἰσθήσεων, τὴ σιωπή,
κυρίως τὴν ἀπαστράπτουσα ἐκείνη σιωπὴ
χωρὶς ὕπνο καὶ χωρὶς ξυπνημό,
ὅπου τὸ φῶς μοῦ στερεῖ τὸ φῶς μου.

Οἱ αἰσθήσεις μπερδεύονται, ἀκούω τὴ λάμψη,
βλέπω τὴ σιωπή, ὀσφραίνομαι τὴν ἀπόσταση,
γεύομαι τὴ φθορά. Ἀγγίζω τὴ σήψη.
Ἥσυχος ἐγκαταλείπω τὰ ἐγκόσμια.

[Ὁ Ἀντικατοπτρισμὸς προέρχεται ἀπὸ τὸ Μαντεῖο. Πρωτοδημοσιεύθηκε στὸ διαδικτυακὸ περιοδικὸ Χάρτης, τεῦχος 54, Ἰούνιος 2023]

Marilyn

Ἀπολογισμὀς

I want to still be – but time has changed
the hold of that glance.

 Marilyn Monroe

Δὲν ἀλλάζει μόνο ἡ φυσιογνωμία
ἀλλὰ καὶ τὸ βλέμμα:
ἡ εἰκόνα θολώνει
ρυτίδες τέμνουν τὸ ὀπτικὸ πεδίο
καὶ μαθαίνει κανεὶς μὲ τὰ χρόνια
νὰ βλέπει λιγότερο
νὰ παρατηρεῖ λιγότερα.

Πρόκειται γιὰ μηχανισμὸ ἐπιβίωσης.
Προσαρμόζει κανεὶς τὶς ἀνάγκες του
στὶς δυνατότητές του: ἂν δὲν βλέπει
περιορίζει τὰ πράγματα καὶ τὰ πρόσωπα
ποὺ χρειάζεται νὰ δεῖ, καὶ κυρίως φροντίζει
νὰ μὴν κοιτάζει ποτὲ κατάματα, οὔτε τοὺς ἄλλους
οὔτε βεβαίως τὸ εἴδωλό του στὸν καθρέφτη.

Γι᾽αὐτὸ πολλὲς φορὲς νομίζουμε
πὼς εἶναι μονήρεις οἱ ἡλικιωμένοι
πὼς δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει πιὰ ὁ κόσμος.
Ἐπειδὴ φοβοῦνται τὴν ἀπώλεια.

in a few short days I’m sending you a reminder – to remind you of something of me mostly

Marilyn Monroe, ὑστερόγραφο ἐπιστολῆς πρὸς τὸν ‘Claude Claude’

Ἡ ἄψογα μακιγιαρισμένη ἐπιδερμίδα, τὸ σωστὸ κραγιὸν στὰ χείλη, τὰ ροῦχα ποὺ θὰ τὴν κολάκευαν: αὐτὰ ἦσαν εὔκολα. Πιὸ δύσκολο ἦταν τὸ χαμόγελο, δὲν ἔπρεπε οὔτε ἐντελῶς ἀθῶο οὔτε ἀκραιφνῶς λάγνο νὰ φαίνεται τὸ μισάνοιγμα τῶν χειλιῶν στὶς φωτογραφίες˙ στὸ Actors Studio δὲν εἶχαν ἰδέα πόσες ὧρες μελετοῦσε μπροστὰ στὸν καθρέφτη ὄχι μόνο τὴν παραμικρή της κίνηση ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὴν πιὸ φευγαλέα ἔκφραση τοῦ προσώπου, κανεὶς δὲν φανταζόταν πόσο σκληρὰ προσπαθοῦσε ὄχι μόνο γιὰ νὰ πετύχει τὸ ποθητὸ καλλιτεχνικὸ ἀποτέλεσμα στὶς ταινίες της, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ γιὰ νὰ χτίσει τὸ πρόσωπο ποὺ ὅλοι πίστευαν πὼς τῆς εἶχε δωρίσει ὁ θεός. Τοὺς εἶχε πείσει πὼς μέλημά της ἦταν πῶς νὰ φανεῖ κάτι περισσότερο ἀπὸ μιὰ bimbo, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν τὴν δυσκόλευαν καθόλου οἱ δεκάδες φωτογραφίες της μὲ βιβλία, τὰ ἡμερολόγια τῶν ἀναγνώσεων, τὰ ποιήματα. Τὸ πρόσωπό της ἦταν ὁ πραγματικὸς ἆθλος, τὸ πρόσωπό της ἦταν τὸ κατόρθωμά της, γιατὶ τὸ πρόσωπό της τὸ θυμοῦνται ὅλοι, ἀκόμη καὶ τώρα, ἑξήντα χρόνια ἀφοῦ τὸ ἔχασε.

Τίλλα

νομίζουν πὼς αὐτὸ εἶναι τὸ πρέπον

Πόσο ἔκλαψε ὅταν διάβασε τὶς ἐπικρίσεις τοῦ σπουδαίου κριτικοῦ! Ὅσο κι ἂν προσπάθησε νὰ τὴν ἠρεμήσει τὰ ἑπόμενα χρόνια, τίποτε δὲν μπόρεσε νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο της.

Ἤξερε, ἤξερε βέβαια ἡ Τίλλα, πόσο ἀνυποψίαστοι ἦσαν ὅλοι αὐτοί, ἤξερε πόσο τοὺς τρόμαζαν οἱ ἐξομολογήσεις της, κι ἂς συνέχιζαν ἀπρόσκοπτοι τὸ ἔργο τους, σὰν νὰ μὴν εἶχε τίποτε ἄλλο σημασία στὴ ζωή, σὰν νὰ μὴν εἶχε σημασία ὁ θάνατος. Δὲν ἄντεξε, ὅμως, τὴν μικροπρεπὴ σκληρότητά τους.

[Τίλλα Μπαλῆ, Οἱ ἀνύποπτοι]

Κλάμα

 στοὺς καθρέπτες
ποὺ ἔγιναν νὰ βλέπωμε τὴ φθορὰ
τὴ φριχτή μας διαφορά.

Τίλλα Μπαλῆ

Ἀναμνήσεις δακρύων δὲν ἔχω
ἂν καὶ παιδὶ θὰ ἔκλαιγα ὁπωσδήποτε
ὅπως κλαῖνε ὅλα τὰ παιδιὰ
ὅταν τοὺς παίρνουν τὰ παιχνίδια
ἢ ὅταν κάποιος φεύγει.

Στὴν ἐνήλικη ζωὴ πάντως δὲν ἔκλαψα
μοῦ φαίνονταν φτηνὰ τὰ δάκρυα
καὶ ἀκριβὰ τὰ δικά μου συναισθήματα
γι᾽αὐτὸ τὰ ἔκρυβα ὅσο μποροῦσα.

Πέρασαν πενήντα χρόνια ὥσπου
νὰ ἐπιστρέψουν στὰ μάτια μου τὰ δάκρυα
ἀνεξέλεγκτα πιά, στὰ καλὰ καθούμενα,
ρέουν συχνὰ καὶ ἐντελῶς ἀπρόβλεπτα,
ἀκόμη κι ὅταν δὲν εἶμαι μόνος.

Διασκεδάζω τὴν ἀμηχανία τῆς συντροφιᾶς
ψελλίζοντας ἀνάμεσα σὲ λυγμοὺς
πὼς γέρασα καὶ ξεμωράθηκα
ἢ κάτι γιὰ τὶς ὁρμονικὲς διαταραχὲς τῆς ἡλικίας
καὶ χαμογελοῦν συνήθως οἱ ἄλλοι εὐγενικὰ
χωρὶς βεβαίως οὔτε ἐκεῖνοι νὰ μὲ ξεγελοῦν
οὔτε ἐγὼ δυστυχῶς ν᾽ αὐταπατῶμαι.

Στὴν πραγματικότητα,
δὲν φταῖνε οἱ ὁρμόνες
οὔτε πὼς ξεμωράθηκα ἰσχύει
τώρα ποὺ κλαίω κι ὅλο κλαίω.

Πὼς κάποιος φεύγει φταίει
καὶ δὲν ἔχει πιὰ τίποτα νὰ κρύψει.

[Τὸ “Κλάμα” πρωτοδημοσιεύθηκε ἐδῶ]