Σὲ κάποιο μάθημα γλωσσολογίας πρὶν πολλὰ χρόνια, ὅταν ἀκόμη ἤμουν φοιτητής, ἕνας εὐφυέστατος καθηγητὴς μᾶς εἶχε παρουσιάσει καμμιὰ δεκαριὰ προτάσεις καὶ μᾶς εἶχε θέσει τὸ ἐρώτημα ἄν, κατὰ τὴ γνώμη μας, οἱ προτάσεις αὐτὲς προέρχονταν ἀπὸ γραπτὰ φυσικῶν ὁμιλητῶν τῆς γλώσσας. Οἱ φοιτητὲς διαβάσαμε τὶς προτάσεις καὶ ἀπαντήσαμε ὁμόφωνα πὼς ὄχι, δὲν ὑπῆρχε περίπτωση φυσικὸς ὁμιλητὴς νὰ ἔχει παραγάγει τέτοιες προτάσεις, καθὼς τὰ λάθη ποὺ περιεῖχαν οἰ προτάσεις αὐτὲς ἦσαν ὀφθαλμοφανῆ καὶ σοβαρά˙ προφανῶς, εἴπαμε, ἐπρόκειτο γιὰ ἀνθρώπους ποὺ δὲν γνώριζαν καλὰ τὴ γλώσσα στὴν ὁποία προσπαθοῦσαν νὰ ἐκφρασθοῦν.
Ὁ καθηγητὴς χαμογέλασε μὲ αὐτοσυγχαρητήρια συγκατάβαση καὶ μᾶς ἀποκάλυψε τὴν πραγματικὴ προέλευση τῶν προτάσεων ποὺ μὲ τόση βεβαιότητα εἴχαμε ἀποφανθεῖ πὼς περιεῖχαν γλωσσικὰ λάθη: ὅλες ἀνεξαιρέτως προέρχονταν ἀπὸ ποιήματα ἐπιφανῶν σύγχρονων ποιητῶν καὶ μάλιστα τὰ ποιήματα αὐτά, ποὺ στὴ συνέχεια διαβάσαμε, ἦσαν ὅλα σπουδαῖα ποιήματα. Καὶ φυσικά, μὲ τὴν εὐκολία καὶ τὴν ἀδιαντροπιὰ τῆς νεότητας, ἀλλάξαμε ἀμέσως γνώμη: τελικά, εἴπαμε, δὲν ἐπρόκειτο, βεβαίως, περὶ λαθῶν, ἦταν προφανὲς πὼς τὰ δείγματα αὐτὰ ἀντιπροσώπευαν δημιουργικἐς ἀποκλίσεις ἀπὸ τοὺς γλωσσικοὺς κανόνες, τὶς ὁποῖες βεβαίως ἐπιχειρήσαμε ἐν συνεχείᾳ νὰ ἀναλύσουμε καὶ νὰ ἐξηγήσουμε.
Σκοπὸς τοῦ καθηγητῆ, ὅπως ἀποδείχθηκε, ἦταν νὰ μᾶς δείξει πόσο προβληματικὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ σωστοῦ καὶ τοῦ λάθους. Παρεμπιπτόντως, ὅμως, ἡ χρήση παραδειγμάτων προερχόμενων ἀπὸ τὸν ποιητικὸ λόγο, μᾶς ἔδειξε ἐπίσης καὶ κάτι ἄλλο: ὅτι ἡ ποιητικὴ γλώσσα λειτουργεῖ μὲ κανόνες ποὺ δὲν συμπίπτουν ἀπαραιτήτως μὲ τοὺς κανόνες τῆς συμβατικῆς γλώσσας˙ ὅτι ἡ ποίηση χτίζει μιὰ ἰδιαίτερη γλώσσα τὴν ὁποία χρησιμοποιεῖ ἀποκλειστικὰ γιὰ τοὺς δικούς της σκοπούς, ποὺ πολὺ ἀπέχουν ἀπὸ τοὺς κατὰ βάση ἐπικοινωνιακοὺς σκοποὺς τῆς συμβατικῆς γλώσσας.
Τὸ κάθε ποίημα (καὶ μιλῶ ἐδῶ γιὰ σημαντικά, βεβαίως, ποιήματα καὶ ὄχι γιὰ προϊόντα ἀκατάσχετης ποιηματογραφίας) ἀποτελεῖ ἕνα νέο, μοναδικὸ σύστημα σημείων (ἕνα nonce system, θὰ ἔλεγαν – καὶ ἔχουν πράγματι πεῖ – οἱ Ἄγγλοι) τὰ ὁποῖα λειτουργοῦν στὴν συγκεκριμένη, μοναδικὴ συνάρθρωσή τους καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ. Ἡ λεγόμενη “ποιητικὴ ἄδεια”, ποὺ ἀναγνωρίζει στὴν ποιητικὴ γλώσσα τὸ δικαίωμα νὰ ἀποκλίνει ἀπὸ τοὺς συμβατικοὺς κανόνες τῆς γραμματικῆς καὶ τοῦ λεξιλογίου, εἶναι μόνο ἡ κορυφὴ τοῦ παγόβουνου. Ἡ οὐσία βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῶν προφανῶν καὶ δικαιολογημένων ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ ποιητικὴ ἄδεια ἀποκλίσεων, ἐκεῖ δηλαδὴ ὅπου ἀνατρέπεται ἢ ὑποσκάπτεται ἡ γλώσσα ὡς ἀνθρώπινη ὁμιλία: ἡ ποίηση δὲν ἀκολουθεῖ τὶς ἐπικοινωνιακὲς συμβάσεις, ἀλλὰ ἀντίθετα στηρίζεται στὴν ἀνοικείωση τοῦ ἀναγνώστη ἀπὸ αὐτές.
Ὅταν, γιὰ παράδειγμα, στὸ ποίημά της “Ὁ Ἐπικήδειος”, γράφει ἡ Ἀλόη Σιδέρη “Ἂς εἶναι τὰ νησιὰ σου ἐλαφρά, Ἰόνιο πέλαγος!” μπορεῖ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε καμμιὰ ἀπόκλιση ἀπὸ τοὺς κανόνες τῆς γραμματικῆς, τῆς σύνταξης ἢ (ἂν δὲν εἴμαστε πολὺ αὐστηροὶ) τοῦ λεξιλογίου, ἀλλὰ ἡ λειτουργία τῆς γλώσσας εἶναι σαφῶς ποιητικὴ καὶ ὄχι ἐπικοινωνιακή: ἡ κλητικὴ ἀπευθύνεται στὸ Ἰόνιο πέλαγος, καὶ ὄχι, ὡς εἴθισται κατὰ τὴν ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία, σὲ κάποιον ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀκούσει ἢ νὰ ἀπαντήσει˙ τὸ ἐπίθετο “ἐλαφρὰ” περιγράφει τὰ νησιά, σὲ μιὰ σύμφραση ποὺ ξενίζει τὸν φυσικὸ ὁμιλητὴ τῆς ἑλληνικῆς καὶ ὁπωσδήποτε δὲν ἀπαντᾶ στὴ συμβατικὴ χρήση τῆς γλώσσας˙ συγχρόνως, ἡ εὐχὴ “ἂς εἶναι ἐλαφρὰ” ἀνακαλεῖ τὴ στερεότυπη ἔκφραση “ἂς εἶναι ἐλαφρὺ τὸ χῶμα ποὺ τὸν σκεπάζει” καὶ ὁρίζει ἔτσι ἕνα περικείμενο πένθους˙ καὶ τελικὰ μέσω αὐτῶν τῶν ἀνατροπῶν τῶν συμβατικῶν χρήσεων τῆς γλώσσας προκύπτει ἡ εἰκόνα τοῦ πελάγους ὡς ἀγαπημένου νεκροῦ τὸν ὁποῖο πενθοῦμε ἢ νοσταλγοῦμε. Ἡ δύναμη τοῦ καταληκτήριου αὐτοῦ στίχου τοῦ ποιήματος στηρίζεται ἀκριβῶς στὶς γλωσσικὲς ἀνατροπές˙ δὲν καταφεύγει ἡ ποιήτρια, ὅπως θὰ ἔκανε ἕνας ἀποτυχημένος ποιητής, σὲ συμβατικὰ σχήματα λόγου (φτηνὲς μεταφορὲς τύπου “τὸ πέλαγος ἔνα πτῶμα” ἢ παρομοιώσεις ὅπως “τὸ πέλαγος σὰν νεκρὸς ποὺ κεῖται στὸν τάφο του”), διότι δὲν τὰ χρειάζεται: δουλειά της εἶναι ἡ ποίηση, ὄχι ἡ συμβατικὴ ποιηματογραφία τοῦ συρμοῦ.
Ἡ οὐσία τοῦ ποιητικοῦ φαινομένου μοῦ φαίνεται πὼς ἐδῶ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ: στὴ δημιουργία ἑνὸς συστήματος λόγου ποὺ ἀνακαλεῖ γιὰ νὰ ἀνοικειώσει, ποὺ ἀξιοποιεῖ γιὰ νὰ ἀνατρέψει, ποὺ ἀκυρώνει τὸ σύνηθες περικείμενο καὶ ὑπονομεύει τὴν ἐπικοινωνιακὴ σύνθήκη τῆς συμβατικῆς γλώσσας. Καὶ εἶναι προφανές, νομίζω, ὅτι αὐτὴ ἡ διαδικασία προϋποθέτει ἀπαραιτήτως ἄριστη γνώση τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβάσεών της. Εἶναι πιθανὸ, μάλιστα, πὼς εἶναι καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους τῆς ἀποτυχίας πολλῶν σύγχρονων ποιητῶν: ἡ ἀγλωσσιά τους.
[πρωτοδημοσιεύθηκε στὴ bibliothèque]