Κυκλοφόρησε, λοιπόν, τὸ «Ἔλεος», τὸ τρίτο μου ποιητικὸ βιβλίο, χωρὶς τυμπανοκρουσίες.
Ἔχω μάθει πιά, ἔστω καθυστερημένα, ἔστω τρώγοντας τὰ ἀνοήτως αἰσιόδοξα μοῦτρα μου δυὸ φορές, πῶς παίζεται αὐτὸ τὸ παιχνίδι: ἀποστολὲς ἀντιτύπων σὲ δεκάδες «ἐπιδραστικοὺς» ἀναγνῶστες˙ φιλοφρονήσεις πρὸς ὅλους ὅσοι ἔχουν ὁποιαδήποτε σχέση, ἔστω ἐλάχιστη, μὲ τὴ λογοτεχνία καὶ τὴν ἀγορὰ τῆς λογοτεχνίας˙ ἀποφυγὴ δημόσιων ἐντάσεων, διαφωνιῶν καὶ ἀντιρρήσεων˙ παρακλήσεις σὲ φίλους καὶ γνωστοὺς νὰ «γράψουν κάτι»˙ σύσφιξη (ἤ, στὴν περίπτωσή μου, ἀποκατάσταση) σχέσεων μὲ τὰ λογοτεχνικὰ περιοδικά˙ αὐξημένη συχνότητα παρουσίας σὲ ἐκδηλώσεις ὁμοτέχνων καὶ ὁμοατέχνων˙ καὶ οὕτω καθεξῆς.
Δὲν θὰ τὰ κάνω ὅλα αὐτά, βέβαια, οὔτε αὐτὴ τὴ φορά. Ὄχι μόνο γιατὶ δὲν τὰ καταφέρνω – καὶ δὲν ἀντέχω – ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἔχω (ἐπιτέλους!) καταλήξει ὅτι δὲν μὲ ἐνδιαφέρει κιόλας ἡ «διάδοση τῆς δουλειᾶς μου» σὲ αὐτούς, καὶ μὲ αὐτοὺς τοὺς ὅρους. Ἐξάλλου, δὲν εἶμαι λογοτέχνης, δὲν θὰ ἔλεγα ποτὲ σὲ κανέναν ὅτι εἶμαι συγγραφέας, λογοτέχνης ἢ (μὴ χειρότερα!) ποιητής. Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἐργάζεται σκληρὰ τριάντα χρόνια τώρα (σὲ ἄσχετο μὲ τὴ λογοτεχνία χῶρο), ποὺ τοῦ ἀρέσει νὰ γράφει ποιήματα καὶ ποὺ στὰ μεσοκοπήματά του ἀποφάσισε νὰ τὰ ἐκδώσει κιόλας.
Βεβαίως, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ρωτήσει (καὶ πράγματι, ἀρκετοὶ ἔχουν ρωτήσει κατὰ καιρούς), «μὰ γιατί τὰ ἐκδίδεις ἂν εἶναι ἔτσι;» – καὶ εἶναι δικαιολογημένη ἡ ἀπορία. Τὴν ἀπάντηση δυστυχῶς δὲν τὴν ξέρω καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς καὶ ὁ ἴδιος ἔχω ἀναρωτηθεῖ γιατί ἐπιμένω καὶ γιατί παίζω, ἐξ ἀφετηρίας ἡττημένος, ἐν οὐ παικτοῖς. Φοβᾶμαι πὼς ἴσως ἡ μόνη ἀπάντηση εἶναι πὼς ἐξακολουθῶ, παρὰ τὰ πάντα, πάντα νὰ ἐλπίζω πὼς ὑπάρχει κάπου ὁ μοναχικὸς ἀναγνώστης ποὺ λέει ὁ Φωκᾶς, ὁ ὁποῖος μὲ κάποιον τυχαῖο τρόπο θὰ ἀποκτήσει πρόσβαση στὸ βιβλίο καὶ θὰ δικαιώσει, διαβάζοντας, τὸ ἀπονενοημένο διάβημα τῆς ἔκδοσης.
Ἡ ἐλπίδα, τὸ πιὸ βρώμικο ἀπὸ ὅσα μᾶς δόθηκαν μαρτύρια (ποὺ λέει καὶ τὸ «ἔλεος») εἶναι τὸ πραγματικὸ μαρτύριο τοῦ Ταντάλου, φαίνεται: δὲν πεθαίνει. Δυστυχῶς.