But this flabby terror…
Nurse, it is a person! It is nerves.
Robert Lowell,
“The Fat Man In The Mirror”
Μετὰ δέκα ἔτη
Σημαντικὴ ἡ ἐκδήλωση αὔριο, θὰ πρέπει νὰ παραστῶ, ὑποχρεοῦμαι ὡς ἐκ τῆς ἐργασίας μου. Μὲ ἐπισημότητα. Θὰ ἀσφυκτιῶ μὲ τὸ κοστούμι καὶ τὴ γραβάτα, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσω νὰ θυμᾶμαι τὴν τελευταία φορὰ ποὺ τὰ φόρεσα, στὴν Traviataτῶν τεσσαρακοστῶν γενεθλίων μου, εἴχαμε πάει σὲ θέατρο μυθικό, καὶ καμάρωνα τὸν Γιῶργο μου μὲ τὸ λινό του κοστούμι, ἦταν τόσο ὄμορφος καὶ μόνο στὴν εἰκόνα του μπορῶ πιὰ νὰ ἐλπίζω, στὴν ἀνάμνηση αὐτὴ ποὺ αὔριο θὰ ἐξουδετερώσει τὴν ἀσχήμια τῆς ἐπίσημης ἐκδήλωσης, γιατὶ μόνο ἡ μνήμη μπορεῖ νὰ θεραπεύσει, ἔστω προσωρινά, ὅ,τι ζοῦμε.
Συντροφικότητα
Ἂς ὑποθέσουμε πὼς εἶσαι θλιμμένος. Ὁ σύντροφός σου σὲ ξέρει καλά, βλέπει τὴ θλίψη στὰ μάτια σου παρὰ τὸ βεβιασμένο χαμόγελο ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ τὸν προστατεύσει, θλίβεται καὶ αὐτός, κάθεστε ἀμίλητοι καὶ δυστυχεῖς καὶ ἡ θλίψη τοῦ ἑνὸς ἐπιτείνει τὴ δυστυχία τοῦ ἄλλου˙ σὲ ἕναν διηνεκὴ βρόχο, ποὺ σᾶς σφίγγει καὶ σᾶς ἀπειλεῖ ἕως ὅτου ξεσπάει ἔνας ἀπολύτως ἄδικος καβγάς, ποὺ ὁδηγεῖ προφανῶς σὲ συμφιλιωτικὴ συνουσία˙ μετὰ τὸν ὀργασμό, ἐπιστρέφετε καὶ οἱ δύο στὴν προτεραία θλίψη, λίγο βαθύτερη κάθε φορά. Δὲν εἶναι καθόλου βέβαιο, λοιπόν, πὼς ἡ συντροφικότητα συμβάλλει στὴν εὐτυχία μας.
Ἀθροιστικὴ Κεφαλαλγία
Ἀνοίγω τὰ μάτια καὶ βλέπω ἕνα ποτήρι γεμᾶτο ὣς τὸ χεῖλος μὲ νερό. Θαυμάζω γιὰ λίγο τὴν τέλεια διαφάνεια καὶ ἁπλώνω τὸ χέρι νὰ πιάσω τὸ ποτήρι καὶ νὰ τὸ φέρω στὸ στόμα μου. Τότε ὅμως ἀντιλαμβάνομαι ὅτι δὲν ὑπάρχει ποτήρι, ὑπάρχει ἁπλῶς τὸ νερό, τὸ ὁποῖο στέκεται ἐντελῶς παράδοξα σὲ σχῆμα ποτηριοῦ καὶ παριστάνει ὅτι πράγματι περιβάλλεται ἀπὸ ἕνα διαφανὲς ποτήρι. Μόλις τὸ χέρι μου ἀγγίζει τὸ νοητὸ ποτήρι, ἡ ἰσορροπία τοῦ νεροῦ διαταράσσεται. Τὸ νερὸ χύνεται μισὸ στὸ χέρι μου καὶ μισὸ στὸ κομοδίνο. Τὸ βιβλίο ποὺ ἔχω ἀκουμπήσει στὸ κομοδίνο γίνεται μούσκεμα. Πρόκειται γιὰ τὸ Μέρες καὶ Νύχτες Χωρὶς Σημασία, ποὺ ἔχω χάσει ἐδῶ καὶ χρόνια.
Ξυπνῶ ἔντρομος καὶ διψασμένος. Στὸ κομοδίνο μου ὑπάρχει ἕνα ποτήρι καὶ ἕνα κουτὶ δυνατὰ παυσίπονα. Παρ᾽ὅλα αὐτὰ δὲν τολμῶ νὰ ἁπλώσω τὸ χέρι καὶ νὰ πιῶ. Βουτάω μὲ μιὰν ἀπότομη κίνηση τὰ παυσίπονα, σηκώνομαι καὶ τρέχω στὴν κουζίνα ὅσο πιὸ ἀθόρυβα μπορῶ, μὴν ξυπνήσει αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται μαζί μου. Γεμίζω ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ παίρνω δύο χάπια. Σὲ εἴκοσι λεπτὰ ὁ πόνος θὰ ἔχει περάσει καὶ θὰ μπορέσω νὰ ξανακοιμηθῶ.
Ὁ πόνος, ὅπως καὶ ὁ ἐφιάλτης, δὲν μοιράζεται.
Γαλάζιος Ἄγγελος
Ἀνασφαλὴς κοινὸς τόπος. Γεράσαμε προώρως, Ἰωάννη: φιλοτεχνοῦμε ὅ,τι μποροῦμε καὶ ἁγιογραφοῦμε ἀκούραστα (καίτοι κουραστικὰ) καλλίπυγους νεαροὺς μὲ δυνατοὺς μηροὺς καὶ ἀνεπίλυτες ἀντιστίξεις. Ἐδῶ καὶ αἰῶνες εἶναι γνωστὸ ὅτι δὲν ἔχουν τὸν χρόνο, οὔτε τὴν διάθεση, νὰ ἀπολαύσουν τὶς καθηλώσεις μας. Παρ᾽ὅλα αὐτά, ἀγαπητὲ Ἰωάννη, δὲν φταίει ὅτι ὁ ImmanuelRathδὲν γνώριζε τὰ ἐπικείμενα, ἀλλὰ ὅτι ἦταν ἐξ ὁρισμοῦ ἀνάπηρος καὶ ἀπροστάτευτος. Ἔτσι εἴμαστε ὅλοι, ἀτελεῖς καὶ ἀπροστάτευτοι, καὶ οἱ εὐεπίφοροι νεαροί, καὶ οἱ φιλόκαλοι μεσήλικες.
Ἐπανέκδοση
Μπορεῖ ἀκόμη νὰ συμβεῖ. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ συμβαίνει νὰ ἀκοῦν ξαφνικὰ τὰ εἰκοσάχρονα κάποιο παληὸ τραγούδι ἐπειδὴ μόλις βγῆκε σὲ remix, μπορεῖ νὰ σοῦ συμβεῖ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ εἰκοσάχρονα νὰ γκρεμίσει τὸν πολυετὴ κυνισμὸ τῆς ἐρωτικῆς λυσιτέλειας καὶ νὰ σὲ ὁδηγήσει πάλι στὸν πολυδαίδαλο δρόμο τῶν ἀτελέσφορων ραντεβοῦ˙ καὶ νὰ ἀνυπομονεῖς γιὰ τὴν ἑπόμενη συνάντηση˙ καὶ νὰ ἀδημονεῖς ὄχι γιὰ τὴν κατάκτηση τοῦ γυμνοῦ σώματος, ἀλλὰ γιὰ ἕνα φιλὶ στὸ στόμα.
Χαίρεσαι ἐνδομύχως, νοιώθεις σὰν δεκαεφτὰ ἐτῶν, κι ὔστερα θυμᾶσαι πόσο καταθλιπτικὴ ἦταν αὐτὴ ἡ ἡλικία, πόση κατατονία ἔφεραν ὅλες αὐτὲς οἱ μάταιες ἀναμονές, καὶ κυρίως πόσο μακρόπνοες ὑπῆρξαν οἱ ἐπιπτώσεις τους. Καὶ ἐπιστρέφεις τρέχοντας ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ξέφυγες, στὴ σοφία τῆς ἡλικίας σου.
Στοιχήματα
Ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε μὲ βεβαιότητα ποιός παίζει τὰ ἐρωτικὰ παιγνίδια στὰ ὁποῖα συμμετέχουμε καὶ ποιός ἁπλῶς ἀκολουθεῖ, δηλαδὴ ποιός εἶναι ὁ εὐειδὴς παίκτης ποὺ μοιράζει τὰ χαρτιὰ καὶ ποιός δυστυχὴς ἁπλῶς ποντάρει. Ὅταν, ὅμως, εἶναι κανεὶς σχεδὸν σίγουρος ὅτι ποντάρει καὶ δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογὴ παρὰ νὰ ἡττηθεῖ, τότε εἶναι σαφὲς ὅτι ἔχουν ἀλλάξει οἱ κανόνες καὶ ὅτι ὁ εὐειδὴς παίκτης εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἄγεται καὶ φέρεται. Ἡ κατάληξη, ὡστόσο, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἡ ἴδια˙ τὸ παιγνίδι ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι στημένο˙ἡ ἧττα ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι βέβαιη.
Παράσιτο
Γιὰ φαντάσου!
Ξαφνικὰ διαπιστώνεις πὼς ἔχεις τὴν ἱκανότητα μιᾶς κάποιας ἐπικοινωνίας μὲ τὰ παράσιτα ποὺ κατοικοῦν στὸ σῶμα σου. Καὶ καθὼς τὰ κοιτάζεις μὲ καθηλωτικὴ ἀηδία, ἕνα ἀπὸ αὐτὰ γυρίζει καὶ σοῦ λέει μὲ ὅλο του τὸ θράσος: «ἔ! ἐσύ! ἐσὺ ποὺ παρασιτεῖς μέσα μου, ἐσὺ ποὺ χωρὶς ἐμένα θὰ εἶχες σαπίσει! ντροπή σου!»
Καὶ παραδόξως, σκέφτεσαι πὼς δίκηο ἔχει ἀσφαλῶς, καὶ ντρέπεσαι.
Ταξίδι Ἐπαγγελματικὸ
Ἡμιθανὴς μετὰ ἀπὸ ἀδιάκοπες συναναστροφὲς τεσσάρων ἡμερῶν, ἐπιστρέφομαι ἀεροπορικῶς σὰν ἀπωλεσθὲν δέμα ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ξεκίνησα. Μὲ τὴν αἴσθηση πὼς στὴν πραγματικότητα δὲν ταξίδεψα, ἁπλῶς τοποθετήθηκα σὲ ἕναν θάλαμο βασανιστηρίων ἐπὶ τέσσερα εἰκοσιτετράωρα ἕως ὅτου οἱ τοῖχοι γύρω μου γκρεμίστηκαν. Καὶ τότε μὲ εἶδαν ξανὰ κοντά τους οἱ δικοί μου, ταλαίπωρο ἀλλὰ μᾶλλον ζωντανό, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ὁλοκλήρωναν τὴν ἀγρυπνία καὶ ξεκινοῦσαν γιὰ τὴν ταφή μου in absentia.
Ἀπήλογος
Ἐπιστρέφοντας στὸ παληὸ ἐκεῖνο ἡμερολόγιο γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους τὸ εἶχα ἐγκαταλείψει πρὸ καιροῦ, ξαναδιάβασα τὰ ἤδη γνωστὰ κείμενα καὶ διαπίστωσα ὅτι ἐδῶ καὶ δέκα σχεδὸν χρόνια δὲν ἔχει οὐσιωδῶς ἀλλάξει τίποτε, καίτοι μεσολάβησαν τόσες καταστροφές. Ἐξίσου ἀσφυκτικὸς ὁ ἐθισμός, ἐξίσου σφοδρὴ ἡ ἐπιθυμία. Βέβαια τώρα δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία γιὰ τὸ ἐπικείμενο τέλος. Ἀλλὰ οὔτε τότε ὑπῆρχε. Ἁπλῶς τότε ἐπρόκειτο ἁπλῶς γιὰ τὸ τέλος μιᾶς συναναστροφῆς, μιᾶς συνουσίας. Ἐνῶ τώρα.
[πρώτη δημοσίευση: frear.gr, 7 Νοεμβρίου 2018]