
Μὲ μιὰν ἐπιδέξια κίνηση, ἕναν ἑλιγμὸ
ἀφήνω τὸ ἄρρωστο σῶμα μου πίσω.
Κρατῶ μόνο τὸ κεφάλι –
εἶμαι πλέον μία ἀσώματος κεφαλή.
Eὐφρόσυνη ἦταν ἡ ἐγκατάλειψη,
εὐπρόσδεκτος ὁ ἀποχωρισμός.
Ἀσύστολα τώρα
ἀκκίζομαι
ἐρωτεύομαι
παραδίνομαι.
Τὸ βλέμμα μου σαγηνεύει
τὰ φιλιά μου αἰχμαλωτίζουν.
Ἀλλεπάλληλοι ἐραστὲς
μὲ κρατοῦν ὁλόκληρο στὰ δυό τους χέρια
πότε μπροστὰ στὰ πρόσωπά τους
πότε στὸ λαιμὸ
πότε στὸ στέρνο
καὶ πρόθυμα πάντα ἀνασπάζομαι
μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ
θαυμάζω καὶ ἀγαλλιῶ.
Ἀδιάφορος γιὰ τὸ ἀπὸν σῶμα.
Ἔχω τὸ πρόσωπο, τὰ μάτια μου, τὸ στόμα,
ἔχω ὅλα ὅσα χρειάζεται κανεὶς
καθὼς μὲ στοργὴ μὲ σηκώνει ψηλὰ
καὶ ἀπεγνωσμένα μοῦ μιλάει ὁ τελευταῖος:
ἕνας εὐσταλὴς τριαντάχρονος Ἅμλετ.
