Louise Glück, Ἡ ἄρνηση τοῦ θανάτου

1. Ταξιδιωτικὸ ἡμερολόγιο

Τὸ διαβατήριό μου εἶχε ξεμείνει σὲ κάποιο πανδοχεῖο ὅπου διανυκτερεύσαμε κάποτε
δὲν θυμᾶμαι πῶς τὸ λέγανε. Ἔτσι ξεκίνησαν ὅλα.
Στὸ ἑπόμενο ξενοδοχεῖο δὲν μὲ δέχθηκαν
ὡραῖο ξενοδοχεῖο, μέσα στὶς πορτοκαλιές, μὲ θέα στὴ θάλασσα.
Τακτοποιήθηκες χωρὶς δεύτερη σκέψη
στὸ δωμάτιο ποὺ θὰ ἦταν τὸ δωμάτιό μας
καὶ λίγο ἀργότερα βγῆκες στὸ μπαλκόνι
καὶ μοῦ πετοῦσες σοκολατάκια μὲ ἀσημὶ περιτύλιγμα. Τὴν ἄλλη μέρα
ἔφυγες γιὰ νὰ συνεχίσεις τὸ ταξίδι ποὺ θὰ κάναμε μαζί.

Ὁ θυρωρὸς ἐξασφάλισε μιὰ παληὰ κουβέρτα γιὰ μένα.
Τὶς μέρες, καθόμουν ἔξω ἀπὸ τὴν κουζίνα. Τὶς νύχτες, ἅπλωνα τὴν κουβέρτα μου
ἀνάμεσα στὶς πορτοκαλιές. Κάθε μέρα τὰ ἴδια, μόνον ὁ καιρὸς ἄλλαζε.

Πέρασε καιρὸς καὶ τὸ προσωπικὸ ἄρχισε νὰ μὲ λυπᾶται.
Ὁ γκροὺμ μοῦ ἔφερνε φαΐ ἀπὸ τὸν μπουφὲ τοῦ δείπνου
καμιὰ πατάτα, κανένα κομμάτι κρέας. Ποῦ καὶ ποῦ λάμβανα καὶ κὰρτ ποστὰλ
μὲ ἰλλουστρασιὸν ἀξιοθέατα καὶ ἔργα τέχνης.
Μιὰ φορά, μἐ ἔνα βουνὸ χιονισμένο. Κι ἕνα μήνα ἀργότερα,
ἐμφανίστηκε κι ἔνα ὑστερόγραφο: μὲ χαιρετισμοὺς ἀπὸ τὸν Χ.

Ἕνα μήνα, λέω, ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν εἶχα αἴσθηση τοῦ χρόνου.
Ὁ γκροὺμ ἐξαφανίστηκε. Ἐμφανίστηκε ἄλλος καὶ μετὰ κι ἄλλος, νομίζω.
Καμιὰ φορὰ ἐρχόταν κάποιος γκροὺμ καὶ ξάπλωνε μαζί μου στὴν κουβέρτα.

Τὶς λάτρευα ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες! Ὁλόιδια ἡ καθεμιὰ μὲ τὴν προκάτοχό της.
Ἐκεῖ ἦταν τὰ πέτρινα σκαλιὰ ποὺ ἀνεβαίναμε μαζὶ
καὶ ἠ μικρὴ πόλη ὅπου πηγαίναμε γιὰ πρωινό.
Μποροῦσα νὰ διακρίνω τὴν παραλία ὅπου κολυμπούσαμε, ἀλλὰ ὄχι νὰ ἀκούσω πιὰ
τὰ παιδιὰ ποὺ φώναζαν τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, οὔτε ἐσένα μποροῦσα
νὰ ἀκούσω νὰ μὲ ρωτᾶς ᾶν θὰ ἤθελα κάτι δροσερὸ νὰ πιῶ
ποὺ πάντα ἤθελα.

Ὅταν ἔπαψαν οἱ κὰρτ ποστάλ, ἄρχισα νὰ ξαναδιαβάζω τὶς παληές.
Ἔβλεπα τὸν ἑαυτό μου νὰ στέκεται κάτω ἀπὸ τὸ μπαλκόνι
ἐνῶ ἔβρεχε φιλιὰ μὲ ἀσημὶ περιτύλιγμα, καὶ δὲν πίστευα πὼς μὲ ἐγκαταλείπεις
καὶ σὲ ἐκλιπαροῦσα, ἂν καὶ χωρὶς λόγια –

Ὁ θυρωρός, ἀντιλήφθηκα, στεκόταν πλάι μου.
Μὴ λυπᾶσαι, εἶπε. Ἔχεις ξεκινήσει τὸ δικό σου ταξίδι,
ὅμως δὲν πηγαίνεις ἀλλοῦ, ὅπως ὁ φίλος σου, ἀλλὰ μέσα σου, στὶς ἀναμνήσεις σου.
Καθὼς χάνονται, ἴσως πετύχεις
ἐκείνη τὴν ἀξιοζήλευτη κενότητα μέσα στὴν ὁποία
ὅλα κυλοῦν, ὅπως στὴν ἄδεια κούπα τοῦ Ταοτετζίνγκ –
Τὰ πάντα ἀλλάζουν, εἶπε, καὶ τὰ πάντα συνδέονται.
Ἐπίσης τὰ πάντα ἐπανέρχονται, ἀλλὰ καθετὶ ποὺ ἐπανέρχεται
εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔφυγε –

Σὲ κοιτάζαμε καθὼς ἔφευγες. Κατεβαίνοντας τὰ πέτρινα σκαλιὰ
ποὺ ὁδηγοῦσαν στὴν πόλη. Αἰσθάνθηκα
πὼς κάτι ἀληθινὸ εἶχε εἰπωθεῖ
καὶ μολονότι θὰ προτιμοῦσα νὰ τὸ ἔχω πεῖ ἐγὼ ἡ ἴδια
χάρηκα ὅτι τοὐλάχιστον τὸ εἶχα ἀκούσει.

2. Ἡ ἱστορία τοῦ διαβατηρίου

Ἐκεῖνο ἐπέστρεψε, ἀλλὰ ἐσὺ ὄχι.
Νά πῶς συνέβη:

Μιὰ μέρα ἔφτασε ἕνας φάκελος,
μὲ γραμματόσημα μιᾶς μικρῆς εὐρωπαϊκῆς χώρας.
Ὁ θυρωρὸς μοῦ τὸν ἐνεχείρισε μὲ ἐπισημότητα.
Προσπάθησα νὰ τὸν ἀνοίξω ἐξίσου εὐπρεπῶς.

Μέσα ἦταν τὸ διαβατήριό μου.
Ἐκεῖ ἦταν καὶ τὸ πρόσωπό μου, ἢ αὐτὸ ποὺ ἦταν τὸ πρόσωπό μου
κάποτε, στὸ βαθὺ παρελθόν.
Ἤμουν ὅμως ἀλλοῦ πιά,
τὸ πρόσωπο αὐτὸ ποὺ χαμογελοῦσε μὲ αὐτοπεποίθηση,
πλῆρες ἀναμνήσεων ἀπὸ τὰ ταξίδια ποὺ κάναμε μαζὶ
καὶ τὰ ὄνειρα ποὺ κάναμε γιὰ ἄλλα ταξίδια –

Τὸ πέταξα στὴ θάλασσα.

Βυθίστηκε ἀμέσως.
Στὸν βυθό, στὸν βυθό, ἐνῶ ἐγὼ ἐξακολούθησα
νὰ κοιτάζω ἐπίμονα τὰ κενὰ νερά.

Ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα ὁ θυρωρὸς μὲ παρακολουθοῦσε.
Ἔλα, εἶπε, στηρίξου στὸ μπράτσο μου. Καὶ ἀρχίσαμε
νὰ περπατᾶμε γύρω ἀπὸ τὴ λίμνη, κατὰ τὴν καθημερινή μου συνήθεια.

Παρατηρῶ, εἶπε, πὼς δὲν θέλεις πιὰ
νὰ ἐπιστρέψεις στὴν παληά σου ζωή,
δηλαδή νὰ περπατᾶς σὲ εὐθεία ὅπως ὁ χρόνος
ἐπιτάσσει, ἀλλὰ μᾶλλον (σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔγνεψε πρὸς τὴ λίμνη)
προτιμᾶς νὰ περπατᾶς σ᾽ἕναν κύκλο ποὺ φιλοδοξεῖ
νὰ καταλήξει σ᾽ἐκείνη τὴν ἀκινησία στὴν καρδιὰ τῶν πραγμάτων,
ἂν καὶ μοῦ ἀρέσει νὰ πιστεύω πὼς μοιάζει ἐπίσης μὲ ρολόι.

Τότε ἀνέσυρε ἀπὸ τὴν τσέπη του
τὸ μεγάλο ρολόι ποὺ εἶχε πάντα μαζί του. Σὲ προκαλῶ, εἶπε,
νὰ τὸ κοιτάξεις καὶ νὰ πεῖς ἂν εἶναι Δευτέρα ἢ Τρίτη.
Ἂν ὅμως κοιτάξεις τὸ χέρι ποὺ τὸ κρατάει, θὰ ἀντιληφθεῖς πὼς δὲν εἶμαι
νεαρὸς πιά, τὰ μαλλιά μου ἄσπρισαν.
Καὶ οὔτε θὰ ἐκπλαγεῖς ἂν σοῦ πῶ
πὼς κάποτε ἦταν σκοῦρα, ὅπως πιστεύω πὼς ἧταν καὶ τὰ δικά σου
καὶ σγουρά, θὰ ἔλεγα.

Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς ἀπαγγελίας, καὶ οἱ δυό μας
παρακολουθούσαμε κάτι παιδιὰ ποὺ παίζανε στὰ ρηχά,
φορώντας πλαστικὰ σωσίβια.
Κόκκινα καὶ μπλέ, πράσινα καὶ κίτρινα,
ἕνα οὐράνιο τόξο ἀπὸ παιδιὰ ποὺ καταβρέχονταν στὴ διάφανη λίμνη.

Ἄκουγα τὸ ρολόι νὰ χτυπάει
φαινομενικὰ δηλώνοντας πὼς ὁ χρόνος περνάει
ἐνῶ στὴν πραγματικότητα τὸν ἀκύρωνε.

Πρέπει νὰ ἀναρωτηθεῖς, εἶπε, ἂν αὐταπατᾶσαι.
Ὅτι κοιτάζεις τὸ ρολόι, ἐννοῶ, καὶ ὄχι
τὸ χέρι ποὺ τὸ κρατάει. Σταθήκαμε γιὰ λίγο, ἀτενίζοντας τὴ λίμνη,
καὶ ὁ καθένας σκεφτόταν τὶς δικές του σκέψεις.

Ἀλλὰ ἔτσι δὲν εἶναι, ἀκριβῶς ὅπως τὴν περιγράφεις,
εἶπα, καὶ ἡ ζωὴ τοῦ φιλοσόφου. Ποὺ ἐπαναλαμβάνει τὴν ἴδια διαδρομὴ
περιμένοντας ὥσπου ἡ ἀλήθεια νὰ ἀποκαλυφθεῖ.

Ἀλλὰ δὲν δημιουργεῖς πιὰ πράγματα, εἶπε, ὅπως κάνει
ὁ φιλόσοφος. Θυμᾶσαι τότε ποὺ διατηροῦσες αὐτὸ ποὺ ὀνόμαζες
ταξιδιωτικὸ ἡμερολόγιο; Μοῦ τὸ διάβαζες τακτικά.
Θυμᾶμαι ὅτι περιεῖχε κάθε λογῆς ἱστορίες,
κυρίως ἱστορίες γιὰ τὸν ἔρωτα καὶ ἱστορίες γιὰ τὴν ἀπώλεια, διανθισμένες
μὲ φανταστικὲς λεπτομέρειες ποὺ οἱ περισσότεροι δὲν θὰ πρόσεχαν,

ἐντούτοις, καθὼς τὶς ἄκουγα εἶχα τὴν αἴσθηση πὼς ἄκουγα
τὶς δικές μου ἐμπειρίες, μόνο ποὺ ἡ διατύπωση ἦταν πολὺ ὡραιότερη,
ἐγὼ ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τὰ πῶ τόσο ὡραῖα. Αἰσθανόμουν

ὅτι μιλοῦσες σὲ ἐμένα ἢ γιὰ ἐμένα ἂν καὶ ἤμουν πάντα πλάι σου.
Πῶς τὸ λέγανε; Ταξιδιωτικὸ ἡμερολόγιο νομίζω πὼς τὸ ἀποκαλοῦσες
ἂν καὶ ἐγὼ συχνὰ τὸ ἔλεγα Ἄρνηση τοῦ Θανάτου, ἀπηχώντας τὸν Ἔρνεστ Μπέκερ.
Ἐπίσης ἐμένα μὲ ἀποκαλοῦσες κάτι παράξενο.

Θυρωρό, εἶπα. Θυρωρὸ σὲ ἀποκαλοῦσα.
Καὶ πιὸ πρὶν σὲ ἀποκαλοῦσα ἐσὺ,  ποὺ ἀποτελεῖ, πιστεύω,
σύμβαση τῆς μυθοπλασίας.

Σχόλια

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...

Αὐτὸς ὁ ἱστότοπος χρησιμοποιεῖ τὸ Akismet γιὰ νὰ μειώσει τὰ ἀνεπιθύμητα μηνύματα. Μάθετε τί συμβαίνει μὲ τὰ δεδομένα τῶν σχολίων σας.