nom du père

Ι

Καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ.

Θὰ ζητήσεις καὶ θὰ λάβεις,
εἶπε ὁ πατέρας.

Κανεὶς δὲν θ᾽ἀρνηθεῖ
στὴν ἐπιθυμία σου νὰ ὑποταχθεῖ.

Ἐσύ, τὸ αἶμα καὶ τὸ σῶμα μου
ἐσύ, τὸ ἅγιο μου πνεῦμα.

Tὰ ἄνθη θὰ μαράνεις
τὰ δέντρα θὰ ξεράνεις
τὰ ζωντανὰ θὰ κατακρημνίσεις.

ΙΙ

ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν, Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς.

Θὰ εἰσβάλεις
ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός.

Κι ἂν ὀλιγωρήσουν,
κλεῖσε τ᾽αὐτιὰ στὶς ἱκεσίες τους.

Ἂς λιώσουν,  ἂς καοῦν.

ΙΙΙ

                  ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ.

Νὰ συρθοῦν στὰ πόδια σου
σὰν ἑρπετὰ τῆς ἀβύσσου.

Τότε μόνο θὰ σωθοῦν,
σὲ σένα θὰ σκλαβωθοῦν.

IV

Πατάξω τὸν ποιμένα καὶ τὰ πρόβατα διασκορπισθήσονται.

Θὰ καταργήσεις τὴν ἀνθρώπινη φύση,
θὰ ἐκμηδενίσεις τοὺς ἀνθρώπους.

Νὰ πίνουν αἷμα.
Νὰ γεύονται σάρκα ἀνθρώπινη.

Κανίβαλοι καὶ βρικόλακες νὰ κατοικοῦν τὸν κόσμο
τίποτε νὰ μὴν σταματᾶ
τὴν λατρεία σου.

V

Μή μου ἅπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα.

Θὰ κατακτήσεις τὴν ἐπιθυμία καὶ θὰ συλήσεις.
Θὰ εἰσέλθεις καὶ τὸ νοῦ θὰ διασαλεύσεις.

Θὰ καταστείλεις τὸν κόσμο.

VI

ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ συνεκλονεῖτο

Μὲ τὴ δύναμη ὅλου τοῦ αἵματος ποὺ χύθηκε ποτὲ
θὰ ρεύσεις στὶς ὑποχθόνιες πηγὲς
θὰ πληγώσεις καὶ θὰ ἐξολοθρεύσεις.

VII

ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν.

Εἶσαι δικός μου
κτῆμα μου.

Στὰ σπλάγχνα σου ρέω.

Εἶσαι ὁ δοῦλος μου
ἡ σπορὰ καὶ ὁ ἐραστής μου.

Εἶσαι
ὁ ὄλεθρος.

Σχόλια

Αὐτὸς ὁ ἱστότοπος χρησιμοποιεῖ τὸ Akismet γιὰ νὰ μειώσει τὰ ἀνεπιθύμητα μηνύματα. Μάθετε τί συμβαίνει μὲ τὰ δεδομένα τῶν σχολίων σας.