Μεταφράζω τὸ πιὸ τολμηρὸ ἀπόσπασμα τῆς “ἀπολογίας” τοῦ Oscar Wilde στὸ δικαστήριο ποὺ τὸν δίκασε γιὰ τὴν ἐρωτική του προτίμηση. Ἡ ἀντίδραση τοῦ ἀκροατηρίου ἀνάγκασε τὸν δικαστὴ νὰ πεῖ, συνοψίζοντας τὸν σκοπὸ τῆς δίκης: “ἂν ὑπάρξει ἡ παραμικρὴ ἐκδήλωση συναισθήματος ἐφεξῆς, θὰ ἐκκενώσω τὴν αἴθουσα”.
Ὁ ἔρωτας ποὺ δὲν τολμᾶ νὰ πεῖ τὸ ὄνομά του στὴν ἐποχή μας εἶναι ἡ μεγάλη τρυφερότητα ποὺ ἐμπνέει ἕνας νέος ἄνδρας σὲ ἕναν μεγαλύτερο. Σὰν τὸν ἔρωτα ποὺ συνέδεσε τὸν Δαυὶδ καὶ τὸν Ἰωνάθαν, τὸν ἔρωτα ποὺ ὁ Πλάτων ἔθεσε ὡς βάση τῆς φιλοσοφίας του, τὸν ἔρωτα ποὺ ἀποτυπώνεται στὰ σονέτα τοῦ Μιχαὴλ Ἄγγελου καὶ τοῦ Σαίκσπηρ. Πρόκειται γιὰ μιὰ βαθιὰ πνευματικὴ ἀγάπη, ἁγνὴ καὶ ἄμωμη. Μιὰ ἀγάπη ποὺ ἐμπνέει καὶ διαπνέει σπουδαῖα ἔργα τέχνης ὅπως αὐτὰ τοῦ Σαίκσπηρ καὶ τοῦ Μιχαὴλ Ἄγγελου, καθὼς κι ἐκεῖνες τὶς δυὸ ἐπιστολές μου, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἀξία τους. Τὸν ἔρωτα αὐτοῦ τοῦ εἴδους δὲν τὸν καταλαβαίνει ἡ ἐποχή μας, γι᾽αὐτὸ τὸν περιγράφω ὡς ἔρωτα ποὺ δὲν τολμᾶ νὰ πεῖ τὸ ὄνομά του, καὶ ἐξαιτίας του βρίσκομαι αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἐδῶ ὅπου βρίσκομαι. Ὅ ἔρωτας αὐτὸς εἶναι ὡραῖος, εἶναι ἐξαίσιος, ἀποτελεῖ τὴν πιὸ εὐγενὴ μορφὴ τρυφερότητας. Δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἀφύσικο σὲ αὐτόν. Πρόκειται γιὰ ἔρωτα διανοητικό, ποὺ συχνὰ ἑνώνει ἕναν μεγαλύτερο καὶ ἕναν νεότερο ἄνδρα, καθὼς ὁ μεγαλύτερος διαθέτει νοῦ στιβαρὸ καὶ ὁ νεότερος ἔχει ἐμπρός του ὅλη τὴ χαρά, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ μαγεία τῆς ζωῆς. Ὁ κόσμος ἀδυνατεῖ νὰ τὸ καταλάβει αὐτό. Ὁ κόσμος χλευάζει τὸν ἔρωτα αὐτὸν καὶ τοὺς ἄνδρες ποὺ ἐρωτεύονται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τοὺς στέλνει ἐνίοτε στὸν δήμιο.