Κάθε ποίημα ἐνσωματώνει μιὰν ἀντίληψη γιὰ τὴν ποίηση. Καὶ δὲν ἀναφέρομαι στὰ λεγόμενα ποιήματα ποιητικῆς, οὔτε μιλῶ γιὰ αὐτὰ ποὺ ἐνδεχομένως ἕνας ποιητὴς διατείνεται σχετικὰ μὲ τὴν ποίηση, εἴτε σὲ κείμενα καὶ συνεντεύξεις εἴτε στὰ ἴδια τὰ ποιήματά του˙ μιλῶ γιὰ τὴν ἀντίληψη περὶ τῆς ποίησης ἡ ὁποία διαφαίνεται στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο κάνει κανεὶς ποίηση.
Καμμιὰ φορὰ ἡ ρητῶς διατυπωμένη «θεωρία» τοῦ ποιητῆ γιὰ τὴν ποίηση φαίνεται νὰ μὴν ἔχει ἰδιαίτερα στενὴ σχέση μὲ τὸ ποιητικό του ἔργο. Οἱ ἀναφορές, ἂς ποῦμε, τῆς Κατερίνας Γώγου στὴν ποίηση (στὸ Μὲ λένε Ὀδύσσεια κυρίως, ἀλλὰ καὶ στοὺς Ἀπόντες ἐν μέρει) εἶναι μᾶλλον κοινότοπες, τοῦ συρμοῦ καὶ ἐν τέλει ἀντιφατικὲς πρὸς τὴν ἴδια τὴν ποιητική της πράξη, ἡ ὁποία ἀρθρώνει μὲ πολὺ πιὸ στιβαροὺς ὅρους μιὰν ἀντίληψη τῆς πολιτικῆς ποίησης ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ μὴν ἔχει παληώσει σχεδὸν σαράντα χρόνια μετά. Πρόκειται, βεβαίως, γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς λίγες περιπτώσεις ὅπου ἡ ποιητικὴ πράξη εἶναι ἀνώτερη τῆς θεωρίας, διότι ἀκριβῶς ἡ Γώγου ἔχει γράψει ποιήματα τὰ ὁποῖα ὑπερβαίνουν καὶ ἀνατρέπουν τὶς κάπως ἀφελεῖς ἀντιλήψεις ποὺ μοιάζει νὰ ἁναπαράγουν κάποια ἀπὸ τὰ ὕστερα ποιήματα ποιητικῆς ποὺ ἔχει γράψει.
Συνήθως, ὅμως, συμβαίνει τὸ ἀντίθετο: οἱ ἀπόψεις ποὺ ἐκφράζουν οἱ ποιητὲς γιὰ τὴν ποίηση εἶναι μεγαλόσχημες, σπουδαιοφανεῖς καὶ καμμιὰ φορὰ ἀκόμη καὶ ἐνδιαφέρουσες ἢ ἀνατρεπτικές, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ποιητική τους πράξη δὲν ἀνταποκρίνεται στοὺς ἰσχυρισμούς τους, οὔτε δικαιώνει τὶς ἀνακοινωμένες προθέσεις τους. Καὶ τὰ ποιήματα ποιητικῆς ποὺ προκύπτουν τότε ἀντιπροσωπεύουν μιὰν ἐξ ὁρισμοῦ ἀποτυχημένη προσπάθεια νὰ συμβιβασθεῖ ἡ ἐλλειμματικὴ ποιητικὴ πράξη μὲ τὴν φιλόδοξη ποιητικὴ θεωρία, ἡ ὁποία ἐν προκειμένῳ σερβίρεται ὡς προγραμματικὴ ποιητικὴ δήλωση. Ἀλλὰ τὰ ἀσυμβίβαστα δὲν συμβιβάζονται: τὸ τί σόι ποιητὴς εἶναι κανεὶς δὲν θὰ μᾶς τὸ ποῦν οὔτε οἱ ἀφορισμοὶ ποὺ ἐκτοξεύει στὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης, οὔτε οἰ συνεντεύξεις του, οὔτε τὰ κριτικά του κείμενα, οὔτε τὰ δοκίμιά του, οὔτε κἂν τὰ ποιήματα ποιητικῆς ποὺ ἐνδέχεται νὰ ἔχει γράψει˙ τὸ τί σόι ποιητὴς εἶναι κανείς, ἀλλὰ καὶ τὸ ἂν εἶναι, ἐν τέλει, ποιητής, θὰ μᾶς τὸ πεῖ μόνο ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὑλοποιοῦνται οἱ ὅποιες ἀπόψεις καὶ προθέσεις του, δηλωμένες ἢ ἄδηλες, στὸ σῶμα τῶν ποιημάτων του. Καὶ γι᾽αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπαραίτητο (ὅσο κι ἂν εἶναι ἐνδιαφέρον) ἕνας ποιητὴς νὰ γράφει καὶ κριτικὰ καὶ θεωρητικὰ κείμενα: ὡς ποιητής, ἀρκεῖ νὰ γράφει ποιήματα.
Ἀνεξάρτητα ἀπὸ ἄλλες ἰδιότητες σχετικὲς μὲ τὴν ποίηση ἢ μὲ τὸν πολιτισμὸ ποὺ μπορεῖ νὰ συγκεντρώνει ἕνας ποιητής, ὡς ποιητὴς δὲν μπορεῖ νὰ δικαιωθεῖ παρὰ μόνο ἀπὸ τὰ ἴδια του τὰ ποιήματα. Μπορεῖ, ἂς ποῦμε, ἕνας ποιητὴς νὰ εἶναι ἐπίσης διευθυντὴς λογοτεχνικοῦ περιοδικοῦ, κριτικός, ἐπιμελητὴς ἐκδόσεων, δάσκαλος στὴ δημόσια ἐκπαίδευση, πρύτανις, ἢ μεγαλοκληρονόμος. Καὶ μπορεῖ ὑπὸ τὴν ὅποια ἄλλη του ἰδιότητα νὰ δίνει συνεντεύξεις περὶ τῆς ποίησης ὡς ἀνατρεπτικῆς δύναμης ἢ περὶ τῆς ποίησης ὡς ἐθνικῆς κληρονομιᾶς. Μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ μιλάει κανεὶς γιὰ τὴν ποίηση ὡς ἐπανάσταση, ἐνῶ στρογγυλοκάθεται ὁ ἴδιος στὴν ἕδρα τῆς Ποιήσεως τῆς Ἀκαδημίας. Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι σὲ ποιό ἀκριβῶς βάθρο στρογγυλοκάθεται κανεὶς καὶ τί δηλώνει ἐνῶ στρογγυλοκάθεται στὸ βάθρο του, ἀλλὰ τί ποιήματα γράφει.
Ἂν θέλεις νὰ εἶσαι ποιητής, τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι οὔτε ἡ δημόσια παρουσία σου, οὔτε οἱ θέσεις καὶ οἱ τιμὲς ποὺ ἔχεις ἀποδεχθεῖ, οὔτε κἂν ἡ χυδαιότητα μὲ τὴν ὁποία ἀξιοποιεῖς τὴ θέση σου γιὰ νὰ ἐπιβάλλεις ἀνθρώπους καὶ ἔργα καὶ γιὰ νὰ ἐξοστρακίσεις ἄλλους ἀνθρώπους καὶ ἔργα. Τὸ βασικὸ πρόβλημα εἶναι ἡ σχέση μεταξὺ τῆς ἀναρρίχησής σου στὰ περὶ τὴν ποίηση ἀξιώματα καὶ τῆς ποιότητας τῶν ποιημάτων σου, μιὰ σχέση συνήθως ἀντίστροφης ἀναλογίας: ἀναρρίχηση ἀπὸ τὴ μιά, καθίζηση ἀπὸ τὴν ἄλλη, καθὼς ἡ δαφνοστεφὴς αὐταρέσκεια εὔκολα ὁδηγεῖ σὲ ἀναμηρυκαστικὴ ἐπανάληψη τῶν ἤδη παρωχημένων (ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ὑπῆρξαν κάποτε) ποιητικῶν ἐπιτευγμάτων σου. Εἶναι λογικό, δεδομένου ὅτι ἡ κοινοτοπία καὶ ἡ κενολογία εὔκολα κερδίζουν τὴ μαζικὴ ἀποδοχή, καθὼς ὄχι μόνο δὲν ἀπειλοῦν κανέναν, ἀλλὰ κολακεύουν καὶ τοῦ καθενὸς τὴν ἀμάθεια.
[πρωτοδημοσιεύθηκε στὴ bibliothèque]