
Ὁ Λῆο Κροὺζ φτιάχνει πανέμορφες ὁλόλευκες πορσελάνες
θὰ ἤθελα νὰ σοῦ φέρω κι ἐσένα
ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα εἶναι πῶς
ἔτσι ὅπως εἶναι ἡ κατάσταση
Μοῦ μαθαίνει
τὰ ὀνόματα τῶν φυτῶν τῆς ἐρήμου
μοῦ ἔχει δώσει ἕνα βιβλίο
καθὼς εἶναι ἀδύνατο νὰ δῶ τὰ ἴδια τὰ φυτᾶ
Ὁ Λῆο πιστεύει πὼς ὅ,τι φτιάχνουμε οἱ ἄνθρωποι
εἶναι πιὸ ὄμορφο
ἀπ᾽ ὅ,τι ὑπάρχει στὴ φύση
κι ἐγὼ λέω ὄχι.
Καὶ ὁ Λῆο λέει
περίμενε καὶ θὰ δεῖς.

Κάνουμε σχέδια
γιὰ ἕναν περίπατο στὴν ἔρημο μαζί.
Πότε, τὸν ρωτάω,
πότε; Ποτὲ πιά:
αὐτὸ δὲν τὸ λέμε.
Μοῦ μαθαίνει
νὰ ζῶ μὲ τὴ φαντασία μου:
περπατάω στὴν ἔρημο
καὶ μὲ φυσάει κρύος ἀέρας˙
βλέπω τὸ σπίτι του στὸ βάθος˙
βλέπω καπνὸ στὴν καμινάδα.
Ἀπὸ τὸν κλίβανο, σκέφτομαι˙
μόνον ὁ Λῆο φτιάχνει πορσελάνη στὴν ἔρημο
Ἄ, λέει, ὀνειρεύεσαι πάλι
Κι ἐγὼ λέω χαίρομαι ποὺ ὀνειρεύομαι
πὼς ἡ φωτιὰ καίει ἀκόμη.
