
Ἔγραψε ἐκεῖνο τὸ ἰδιαίτερο βιβλίο σὲ κατάσταση παραφορᾶς. Μέρα νύχτα ἔγραφε, ἔσβηνε, ξανάγραφε. Μείνανε στὸ τέλος καμιὰ εἰκοσαριὰ ποιήματα ποὺ πίστευε πὼς αἰχμαλώτιζαν ὅλο του τὸ πάθος. Τὰ τύπωσε σὲ πολυτελὲς χαρτί. Ὕστερα διέγραψε ἐπιμελῶς κάθε ἴχνος τους ἀπὸ τὸν ὑπολογιστή. Παρέδωσε τὸ μοναδικὸ ἀντίτυπο στὸν ἄντρα ποὺ εἶχε ἐμπνεύσει ὅλο ἐκεῖνο τὸ πάθος. Μὲ τὴ βεβαιότητα πὼς θὰ τὸν συγκινήσει ἐπιτέλους. Ἐκεῖνος, ἀσφαλῶς, δὲν τὸ διάβασε, οὔτε θὰ τὸ διαβάσει ποτέ. Κατέληξε στὶς ἑρπύστριες κάποιου ἀπορριματοφόρου. Τὸ ἴδιο, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, βράδυ.

Πέρασαν χρόνια. Θυμήθηκε τὸν ἄντρα ἐκεῖνον βλέποντας ἕνα χυδαῖο σήριαλ στὴν τηλεόραση. Θυμήθηκε τὸ πρόσωπό του, τὴ φωνή του, τὶς κινήσεις του. Θυμήθηκε τὴ διάψευση καὶ τὴ θλίψη. Καὶ ἀπόρησε, καθὼς ἦταν πιὰ σαφὲς ὅτι ὁ ἄξεστος ἐκεῖνος ἄντρας ποτὲ δὲν ὑπῆρξε ἀξιέραστος.
Ἀπὀ τὰ ποιήματα δὲν μπόρεσε νὰ θυμηθεῖ οὔτε στίχο. Ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ εἶχε σημασία, καθὼς εἶχαν περάσει πιὰ τὰ χρόνια καὶ τίποτε δὲν εἶχε σημασία. Μιὰ νομοτελειακὴ αἴσθηση γελοιότητας περιέβαλλε πλέον τόσο τὶς ἀναμνήσεις ὅσο καὶ τὶς ἀπώλειες.

splendid!
Ομορφο!!!