Anne Carson, Τὸ τραγούδι τοῦ Κλάιβ

Ἂν ζοῦσα στὴν ἀρχαιότητα

καὶ ἀναζητοῦσα τὸ ὅριο τῆς ἀνθρώπινης σοφίας

θὰ πήγαινα νὰ βρῶ τὴν ἱερὰ δρῦ

ἢ τὸν τυφλὸ τῆς γειτονιᾶς ποὺ τὰ χείλη του ἔκαιγαν.

Ἀλλὰ ζῶ στὴ σύγχρονη ἐποχή. Στὴ Νέα ᾽Υόρκη.

Ὁπότε πηγαίνω νὰ βρῶ τὸν Κλάιβ.

Συναντιόμαστε σ᾽ἕνα φτηνὸ ἑστιατόριο

καὶ περιμένουμε στὴν οὐρὰ γιὰ τὸ πρωινό.

Ὁ Κλάιβ εἶναι Ἄγγλος.

Πασχίζει νὰ ἐξηγήσει στὸν εὔσωμο Πορτορικάνο μάγειρα

τί θὰ πεῖ «λίγο ψημένες» αὐγοφέτες. «Mοῦ εἶπε ἡ γυναίκα μου

νὰ μὴν τὶς λέω νερουλές» μοῦ λέει ὁ Κλάιβ.

Πληρώνουμε. Καταφθάνει ἡ Κάρρυ.

Καθόμαστε καὶ συζητᾶμε

για τὸ ἑπόμενο ταξίδι τοῦ Κλάιβ στὸ Γκουαντάναμο, ὅπου

ἔχει ἤδη πάει 56 φορές, ἀλλὰ ἀμφισβητοῦν

(αὐτὴ τὴ φορὰ) τὸ γνήσιο τῆς ὑπογραφῆς του.

Γελάει.

Ὁ τελευταῖος του πελάτης, ἕνας Μαροκινός,

ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὶς κατηγορίες, τοῦ εἶπαν εἶναι ἐλεύθερος

καὶ συγχρόνως τὸν πληροφόρησαν

πὼς δὲν θὰ τὸν ἀφήσουν νὰ φύγει ποτέ.

Ὁ Κλάιβ, ποὺ εἶναι δικηγόρος, ἀμφισβητεῖ

τὴ λογικὴ αὐτῆς τῆς ἀπόφασης.

Γελάει ξανά, ὕστερα λέει «δἐν πρέπει νὰ γελάω»,

ὕστερα λέει κι ἄλλες ἱστορίες.

Τὰ «ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα» στὸ Γκουαντἀναμο

προέρχονται συνήθως ἀπὸ καταθέσεις κρατουμένων ποὺ ρουφιανεύουν.

Πρόσφατα ἕνας καὶ μόνο ρουφιάνος κατέθεσε στοιχεῖα

ποὺ ἐνοχοποιοῦσαν τριακόσια διαφορετικὰ ἄτομα.

Ὁ Κλάιβ ἀναρωτήθηκε ποιό θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ κίνητρό του

καὶ ἔκανε σχετικὲς ἔρευνες. Διαπίστωσε λοιπὸν

πὼς γιὰ κάθε στοιχεῖο ποὺ κατέθετε ὁ ρουφιάνος

ἡ ἀνταμοιβὴ ἦταν μιὰ ἐπίσκεψη στὴν «ἐρωτοφωλιὰ»

ἕναν χῶρο ὅπου οἱ Ἀμερικάνοι προβάλλουν ταινίες πορνό.

Ὁ Κλάιβ προτίθεται νὰ ἀμφισβητήσει

τὸν ἀριθμό τριακόσια

γιὰ στατιστικοὺς λόγους.

Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι γνωρίζονται μόνο μὲ τριακόσιους ἀνθρώπους

στὸν κόσμο ὅλο, λένε οἱ εἰδικοὶ στὴ δημογραφία.

Ὅσοι σκέφτονται σὰν δικηγόροι ἀναζητοῦν τὸ ὅριο τῆς ἀνθρώπινης σοφίας

σὲ τέτοιου εἴδους στοιχεῖα.

Κάποιος τοῦ σερβίρει τὶς αὐγοφέτες του.

«Εἶναι ψημένες ὅπως τὶς ἤθελες;» τὸν ρωτάω. Ἐκεῖνος ἀναστενάζει

καὶ μοῦ λέει κι ἄλλες ἱστορίες

γιὰ τὸ γιό του στὸ σπίτι ποὺ ἔχει πάθει ἐμμονὴ μὲ τὸ «Γκοὺν Σόου».

Ἐγὼ δὲν σκέφτομαι σὰν δικηγόρος.

Προσπαθῶ νὰ καταλάβω

πῶς ἡ ἱερὰ δρῦς μπορεῖ νὰ μιλᾶ μέσα ἀπὸ τὸ στόμα κάποιου σὰν τὸν Κλάιβ,

ποὺ ἀγωνίζεται 35 χρόνια τώρα γιὰ τοὺς θανατοποινίτες

καὶ γιὰ τοὺς ἐκτοπισμένους στὸ Γκουαντάναμο

ἀλλά τὸν ἀνησυχεῖ

ὅτι ὁ γιός του δὲν ἐκτιμᾶ τὴν ἀξία τῶν Μόντι Πάιθον

οὔτε ἀντιλαμβάνεται τὴ σχέση τους μὲ τὸ Γκοὺν Σόου.

Φαντάζομαι ὅλη τὴν οἰκογένεια μαζεμένη νὰ τσακώνεται ἢ νὰ γελάει,

στὸ σπίτι τους στὴν κεντρικὴ Ἀγγλία.

Ὁ Κλάιβ ρίχνει μιὰ ματιὰ στὸ ρολόι του.

Πετάω τὰ ἀποφάγια ἀπὸ τὶς αὐγοφέτες στὰ σκουπίδια.

Θὰ τὰ ξαναποῦμε.

Λέει πὼς θὰ ἦταν καλὴ ἰδέα

(τῆς Κάρρυ ἦταν ἡ ἰδέα)

νὰ κάνει τὸ γύρο τοῦ Πακιστὰν μὲ μιὰ ὁμάδα παραδοσιακοῦ χοροῦ

διότι ὁ ἀντικριστὸς χορὸς εἶναι «χορὸς χαιρετισμοῦ»

καὶ ἔχουμε ἀνάγκη νὰ χαιρετιόμαστε περισσότερο! Ὁ Κλάιβ χαμογελάει

καὶ περπατᾶ μπροστὰ

καὶ καθὼς τὸ παντελόνι του κρεμάει στὸν κῶλο

δὲν μοιάζει καὶ πολὺ μὲ πετυχημένο δικηγόρο,

καὶ τὸ ὅριο τῆς ἀνθρώπινης σοφίας παραμένει

– ὅπως ἴσως θὰ προτιμούσαμε νὰ παραμένει ἐμεῖς

ποὺ συνήθως μπερδεύουμε τοὺς χαιρετισμοὺς τῶν σκύλων καὶ τῶν θεῶν –

πάνω κάτω ἐκεῖ, τέλος πάντων,

ὅπου πάντα ἦταν.

[Δεύτερη ἀπόπειρα νὰ μεταφράσω τὸ ποίημα τῆς Κάρσον. Ἡ πρώτη ἦταν τὸ 2017 καὶ ἐμφανίστηκε στὸ bibliotheque.gr, ποὺ δὲν φαίνεται νὰ εἶναι πιὰ προσβάσιμο. Εἶχε βασισθεῖ στὴν ἐκδοχὴ τοῦ ποιήματος ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ New Yorker. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἡ μετάφραση βασίζεται στὴν τελικὴ ἐκδοχὴ ποὺ περιλαμβάνεται στὸ βιβλίο τῆς Anne Carson, Wrong Norma (New Directions, 2024)]

nom du père

Ι

Καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ.

Θὰ ζητήσεις καὶ θὰ λάβεις,
εἶπε ὁ πατέρας.

Κανεὶς δὲν θ᾽ἀρνηθεῖ
στὴν ἐπιθυμία σου νὰ ὑποταχθεῖ.

Ἐσύ, τὸ αἶμα καὶ τὸ σῶμα μου
ἐσύ, τὸ ἅγιο μου πνεῦμα.

Tὰ ἄνθη θὰ μαράνεις
τὰ δέντρα θὰ ξεράνεις
τὰ ζωντανὰ θὰ κατακρημνίσεις.

ΙΙ

ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν, Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς.

Θὰ εἰσβάλεις
ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός.

Κι ἂν ὀλιγωρήσουν,
κλεῖσε τ᾽αὐτιὰ στὶς ἱκεσίες τους.

Ἂς λιώσουν,  ἂς καοῦν.

ΙΙΙ

                  ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ.

Νὰ συρθοῦν στὰ πόδια σου
σὰν ἑρπετὰ τῆς ἀβύσσου.

Τότε μόνο θὰ σωθοῦν,
σὲ σένα θὰ σκλαβωθοῦν.

IV

Πατάξω τὸν ποιμένα καὶ τὰ πρόβατα διασκορπισθήσονται.

Θὰ καταργήσεις τὴν ἀνθρώπινη φύση,
θὰ ἐκμηδενίσεις τοὺς ἀνθρώπους.

Νὰ πίνουν αἷμα.
Νὰ γεύονται σάρκα ἀνθρώπινη.

Κανίβαλοι καὶ βρικόλακες νὰ κατοικοῦν τὸν κόσμο
τίποτε νὰ μὴν σταματᾶ
τὴν λατρεία σου.

V

Μή μου ἅπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα.

Θὰ κατακτήσεις τὴν ἐπιθυμία καὶ θὰ συλήσεις.
Θὰ εἰσέλθεις καὶ τὸ νοῦ θὰ διασαλεύσεις.

Θὰ καταστείλεις τὸν κόσμο.

VI

ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ συνεκλονεῖτο

Μὲ τὴ δύναμη ὅλου τοῦ αἵματος ποὺ χύθηκε ποτὲ
θὰ ρεύσεις στὶς ὑποχθόνιες πηγὲς
θὰ πληγώσεις καὶ θὰ ἐξολοθρεύσεις.

VII

ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν.

Εἶσαι δικός μου
κτῆμα μου.

Στὰ σπλάγχνα σου ρέω.

Εἶσαι ὁ δοῦλος μου
ἡ σπορὰ καὶ ὁ ἐραστής μου.

Εἶσαι
ὁ ὄλεθρος.

Ψυχή μου, II

Δὲν ἔχει ὄρεξη γιὰ παιχνίδια πιὰ ἡ γάτα
ξαπλώνει στὴν πολυθρόνα καὶ περιμένει
δὲν λέμε τί˙ κάνουμε πὼς δὲν καταλαβαίνουμε
ὥσπου σηκώνεσαι καὶ πᾶς δίπλα της.

Προσεκτικὰ τὴν παίρνεις ἀγκαλιά, μὲ φιλᾶς,
τὴν τυλίγεις σὲ μιὰ κουβέρτα, δὲν λέμε λέξη
ἀλλὰ ξέρω ποῦ τὴν πηγαίνεις˙ ἐπιστρέφεις
σὲ μισὴν ὥρα καὶ δὲν ἀνασαίνει πιά.

Γνωρίζεις πὼς ἐγὼ δὲν θὰ ἄντεχα οὔτε
νὰ τὴν πάω στὴ γιατρὸ οὔτε βέβαια νὰ παραλάβω
τὴ σορό˙ γι᾽αὐτὸ πῆγες, δὲν γινότανε ἀλλιῶς,
θαυμάζω ξανὰ τὴ δύναμή σου καθὼς γκρεμίζομαι.

Νὰ πᾶς γιὰ ἐξετάσεις αὔριο, μοῦ λές, τὸ χρῶμα σου
ἔχει χαθεῖ˙ ὅπως τότε ποὺ σ᾽ἔσωσαν τελευταία στιγμή.