
Εἴκοσι λεπτὰ σταματημένο
μὲ κορναρίσματα καὶ βρισιὲς νὰ τὸ περικυκλώνουν
ὑβρίδιο μοῦ φαίνεται
μεταξὺ κλούβας καὶ ἀσθενοφόρου.
Πλησιάζω.
Ἀτάραχος ὁ ὁδηγὸς περιμένει.
Σκέφτομαι κάπου ἐδῶ γύρω θὰ βρίσκονται
καὶ οἱ τραυματιοφορεῖς ἢ οἱ μπάτσοι.
Κάποιον θὰ συλλαμβάνουν
ἢ θὰ δένουν στὸ φορεῖο.
Δὲν προφταίνω ἀπὸ ποῦ ξεπήδησαν νὰ δῶ:
μὲ ἀκινητοποιοῦν
μὲ δένουν στὸ φορεῖο
μοῦ περνᾶνε χειροπέδες
μὲ φορτώνουν στὰ γρήγορα
ἡ σειρήνα ἀντικαθιστᾶ τὰ κορναρίσματα
καὶ ἡ Μπενάκη ἀποσυμφορεῖται.
Σὲ χρόνο μηδὲν ἔχω βρεθεῖ
σ᾽ ἕναν κῆπο ἥσυχο καὶ ἀχανή.
Ἀπολαμβάνω τὴ φύση
ἀναπνέω τὸν καθαρὸ ἀέρα
κάνω τὸν περίπατό μου
συναντῶ ἀνθρώπους.
Spiro Agnew,
ἢ Διονύσιος Σολωμός,
ἢ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, μοῦ λένε,
χαίρω πολύ. Ὁμοίως, τοὺς ἀπαντῶ,
καὶ χαμογελῶ πρὶν μὲ τὴ σειρά μου συστηθῶ:
ἐμένα μὲ λένε Marie Bonaparte,
Audre Lorde, Γεώργιο Ψύλλιαρη,
Sylvia Rivera, Ναπολέοντα Λαπαθιώτη,
καὶ ἄλλα ὀνόματα, πολλά,
κάθε φορὰ διαφορετικά.
Σὲ αὐτὸν τὸν κῆπο
ἔχουν τελειώσει πιὰ τὰ ψέματα.
