Δὲν ξέρω ἂν αἰτία εἶναι ἡ φθίση, ἡ ματαίωση, ἡ θυσία, ὁ θάνατος, ὁ ἔρωτας ἢ ἡ μουσικὴ τοῦ Verdi, δὲν ξέρω οὔτε ἂν εἶμαι γενικότερα ἐπιρρεπὴς στὸν μελοδραματισμό, ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁποτεδήποτε ἔχω δεῖ τὴν Κυρία μὲ τὶς Καμέλιες ἢ τὴν Τραβιάτα, σὲ ὁποιαδήποτε ἐκδοχή, ἔχω ἀναλυθεῖ σὲ δάκρυα. Καὶ πρόκειται γιὰ ἕναν μύθο ποὺ κυνηγάω – ψάχνω ποῦ ἀνεβαίνει Τραβιάτα καὶ ταξιδεύω κοντά της. Ψάχνω ποιά θεατρικὴ παράσταση ἔχει ἔστω καὶ ἐλάχιστη σχέση μὲ τὴν Μαργαρίτα Γκωτιὲ καὶ σπεύδω νὰ ἀπολαύσω καὶ νὰ κλάψω. Σὲ σημεῖο ψυχαναγκασμοῦ. Follie! Follie! Delirio vano e questo!
Ὁ ὑπερχειλισμὸς τῶν συναισθημάτων δὲν ἔχει, παραδόξως, νὰ κάνει μὲ τὴν αἰσθητικὴ ἀξία τῆς παράστασης. Ἔχω ἀκούσει Βιολέττες κακόφωνες, ἔχω δεῖ Μαργαρίτες ἄθλιες, ἀλλὰ καμμιὰ ἐπίδραση δὲν φαίνεται νὰ ἔχει ἡ ποιότητά τους στοοὺς ποταμοὺς δακρύων ποὺ χύνω κάθε φορά. Οὔτε ὑπάρχει κάποιο συγκεκριμένο σημεῖο κορύφωσης τῆς συγκίνησης ποὺ νὰ ξέρω ὅτι μὲ ἀκρίβεια θὰ μὲ ὁδηγήσει στὴν ἐρήμωση. Τὰ δάκρυα μπορεῖ νὰ ξεκινήσουν σὲ ἕνα πάρτυ τῆς Μαργαρίτας, σὲ μία sempre libera ἔκρηξη, ἢ στὸ addio del passato, μὲ τὴν ἴδια ἔνταση, τὴν ἴδια ἀδυναμία ἀναπνοῆς, τὸ ἴδιο σφίξιμο τῆς καρδιᾶς, σχεδὸν ἀνεπηρέαστο ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη τοῦ μύθου, τὴν ἀπεικόνιση τοῦ ἀρχετύπου ἢ τὴ μέθεξη τῆς συμφορᾶς.
Ἀπὸ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γνωστοὺς ἡ μανία μου αὐτὴ ἀντιμετωπίζεται περίπου ὡς ἀνέκδοτο. Ὅταν τὰ χειμερινὰ ταξίδια τοῦ ἀγαπημένου μου καὶ ἐμοῦ δὲν ἔχουν κάποιον γνωστὸ καὶ ἀναμενόμενο προορισμό, ὅλοι ὑποπτεύονται, καὶ συνήθως ἔχουν δίκηο, πὼς πηγαίνουμε σὲ κάποιο ἄγνωστο θέατρο κάποιας ξεχασμένης πόλης γιὰ μιὰ Βιολέττα, γιὰ μιὰ Μαργαρίτα. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ φαίνομαι συγκινημένος, ἀκόμη κι ἂν ἡ φαινομενικὴ συγκίνηση ὀφείλεται σὲ μιὰ δῆθεν ἀθώα ἐπιπεφυκίτιδα, οἱ φίλοι ρωτοῦν ἂν εἴχαμε πρόσφατα πάει νὰ δοῦμε καμμιὰ Dame aux Camélias.
Ἡ νοσηρή μου ἀνταπόκριση δὲν περιορίζεται μόνο στὶς παραστάσεις. Ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ στὸ μύθο τῆς Μαργαρίτας / Βιολέττας, ἢ σὲ ὁποιαδήποτε ἠθοποιὸ τὴν ἔχει ἐνσαρκώσει, ὁποιοδήποτε τυχαῖο ἄκουσμα ὁσοδήπτε ἐλάχιστου ἀποσπάσματος ἀπὸ τὴν Τραβιάτα, καὶ ὁποιαδήποτε ὑψίφωνος ἔχει τραγουδήσει Βιολέττα, ἐπιφέρουν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα. Ὁμολογῶ μάλιστα πὼς κάθε πρωὶ ἀκούω κλαίγοντας καθὼς πίνω τὸν καφέ μου τὸ ah, fors’e lui che l’anima σὲ διάφορες ἐκτελέσεις, ὥστε νὰ ἐκτονώσω ἀρκετὴ συμφορὰ γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἀνταποκριθῶ στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἡμέρας.
Καμμιὰ ἄλλη τραγωδία καὶ κανένα ἄλλο μελόδραμα δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν μαθηματικὰ βέβαιη ἐπίδραση πάνω μου. Ὁπωσδήποτε, τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἡρωίδα πάσχει ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀφόρητα ποιητικὴ ἀσθένεια ἔχει κάποια σημασία. Τὸ γεγονὸς ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ γυναίκα ἐλεύθερη καὶ ὡς ἐκ τούτου καταδικασμένη ἔχει ἐπίσης τὴ σημασία του. Καὶ κυρίως, τὸ γεγονὸς ὄτι γνωρίζει πὼς θὰ πεθάνει καὶ ἐπιλέγει νὰ ζήσει τὶς τελευταῖες της μέρες μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ τὴν ἐγκατάλειψη. Καὶ πὼς γιὰ μισὸ δευτερόλεπτο, ὀπερατικὰ ἐπιμηκυνθέν, πιστεύει πὼς θὰ ζήσει˙ καὶ ἀμέσως μετὰ καταρρέει ἀμετάκλητα.
Ἡ ἀντίφαση. Αὐτὴ εἶναι μᾶλλον ἡ αἰτία τῶν δακρύων. Ἡ ἀντίφαση ποὺ ἐνσαρκώνει ἡ ἡρωίδα μεταξὺ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τοῦ ἔρωτα καὶ τῆς ἐγκατάλειψης, τῆς νόσου καὶ τῆς ἡδονῆς τῆς ζωῆς. Ἡ προσωποποίηση τοῦ ἔρωτα ὡς θανάτου.
Συνέβη, ὅμως, κάποτε, ἡ σωματικὴ ἀντίδραση τοῦ ὀργανισμοῦ μου ἀπέναντι στὴ Μαργαρίτα νὰ ξεπεράσει σὲ βάρος καὶ βάθος ἀκόμη καὶ τὶς δικές μου, μᾶλλον ἀνεπτυγμένες, ἀντοχές. Ἔχουν περάσει πέντε ἕξι χρόνια ἀπὸ τότε. Πῆγα σὲ ἕνα μικρὸ θέατρο στὴν Κυψέλη γιὰ νὰ ξανασυναντήσω τὴν Κυρία μὲ τὶς Καμέλιες. Πῆγα, ὅπως πάντα πηγαίνω. Ἀλλὰ ἤμουν ἐντελῶς ἀνυποψίαστος γιὰ τὴν τραγωδία ποὺ θὰ μοῦ ἐπετίθετο.
Ἡ φίλη μου ἡ ῾Ε. προσπάθησε νὰ μὲ προειδοποιήσει: “εἶσαι σίγουρος ὅτι ἀντέχεις νὰ δεῖς αὐτή τὴ γυναίκα σὲ αὐτὸν τὸν ρόλο;”
“Μὰ θὰ εἶναι συγκλονιστική. Δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ συγχωρήσω τὸν ἑαυτό μου ἂν τὴν ἔχανα.”
“Ἀκριβώς αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα. Ὁπωσδήποτε θὰ εἶναι συγκλονιστική, δὲν δύναται νὰ εἶναι κάτι ἄλλο. Ἀλλὰ ἀμφιβάλλω πὼς ἐσύ θὰ τὸ ἀντέξεις. Θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ἕνα ἀσθενοφόρο ἕτοιμο ἔξω ἀπὸ τὸ θέατρο γιὰ νὰ σὲ μαζέψει. Μὴν πᾶς, σἐ παρακαλῶ. Γιὰ τὸ καλό σου.”
Ἐπῆγα. Εὐτυχῶς. Ἡ Ρούλα Πατεράκη πέθαινε ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πρωτοεμφανίστηκε στὴ σκηνή. Διασκέδαζε, ἐρωτευόταν καὶ χόρευε πεθαίνοντας. Ἀπὸ τὰ ἠχεῖα, ὡς leitmotiv, ἀκουγόταν σχεδὸν ἀκατάπαυστα τὸ Addio del passato.
Ὁ ἀγαπημένος μου μοῦ συμπαραστάθηκε ὅσο μποροῦσε. Ἐπὶ δύο μέρες ἔκλαιγα γοερὰ μὲ τὴν ἀνάσα πιασμένη. Τὸ σῶμα μου ἔτρεμε. Μὲ ἕνα ρῖγος ποὺ μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ νικήσω. Δὲν τολμοῦσα νὰ κάνω οὔτε βῆμα χωρὶς ὑποστήριξη, διότι γνώριζα πὼς θὰ ἔπεφτα. Ἀλλὰ ἤξερα ἐπίσης πὼς εἶχα γευθεῖ τὴν ἀπίστευτη ἀγαλλίαση τῆς πραγματικῆς μέθεξης.
Αφετηρία αυτού του κειμένου ήταν μία εν πολλοίς άσχετη συζήτηση με τον φίλο Μ., τον οποίο δεν έχω γνωρίσει ακόμη προσωπικά, χθες το βράδυ, στο τηλέφωνο. Όχι μόνο ανέφερε την Πατεράκη, αλλά και μου έστειλε αμέσως μετά με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μία φωτογραφία της Φλέρυ. Τον ευχαριστώ.
Ήδη από τη δεύτερη φωτογραφία της δημοσίευσής σας αγαπητέ μου, ομολογώ πως άρχισα να αποσυντονίζομαι με τον τρόπο του έρωτα. Η Πατεράκη μου προκαλέι παβλόφιες συγκινησιακές αντιδράσεις. Απόλυτα αναμενόμενο το επεισόδιο που περιγράφετε. Ακόμα και τον τηλεφωνικό κατάλογο να σου διαβάσει αυτή η γυναίκα σε κάνει κομμάτια.
Με τις υγείες σας
Έχετε δει και την Anna Netrebko ατο Salzburg to 2005 λοιπόν;
Όχι, δυστυχώς, npl μου, τα τελευταία δύο χρόνια είμεθα ανέστιοι και πένητες…
η Αnna Νebretko τραγούδησε Don Giovanni στο Salzburg… έχουν περάσει κάποια χρόνια. την Τριαβιάτα; … (θα έχω πάθει αλτσχάιμερ, σόρρυ)
Tην Τραβιάτα πέρυσι κύριε Ροϊδη. Ήμασταν εκεί.
έχετε δίκιο. πέρυσι, ναι.